Απαξιωτικός, υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο ενοχλητικό ή/και βαρετό, ειδικά όταν πρόκειται περί καμακώματος.
Πάλι άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή; Ρε τον μπαδεαμέα, επιμένει ακόμη!
Απαξιωτικός, υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο ενοχλητικό ή/και βαρετό, ειδικά όταν πρόκειται περί καμακώματος.
Πάλι άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή; Ρε τον μπαδεαμέα, επιμένει ακόμη!
Got a better definition? Add it!
Ο φίλος (λέξη τούρκικη).
Πέρασαν πριν από λίγο η Καίτη και ο τζες της.
Got a better definition? Add it!
Ο ποιοτικά κατώτερος, ο δευτερότριτος ή καλύτερα... ο τελευταίος.
Στην κυριολεξία η λέξη αφορά ένα τυρί όμοιο με τη φέτα.
Got a better definition? Add it!
Το μαμόθρεφτο, το βουτυρόπαιδο. Άνθρωπος που μιλάει πολλά και δε λέει τίποτα. Σπαστικιά φωνή. Αδύνατο να βασιστείς επάνω του. Κομψευόμενος. Χωρίς να είναι αδερφή, το ντύσιμο του έχει συνήθως κάτι το αδερφίστικο.
Κλασικός τύπος φλούφλη ήταν ο Γκιωνάκης σε νεαρή ηλικία στις ταινίες του '60. Αλλά το είδος ευδοκιμεί και σήμερα.
Συγγενή λήμματα: λολοφιόγκος, λούλης, τσιχλιμπίχλης, λαλάκης, φλώρος
- Δε λέω, ευγενής είναι, καλές σπουδές έχει αλλά για φλούφλη τον έχω κόψει, ρε παιδάκι μου ... Δε νομίζω ότι θα τα βγάλει πέρα ...
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στηρίζουμε τον αγώνα αυτής της ατάκας για την αυτονόμησή της από το ζυγό του ανεκδότου που καταχράζεται επί γενεές δεκατέσσερις του ορυκτού και μη πλούτου της.
Το γεγονός ότι το ανέκδοτο στο οποίο ανήκει (βλ. παράδειγμα) είναι άγνωστο και απαράδεκτο δεν νομιμοποιεί το καθεστώς καταπίεσης και δεσποτισμού υπό το οποίο διαβιεί η ατάκα αυτή.
Όλοι στην προσυγκέντρωση στα προπύλαια, προπαρασκευή, προπαραμονή των προκάτ.
Στηρίζει η οργάνωση ΠΡΟγνωστικά-ΚΙΝΟ
Αναρχία, αναυτοκαθορισμός, αναξιοπρέπεια.
-Πώς λέγεται ο κιθαρίστας των Ρόλλινγκ Στόουνς;;;
-Πώωως;;;;;
-Κιθαρίτσαρντς.
-Χα χα. Τι ωραία που θα ήταν αντί να λέμε «κοίτα τον τύπο, παίζει τις κάλτσες του», να μπορούμε να λέμε «μα καλά, τι παίζει ο κιθαρίτσαρντς;;;» και να μας καταλαβαίνουν όλοι...
Got a better definition? Add it!
Είναι ο ψευτόμαγκας, ο θρασύδειλος.
Για κοίτα ρε τον παπαροτσολιά, όλο λόγια είναι αλλά όποτε με βλέπει κλάνει μέντες!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλάκας. Ειδικότερα, χοντροκέφαλος αλλά και αγαθιάρης, αργόστροφος, αυτός που τα πιάνει δύσκολα αλλά παρόλ' αυτά επιμένει.
Ο Μπόζο ήταν κλόουν. Ο οποίος μετά διαφήμιζε γαριδάκια.
«... τωρα ολα τα παιδακια τρωνε Μποζο γαριδακια...»
Και επ' ουδενί έχει σχέση με τον υποψήφιο δήμαρχο του ΠΑΣΟΚ στην Κηφισιά Πάνο Μπόζο.
Μπόζος στα αρβανίτικα θα πει βαρελάς. Επίσης καμία σχέση.
Σχετικά λήμματα: βλήμαντρο, μυγοχάφτης
- Καλά, μα τι μπόζος είσαι ρε αδερφάκι μου ... σαράντα φορές στό 'χω πει ... αν δεν έχεις επαφή στο τρίτο φύλο, πάσο ...
Ο Μπρουναμόντι είναι μέγας μπόζος και το όνομά του πρέπει να αλλάξει από ρομπέρτο σε τ-ρομπέρτο... (Από το site του Roma Club Grecia)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ ψηλός άνθρωπος.
- Τά 'μαθες; Ο Σάκης βρήκε γκόμενα!
- Άντε ρε, επιτέλους! Καλή;
- Ναι μωρέ, την ξέρεις, η Αννίτα.
- Ποια, αυτό το ντερέκι;
- Ναι μαλάκα, γάμησέ τα! Ανέβα να φιλήσεις κατέβα να γαμήσεις είναι η φάση! Πολύ γέλιο!
Got a better definition? Add it!