Σοβαροφανές αλλά γελοίο άτομο, φλώρος που το παίζει ξύπνιος.
Σοβαροφανές αλλά γελοίο άτομο, φλώρος που το παίζει ξύπνιος.
Got a better definition? Add it!
Αναίσθητος, νεκρός. Στη φράση αφήνω σέκο, συνώνυμο του αφήνω στον τόπο. Μεταφορικά σημαίνει και εμβρόντητος.
- Πού 'ναι ρε ο Μήτσος, έχω να τον δω πάν' από μήνα.
- Ε δέν τά 'μαθες; Στην πορεία την πρωτομαγιά, την είπε σ' έναν κρυφολίτη χαφιέ, τον έδωσε ο άλλος στους δικούς του, πιάστηκαν στα χέρια, τον αρχίζουν με τα γκλόμπ, τον άφησαν σέκο, τα αρχίδια...
Got a better definition? Add it!
(α) Το πέος (β) Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης.
- Πρώτη ώρα θρησκευτικά. Κι'εκεί που περιμένουμε να δούμε την αγάμητη κυράτσα με τα κομποσκοίνια, σκάει ρε μαλάκα το τρελό ξανθό κ α υ λ ά κ ι !... Και σκέφτομαι: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας ρε μπαγάσα».
- Τόσο ρε μαλάκα;
- Άσε ρε μαλάκα, μού'γινε το καυλί κατάρτι...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.
Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;
Βλ. και μικροτσούτσουνος, ρεβιθοτσούτσουνος, τσουτσούνι, το
Got a better definition? Add it!
Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.
- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.
Από εκπομπή του Μητσικώστα:
«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»
Got a better definition? Add it!
Πόρνη που δεν στεγάζεται σε οίκο ανοχής, αλλά κάνει πιάτσα στον δρόμο.
Οι μόνες περιπατητικές που έμειναν στην εποχή μας είναι τα «κορίτσια» στη Συγγρού.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.
Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».
Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο τύπος που είναι τόσο χαζός που το βλάκας δεν είναι αρκετό για να τον καλύψει ως άτομο!
- Πω πω! Τι βλάκας που είναι ο Μήτσος!
- Αυτός δεν είναι βλάκας, είναι δεκαπεντόβλακας!!!!
[Και τα μυαλά στο μπλέντερ]!!!!
Got a better definition? Add it!