Further tags

Κάποιος που είναι ειδικός σε κάτι, που είναι εξπέρ και ξέρει τα κατατόπια.

- Που λες, όταν είναι να την καληνυχτίσεις θα την φιλήσεις στο στόμα!
- Σίγουρα θα πιάσει;
- Ναι ρε, άκου με που σου λέω! Εγώ είμαι σουπρίμ σε αυτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.

  1. - Yo, whats crackin' dogg;
    - Nuthin' much, bro.U;

  2. - Έλα ρε μπρο, τί νέα;
    - Καλά ρε μαν, τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Teddy boy που ήταν ένα συγκεκριμένο στυλ ανδρών της δεκαετίας του 50 στην Αγγλία, με ολόκληρη ιστορία πίσω τους (βλ. εδώ).

Μετά πήρε, όσο γνωρίζω, νέα σημασία η λέξη και σημαίνει τον καλοζωισμένο αλητάμπουρα, ομορφούλη και καλοβαλμένο, μοσχαναθρεμμένο, της καλής κοινωνίας τσογλάνι.

Tέντυ είναι το λούτρινο αρκουδάκι στα αγγλικά, το teddy-bear, χαριτωμένο παιχνίδι, απόλυτο σύμβολο της αστικής τάξης, το οποίο κυρίως τα κοριτσάκια λάτρευαν και πάντως πολύ λίγα παιδιά το χαίρονταν την εποχή κατά την οποία πρωτοβγήκε (μάλλον προς τα τέλη του 19ου- αρχές 20ού;). Νομίζω από κει προέρχεται και η έκφραση.

- Ρε τον Σάκη!...
- Είδες... Από τότε που πήγε στην Αγγλία για σπουδές την έχει δει τέντυ μπόυ...

Βλ. και τεντιμπόης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζες πρέπει να είναι απαξιωτικός προσδιορισμός για κάποιον, για αστυνομικό, για καρφί κι έτσι.

Ο Μάρκος είχε γράψει: Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Το άζμα του Βαμβακάρη (από Khan, 08/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζόρικος άντρας (υποθέτω ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να ισχύει και για γυναίκα) που δεν σηκώνει ζοριλίκια.

Μην μου κολλάς εμένα ρε, εμένα με λένε γαμωσταυρίδη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άκρως ενοχλητικό είδος γιαγιάς, που απαντάται συνήθως με σακούλες ανά χείρας και φαίνεται πως κατέχει ένα είδος έκτης αίσθησης, μια οπίσθια όραση, καθώς μπορεί να μαντεύει την κάθε προσπάθειά σου για προσπέραση και να σου φράζει το δρόμο την τελευταία στιγμή. Η ταχύτητα βήματος είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ταχύτητα αντίδρασης στην πιθανή προσπέραση. Το φαινόμενο σπάνια παρατηρείται σε παππούδες.

Προχωράς στο πεζοδρόμιο με βήμα ταχύ και ξαφνικά μπροστά σου φανερώνεται ένα ραμολιμέντο που περπατά ακριβώς στο κέντρο του πεζοδρομίου, φορτωμένη σακούλες σούπερ μάρκετ. Κάνεις έναν ελιγμό για να προσπεράσεις από αριστερά κι εκεί που φαίνεται πως θα τα καταφέρεις, εκείνη με μια ανάλαφρη πιρουέτα σου φράζει το δρόμο, έτσι που πρέπει να σταματήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με την προσπέραση από δεξιά. Τελικά παρατάς το πεζοδρόμιο βρίζοντας.

(από BuBis, 20/08/09)(από BuBis, 20/08/09)Slobodan Milosevic. Τον μισούσα δέκα χρόνια, τον συμπάθησα απ\' όταν συλλήφθηκε και πιθανόν δολοφονήθηκε στην Χάγη. (από Khan, 20/08/09)Slobodan Milosevic. Τον μισούσα δέκα χρόνια, τον συμπάθησα απ\' όταν συλλήφθηκε και πιθανόν δολοφονήθηκε στην Χάγη. (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραθεριστής νησιών της άγονης γραμμής και άλλων εναλλακτικών προορισμών, στους οποίους συνήθως καταφθάνουν με μοναδικές αποσκευές τα κάτωθι: χιλιοτριμμένος υπνόσακος, δεύτερο μαγιώ, πράσινο σαπούνι (να πιάνει και με θαλασσινό νερό), ένα μπουκάλι νερό, μισό κιλό «μαύρο» και τριάμισι ευρώ.

Στα εν λόγω μέρη προσπαθεί να παραθερίσει για τουλάστιχον τρεις εβδομάδες, αναζητώντας μέρος να κοιμηθεί και χαρτάκια για να στρίψει. Στις άνωθεν αναζητήσεις προστίθενται οι διαρκείς, αγωνιώδεις προσπάθειες να κάνει τράκα φαγητό, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε γειτονικά, παρά θιν' αλός μποστάνια, απ' όπου κλέβει (διόρθωση: απαλλοτριώνει) ντομάτες, πιπεριές και άλλα ζαρζαβατικά, τα οποία καταναλώνει επί τόπου με βουλιμία και χωρίς την προσθήκη λαδιού. Στην συνήθεια αυτή οφείλει και την ονομασία του. Το είδος επιβιώνει εδώ και δεκαετίες στα Αγαίικα οικοσύστήματα. Φυσικοί θηρευτές του είναι τα τοπικά σώματα ασφαλείας, οι ντόπιοι αγρότες και οι κατινατζήδες που πουλάνε την κόκα-κόλα 2.5 ευρώ.

Εσχάτως η «αλαδωσιά» έχει γίνει της μόδας ανάμεσα στους κύκλους των εντεχνindie, με αποτέλεσμα το είδος να έχει υποστεί αναπόφευκτο εκφυλισμό λόγω της εισδοχής στον οικολογικό θώκο δήθεν αλάδωτων, οι οποίοι πίνουν, στρίβουν, κοιμούνται στην παραλία, αλλά τα βράδια πίνουν μοχίτο και τρώνε αστακομακαροναδες σε «ανεξερεύνητες» και «αμόλυντες» γωνιές του νησιού. Οι τελευταίοι αποτελούν την βασικότερη απειλή για το είδος των αλάδωτων.

  1. - Ήμαστε προχτές στο πανηγύρι στις Ράχες, σηκώνομαι να ρίξω μια στροφή και μέχρι να γυρίσω στο τραπέζι, άφαντο το κατσικάκι. Του την είχαν πέσει κάτι αλάδωτοι.

  2. - Ρε συ, πάμε Γιαλισκάρι για μπάνιο αύριο;
    - Ούτε να το σκέφτεσαι, έχουν πιάσει όλες τις σκιές οι αλάδωτοι και θα μας φάει ο ήλιος.

  3. - Γνώρισα ένα παιδί χτες, απίστευτο!
    - Ποια ρε; Την αλάδωτη με το ταγάρι;
    - Ναι μωρέ! Και καλά αλάδωτη! Αυτή ρε συ, με κέρασε ποτό και πλήρωσε με πιστωτική κάρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Άτομο με τάσεις ακατάσχετης φλυαρίας, διανθισμένης από υπερβολές και ψεύδη με απώτερο σκοπό τον εντυπωσιασμό. Η πρακτική του μπουρου-μπουρου μαλακίες, απ' όπου αντλεί τον χαρακτηρισμό του ο μπουρουντέλης, αποσκοπεί πρωτίστως στο να ρίξει γκόμενα που κινείται συνήθως στα άκρα του ηλικιακού φάσματος (πιπίνι ή πουρό) και στα ακρότατα του φάσματος νοημοσύνης (βούρλο). Διαφέρει από τον αεριτζή ως προς τον τελικό στόχο και από τον φιδέμπορα ως προς την τεχνική η οποία περιλαμβάνει περίτεχνους συνδυασμούς ακατάσχετης μπουρδολογίας και φιδο-κοπλιμέντων.

Εναλλακτικές εκδοχές: μπουρουτέλης, μπούρου (ο)

  1. - Κοίτα ρε τον άχαρο, σε τι γκόμενα πάει να την πέσει...
    - Αυτός ρε είναι μέγας μπουρουντέλης! Να δεις τελικά που θα την ρίξει στο τέλος.

  2. - Την ειχα στο μπούρου όλο το βράδυ, αλλά τελικά με πιστόλιασε
    - Εμ, φιλαράκι, είπαμε είσαι μπουρουντέλης, αλλά αυτή η χτεσινή ήταν διεθνής αγαμήτου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος, ο εξηνταβελόνης. Αυτός που συνήθως έχει χρήματα αλλά τα ξοδεύει με πολύ φειδώ. Η πλήρης έκφραση είναι «έχει καβούρια στις τσέπες», τα οποία όταν βάζει το χέρι να βγάλει και να δώσει κάνα φράγκον τον δαγκώνουν και αναγκάζεται να το τραβήξει και τελικά γλιτώνει τα περιττά έξοδα... Γνωστός στην ιστορία καβουράκιας είναι ο ήρωας των Comix Σκρουτζ Μακ Ντακ και ο ήρωας των γηπέδων και πρώην πρόεδρος του Παναθηναϊκού Καπετάνιος-Γιώργος Βαρδινογιάννης.

- Τον μαλάκα τόσες φορές έχουμε πάει για καφέ και ούτε μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει. Καλά καβούρια έχει;
- Άσ' τον μωρέ τον τσιγκούναρο, τώρα θα τον μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified