Further tags

Η απόλυτη γκόμενα για την οποία δίνουμε ρέστα για να την χτυπήσουμε. Ο τίτλος μπαίνει πάντα ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Π.χ. για κάποιον γκομενάρες μπορεί να είναι μόνο τα δεκάρια κι άλλοι να βολεύονται και με πιο κάτω βαθμολογίες.

- Πως έκοψες την Ειρήνη από το φροντιστήριο;
- Άσε ρε μαλάκα, η τύπισσα είναι γκομενάρα με τα όλα της. Έχεις δει τι χείλια και τι βυζάρες διαθέτει;

(από HardcoreGR, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.

  1. αλεπού(στης). Το καταλάβαμε. (Εδώ).

  2. - Μια που αρχίσαμε τα φιλοσοφικά, πώς λένε την αρσενική αλεπού;
    - Άμα τον παίρνει κιόλας, αλεπούστη (Εδώ)

(από Khan, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πονηρός, αυτός που φέρεται ως παμπόνηρη αλεπού (ακόμη κι αν χρειαστεί να υποστεί τις γνωστές παρενέργειες), ο κωλοπετσωμένος που ξέρει τα τερτίπια της ζωής, αλλά λέγεται και για τον small time crook κουτοπόνηρο.

Στο Δ.Π. υπό Gizaha.

  1. Σωστός ο Γάλλος όπως πάντα «αλεπουδιαρης» κοιτάζει να κάνει κάτι καλο για τη χωρα του. (Εδώ).

  2. Δεν του έχουν βγάλει τυχαία το παρατσούκλι « ΑΛΕΠΟΥΔΙΑΡΗΣ». (Εδώ).

  3. Θελει και το καταλληλο timing το πραγμα.......αλλα το κυριοτερο ειναι να μην μασας.....να επικοινωνεις εξυπνα......και να εισαι cool...
    Και δεν χρειαζεται φοβος οι κοπελες δεν ειναι ο δρακος που θα σε φανε Σιγα σιγα θα γινεις αλεπουδιαρης και θα τα καταφερεις.........αρκει να προσπαθησεις η και να ρισκαρεις... (Εδώ).

"Ξέρω τόσα πολλά μυστικά του ερωτά, που μπορώ και να σε τρελάνω" (από Khan, 23/03/13)(από Khan, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως σοφά έγραψε κι ο Μ. Μωϋσείδης το 1927:

[img]http://www.slang.gr/media/img/201303/ec04ab6354816d3e94acc151eaec5f51.JPG[/img]

Ωσεκτουτού, είμεθα πιονέροι της Τέχνης. Ο εθνικός μαλάκας τιμάται από όλους μας καθημερινά. Εξέχουσα θέση στην τροφική αλυσίδα τση μαλακίας κατέχει ο μαλακισμένος, άτομο που κουβαλάει πάνω του όλη την κακώς εννοούμενη αύρα του δια της μαλάξεως αυτοερεθιζομένου.

Πέον να σημειωθεί ότι ως μπινελίκι προσφέρει πολλά περισσότερα απλικέϊσιο και βαθύτερη σλανγκενέργεια από τον σκέτο μαλάκα, καθώς εξαπολύεται αδιακρίτως εις βάρος υποκειμένων, αντικειμένων, καταστάσεων, τση μαύρης χελώνας που μας κατουράει κ.ταλ.

Λημματοδοτείται χάριν πληρότητος δεδομένου ότι το σάη καταγράφει μόνο μια από τις άπειρες εφαρμογές του, ωσαναφορά τα μειράκια.

1. Το ευτύχημα, φίλε, είναι ότι δεν είμαι όλες τις ώρες κι όλες τις στιγμές μαλακισμένος άνθρωπος. Μερικές φορές με πιάνει, και δεν έχω βρεί τί φταίει και πώς μπορώ να το αντιμετωπίσω

2. ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ: ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΩΡΑ ΣΑΣ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΘΑ ΒΓΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΙΘΑΝΕΤΕ...

3. Χωρίς προφανώς να γνωρίζει ότι τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά, ο Δημήτρης Καμπουράκης στο πρωινό του MEGA χαρακτήρισε τους καταληψίες της βίλας Αμαλία «μαλακισμένα»

4. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΕΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΟΝ ΟΑΕΔ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός ταξί, λογοπαίγνιο με τις λέξεις ταξί και φάρα, εμπνευσμένο από τη γερμανική λέξη για τον ταξιτζή: taxifahrer.

Παμπάλαιο. Για πολλούς οι ταξιτζήδες είναι πράγματι μεγάλη φάρα. Ουχί αδίκως καθότι, παραδοσιακά, το επάγγελμα αυτό, καθώς και του περιπτερά και του θυρωρού, είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συνώνυμο του χαφιέ.

Δεν θα πω άλλα, τα σχόλια δικά σας.

Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν βρήκα ούτε μία αναφορά στον γούγλη με τη λέξη ταξιφάρας...

ΜΠΑΜΣΚΡΑΤΣΓΚΟΪΝΓΚΛΑΤΣΣΣΣΣΣΣΣ!!!
.....
Ρε μαλάκαα!!!!!!! Είσαι και επαγγελματίας ρεεεε!!!!!! Μαλάκα, έ μαλάκα!!! Έτσι περνάνε τα στόπ ρε γαμημένε ταξιφάρα;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη που δουλεύει σε στούντιο. Ο όρος χρησιμοποιείται στο μπουρδελοϊδίωμα κυρίως για να αντιδιαστείλει την πόρνη του στούντιο αφενός από την πόρνη που προσφέρει λιγότερες υπηρεσίες σε πιο χαμηλές τιμές, δηλαδή το μπουρδελοκόριτσο, ή την πόρνη που κάνει πιάτσα, και αφεδύο την πόρνη που προσφέρει περισσότερες υπηρεσίες σε πιο ακριβές τιμές, δηλαδή το κωλ-γκερλ ή την σιτιτουρατζού.

Το στουντιοκόριτσο βρίσκεται, λοιπόν, κάπου στη μέση στην μπουρδελο-ιεραρχία, οπότε επιδέχεται συγκρίσεις και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Οπότε όταν ο όρος δεν είναι τελείως περιγραφικός, χρησιμοποιείται συγκριτικώς, λ.χ. για να περιγραφεί μια «αναβάθμιση» ενός μπουρδελοκόριτσου σε στουντιοκόριτσο ή ενός στουντιοκόριτσου σε κωλ-γκερλ ή έσκορτ ή και πορνοστάρ, ή για να δηλωθεί ότι καίτη (γαρμπή) στουντιοκόριτσο θύμιζε μάλλον μπουρδελοκόριτσο (δυσάρεστη έκπληξη) ή έσκορτ (ευχάριστη έκπληξη). Αυτά τα λίγα περί συγκριτικής μπουρδελολογίας (όλα για την επιστήμη)

  1. Συγκρίσεις προς τα κάτω

α. απο μαυρο το μαλλι εγινε πιο καστανοξανθο,κοντο και η ιδια απο φτηνη πουτανα εγινε πιο classy και στουντιοκοριτσο.
β. Πουτανα που θελει να ¨λεγεται¨ στουντιοκοριτσο φορεσε Διπλο Προφυλακτικο σε πελατη!!
Καποιος πρεπει να της πει οτι λογω της γαμημενης της τριβης οι πιθανοτητες να σπασουν τα προφυλακτικα ειναι πολυ μεγαλυτερες....
γ. Απο φατσα καυλοφατσα!Ανετα θα μπορουσε να ειναι στουντιοκοριτσο και βαλε.. Δυστυχως εδω σταματανε και τα καλα!

  1. Συγκρίσεις προς τα πάνω
    α. Από τα λιγα λόγια που ανταλλάξαμε στο σαλόνι, κατάλαβα ότι δεν είχα να κανω με ένα τυπικό στουντιοκοριτσο, αλλά με μια κοπέλα με χιούμορ, ερωτισμό και διάθεση να περάσει κ κείνη καλα όσο κ ο πελάτης. β. Ακομη δεν ειχα παρει χαμπαρι οτι ειμαι με στουντιοκοριτσο και οχι σίτι τουρ.
    γ. Να υποθεσουμε οτι ειναι πρων πουτανακι ;;;;;. Πρωην στουντιοκοριτσο! Τωρα αναβαθμιστηκε :P.

(Όλα τα παραδείγματα από διάφορα μπουρδελοσάιτ μέσω γούγλη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιαδήποτε ομάδα ή άτομο είναι κάτω έως πολύ κάτω των περιστάσεων.

- Είδες ο Ολυμπιακός; Πάλι τριάρα έριξε στο Αεκάκι...
- Όπα άραξε, με την σχολή τυφλών έπαιζε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναζιάρης που πάσχει από αγκύλωση στο δεξί, ο κάτι παραπάνω από σκατόψυχος και μπατσόψυχος. Αυτός που όχι μόνο ακολουθεί μια ακροδεξιά έως νεοναζιστική ιδεολογία, αλλά έχει και αντίστοιχη ψυχή, που οδηγεί το θυμικό του στο να χιτλεριάζει.

  1. Στα τσακιδια χιτλεροψυχοι. Ειχαμε τους κλεφτες πολιτικους που εχαιραν ασυλιας. Τωρα θα εχουμε και μπραβους πολιτικους που θα δερνουν; (Εδώ).

  2. Αλήθεια, μόνο χιτλερόψυχοι και δωσίλογοι μπορούν να υποβαθμίζουν ή να δικαιολογούν την ανείπωτη φρίκη της Τελικής Λύσης, που περιλάμβανε και πολλούς Ελληνες, Ισραηλίτες και μη, ή τις αλλεπάλληλες μαζικές σφαγές Ελλήνων αμάχων από τις κατοχικές δυνάμεις του Αξονα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός - ή που είναι λούμπεν.
Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως πονηρούλη.

Μεγάλη λουμπίνα ο υπουργάκος...μας έσκισε στους φόρους.

Got a better definition? Add it!

Published

Προσφώνηση για κορίτσι που, σύμφωνα με την παράδοση, δεν έχει όνομα μέχρι να βαφτιστεί. Το αγοράκι αντίστοιχα ονομάζεται «μπέμπης». Πιο παλιά οι χριστιανοταλιμπάν υπάλληλοι του ληξιαρχείου έκαναν τα στραβά μάτια και άφηναν κενό το όνομα του παιδιού όταν το δήλωναν οι γονείς του. Δεν ξέρω αν είναι διαδεδομένο αυτό το φαινόμενο και σήμερα.

Φέραμε τα παιδιά, τον Γιάννη, τη Γωγώ και την Μπουμπού με το λεωφορείο στο χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified