Further tags

Η γυναίκα που φοράει πάνω της τόσα μπιχλιμπίδια, λιλιά, στρας, λαμέ και ό,τι άλλο απαστράπτον και τσίπικο αξεσουάρ κατεβάσει το χαμηλό γούστο της, που προκαλεί ανήκεστο βλάβη στα μάτια όποιου άτυχου την αντικρύσει.

Συγγενής εξ αίματος του καρκατσουλιού, της καρακαλτάκας, του τσόκαρου και λοιπών φορτωμένων αχθοφόρων μπιζουκλερί.

- Πω ρε πούστη μου, την Άρτα και τα Γιάννενα έβαλε πάλι πάνω της αυτή η Πίτσα...
- Γάμησέ τα, λατέρνα κανονική η γκόμενα!

Μια ορίτζιναλ λατέρνα. Ευνόητο γιατί η υπερβολικά στολισμένη γυναίκα χαρακτηρίζεται λατέρνα. (από poniroskylo, 26/09/08)Από το \'Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο\' (1955) με την Καρέζη νεότατη και κούκλα (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο έμπειρος, αυτός που στη ζωή του έχει περπατήσει σε πολλά μέρη, έχει σπουδάσει στο σχολείο της ζωής κι έχει μάθει τα κόλπα της πιάτσας. Ψυλλιάζεται τέλος πάντων πράγματα που δεν τα καταλαβαίνει κάποιος που κάθεται σπιτάκι του, πίνει το γαλατάκι του και παίζει Playstation...

- Θα μας την κάνει τη ματσαράγκα ο Ρούκουνας, τον κόβω...
- Γιατί ρε Σταύρακα, ξήγα τον έκοψα εγώ...
- Ρε άκου με που σου λέω, κάτι τέτοια παλικαράκια τα παίρνω γραμμή στο φτερό...
- Πάσο...

(Ο Σταύρακας είναι περπατημένος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οι Έλληνες της Γερμανίας, με αποδέκτες τους μελαχρινούς αλλοδαπούς που διαβιούν στη χώρα (Βορειαφρικάνους και Ινδοπακιστανούς). Η λέξη είναι ελληνισμός,και προέρχεται από την παράφραση της λέξης der Kanake (die Kanaken), που στη γερμανική αργκό σημαίνει ο μελαχρινός-σκουρόχρωμος αλλοδαπός (ο αγγλικός όρος είναι wog) και είναι εξαιρετικά αρνητική. Η προέλευση της λέξης είναι από τον δυτικό Ειρηνικό και συγκεκριμένα τη νέα Καληδονία, όπου στις τοπικές γλώσσες Kanaka σημαίνει άνθρωπος. Στα νέα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος Κούληδες.

- Έχει πολλούς Έλληνες στην Κολωνία θεία;
- Όχι αγόρι μου, έχει γεμίσει ο κόσμος Κανάκηδες, η Γερμανία κάποτε δεν ήταν έτσι.

(από krepsinis, 06/09/08)Κι αυτός Κανάκης είναι (από GATZMAN, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη κατάλοιπο της εμφύλιας διαμάχης που δίχασε τη χώρα στην περίοδο 1946-1949. Περιγράφει τους στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού, κοινώς γνωστούς ως αντάρτες. Η σύνθεση αποτελείται από τρεις λέξεις: κομμουνιστής, ληστής και συμμορίτης

Πού είναι ο υπουργός Παιδείας να επέμβει; Δε μπορεί τα παιδιά στο σχολείο να διδάσκονται για τους κομμουνιστοληστοσυμμορίτες, που αιματοκύλισαν τη χώρα!

κομ-μούνα (από allivegp, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατορθώνει το ακατόρθωτο.
Υπερβολική έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην εξαιρετική επιδεξιότητα που έχει κάποιος - συνήθως πρόκειται για πολύ έξυπνο, έμπειρο και καπάτσο άνθρωπο.

Παρόμοιες εκφράσεις:
Πιάνει πουλιά στον αέρα
Καλιγώνει (πεταλώνει) τον ψύλλο
Είναι γάτα με πέταλα

- Τον έκοψες πώς τύλιξε τον πελάτη σε μία κόλλα χαρτί; για πότε τον έβαλε να υπογράψει την συνφωνία ούτε ο ίδιος το κατάλαβε...
- Ναι ρε, ο Βαγγέλας είναι γριά πουτάνα...
- Και με όρους, όχι μαλακίες φίλε μου! ένα μύριο ατάκα κι επιτόπου για εξοπλισμό που ήδη είχε στο μαγαζί του! ρε, αυτός είναι ικανός να πουλήσει πάγο σ' εσκιμώο!
- Εμ καλά λέω γω ότι αυτός σκίζει την τρίχα στα δύο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γνωστό ανέκδοτο για ξανθιές και αποτελεί κοροϊδευτικό υπαινιγμό για κάποια που δίνει σεξουαλικές νυχτερινές παραστάσεις καθ' εκάστη, ή σχεδόν έτσι.

-Καλά, τι γίνεται ρε μ' αυτή; Πάντα έτσι ταλαιπωρημένη γυρίζει κάθε πρωί; Σα να μην έχει κλείσει μάτι όλη νύχτα.
- Μάτι; Δε λες καλύτερα ...πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.

Μπούτια ερμητικά κλειστά...χαχαχα (από GATZMAN, 19/09/09)(από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεφτάς, ο πλούσιος. Από την τουρκική, para, τα χρήματα.

- Φίλε δεν έχω μία και ο μισθός μπαίνει σε 10 μέρες.
- Αφού το Σάββατο μου το έπαιζες παραλής στα μπουζούκια και άνοιξες δύο μπουκάλια, καλά να πάθεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως φορτίκ (πλούσιος) ή καραφορτίκ (πολύ πλούσιος), σε πιο μαγκιόρικη διάσταση του δρόμου.

Η Γεωργία είναι καλό γκομενάκι και φορτίκ, αλλά η Ελευθερία φίλε είναι εκτός συναγωνισμού: μούναρος και καραφορτίκ μαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με προκλητική εμφάνιση και έντονο ερωτισμό, σε βαθμό τέτοιο που να παραπέμπει σε ιερόδουλο. Για κοπέλες μικρότερης ηλικίας εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ο όρος «βιζιτάκι».

Ωραία κοπέλα η Άννα, αλλά έτσι προκλητικά που ντύνεται και βάφεται, τονίζοντας πάντα το μεγάλο της στήθος, παραπέμπει σε βιζιτού.

Βλ. και σχετικό λήμμα βίζιτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το τσόκαρο, το παραδοσιακό με ξύλινη σόλα, και το σαμπώ
    και κυρίως
  2. η γυναίκα τσόκαρο, η Κατίνα.

Ηχοποίητη λέξη από τον ήχο του τσόκαρου σε μαρμάρινα και ξύλινα κυρίως πατώματα.

  1. Άσε μας μωρές με την κλατσάρα, που έμαθε και τα σπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified