Further tags

Στην περιοχή της Άμφισσας Φωκίδος, η κουτή:
κουτή -> κουτάσω -> κ'τάσω.

Η λέξη χρησιμοποιείται και πέριξ της Αμφίσσης και πιθανώς να είναι γνωστή (όμοια ή με παραλλαγές) στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης.

- Η Γεωργία μου είπε ότι την Ανάσταση έπιασε ένα δυναμιτάκι που βρήκε κάτω και έσκασε στα χέρια της...
- Αυτή η κοπέλα είναι ντιπ κ'τάσω... (ντιπ: εντελώς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία, συνήθως νεόπλουτη, με μαλλί kevlar (ξανθή έκδοση) ή carbon fiber (καστανή έκδοση), συχνότατα κακή οδηγός, με φουλ σετ αξεσουάρ (τσάντα LV, χρυσαφικά, Rolex, γυαλιά μάσκα αερίων με στρας), η οποία οδηγεί Mercedes «μεγάλης» σειράς που της έχει πάρει ο σύζυγος, με τον ίδιο τρόπο που κάνει κομμωτήριο και κουτσομπολεύει: με μεγάλη διάρκεια και ιδιαίτερα αμφίβολο αποτέλεσμα.

Οι Μερσεντοσουσούδες συχνάζουν συνήθως στο Κολωνάκι όπου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν σχετική φωλιά στην περιοχή. Οι παλαιότερες οδηγούν «κούρσες» αλλά έχουν πληθύνει ανησυχητικά οι περιπτώσεις με μεγάλα SUV, χωρίς να περιορίζονται αναγκαστικά σε οχήματα με το αστεράκι στο καπώ (230, X5, X3, Tuareg, Cayenne).

Μπορεί εμφανισιακώς να μοιάζουν του σαλονιού, αλλά μέσα τους κρύβουν την πεμπτουσία του μικροαστισμού, της κατινιάς και του νεοπλουτισμού, όπως μπορεί κάλιστα να διαπιστώσει κανείς αν «κοντραριστεί» προφορικώς μαζί τους στο δρόμο.

Εναλλακτική: Μπεμβεδοσουσού (με όχημα BMW). Τελευταία, απαντώνται νεότερες ηλικιακά εκδόσεις με ύφος τσαμπουκαλίδικο και πιο σπορ εκδόσεις αυτοκινήτων, περιλαμβανομένων SLK (φυσικά!) Audi TT, Mazda RX-8 και MX-5, Z3 καθώς και διάφορα είδη μεσαίων SUV.

  1. Σίγουρα παράδειγμα προς αποφυγή.

  2. - Τι έπαθες ρε Μήτσο;
    - Πήγαινα με τη μηχανή και μου πετάχτηκε μια Μερσεντοσουσού από ένα στενό... κόντεψε να με λιώσει η ρουφιάνα. Είχε και στοπ και μου ζητούσε και τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το κάτω κεφαλήν εισόδημα. Πηδάει αβέρτα ένα μεγάλο φάσμα από γυναίκες. Είναι και σαβουρογάμης. Δεν είναι ρατσιστής στον έρωτα, αφού στο θέμα αυτό σκέφτεται αποκλειστικά με το κάτω κεφάλι. Του αρμόζει πολύ το παλιό τραγουδάκι: «Γυναίκες θέλω πολλές... από όλες τις φυλές». Θέλει να ικανοποιεί τις ορμές του και μόνο. Ωστόσο δεν αποκλείεται κατά βάθος να είναι ένας πολύ συναισθηματικός άνθρωπος, που μπορεί να πληγώθηκε συναισθηματικά και να αποφάσισε να λοκάρει το συναίσθημα και να λειτουργεί μόνο με τα ένστικτά του.

Επειδή Ευρι-πήδης από Ευρι-πήδη διαφέρει, αυτό που μπορούμε πούμε από τη σκοπιά της Φυσικής με παραλληλισμό της ραδιοθεωρίας για το φαινόμενο Ευρι-πήδης, πως όσο οι απαιτήσεις για ποιότητα ελαττώνονται, τόσο η επιλεκτικότητα ελαττώνεται, τόσο το εύρος ζώνης των σεξουαλικών διεγέρσεων και παρεμβολών από θηλυκές υπάρξεις στην κεραία του πέους του αυξάνονται και τόσο ο πληθυσμός των σεξουαλικών επαφών αυξάνεται.

Καλά ο Μήτσος δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα. Πραγματικός Ευρι-πήδης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεκρός.

- Έχω χρόνια να δω τον Πέτρο. Τι κάνει;
- Είναι υπόγειος φίλε μου εδώ και δυο χρόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πιει τόσο πολύ ώστε άγει και φέρεται ωθούμενος όχι από το αίμα, αλλά από το οινόπνευμα που τρέχει στις φλέβες του.

Δυο φίλοι συντρώγουν σε ταβέρνα. Ο ένας (Πέτρος) είναι νηφάλιος, ο άλλος(Κώστας) είναι σκνίπα στο μεθύσι.
Κώστας: Κάτι θες να πεις... αλλά δε σε πιά...νω.
Πέτρος: Φυσικό και επόμενο ρε Κώστα. Τόση ώρα σου μιλάω με πνεύμα, αλλά που να με πιάσεις, έτσι σωστό οινόπνευμα που 'χεις καταντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος. Προέρχεται από τον συνδυασμό του παλαιού Δανού ποδοσφαιριστή Άρνεσεν και του «σέρνομαι». Υποδηλώνει τον ποδοσφαιριστή που σέρνεται στο γήπεδο, δεν βρίσκεται σε καλή μέρα.

Αυτός ο Βαγγελάκης σήμερα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, είναι τελείως σέρνεσεν.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.

Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επί το πλείστον, χαρακτηρισμός για μικρό κορίτσι με γεμάτα χείλια, ειδικά σε στιγμές που τα σουφρώνει και παίρνει ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η λέξη έχει μια τρυφερότητα κι ακόμα περισσότερα στα χαϊδευτικά της τζαχείλικο και τζαχειλούδικο.

Τζαχειλού και τζαχείλα μπορούμε να πούμε και μια γυναίκα με σαρκώδη χείλη, αλλά είναι πιο σπάνιο. Είναι περιγραφικός χαρακτηρισμός, όχι ιδιαίτερα κολακευτικός και δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα.

Ακόμα σπανιότερα είναι το τζαχείλας, που είναι για άνδρες. Κλασική φάτσα τζαχείλα είναι ο Μικ Τζάγκερ - ο Τζάγκερ ο τζαχείλας κάνει και ωραία παρήχηση.

Η λέξη κοντεύει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, σε επώνυμα.

- Αχ μωρέ, ποιος μου το στενοχώρεσε το κοριτσάκι μου το τζαχειλούδικο εμένα κι είναι έτοιμο να κλάψει ... έλα, καλό μου, στη θεία να σε δώσω ένα υποβρύχιο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκθαμβωτική, προκλητική, ψηλή πολυκάμπυλη μακρυμάλλα γκομενάρα που τερματίζει τα λιμπιντόμετρα στο πέρασμα της, προκαλώντας: αύξηση των καρδιακών παλμών των αρσενικών που συναντά στο διάβα της, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και πεοφλεβίτη ένεκα της πεοορθοστασίας που προκαλεί. Όσο πιο αργά και προκλητικά κινείται και κοζάρει τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.

- Ρε δικέ μου κοίτα εκείνο το αφηνιασμένο άτι που 'ρχεται κατά δω.
- Αν αυτή είναι άτι, έχω και εγώ Βουκεφάλα. Δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω ξέφρενο να ιππεύσει το άτι.
- Μαλάκα όλο λόγια είσαι. ήδη μας προσπέρασε και πάει για αλλού. Γι 'αυτό λέω: άσε το άτι και πιάσε το ραχάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified