Further tags

Χαρακτηρισμός γυναίκας, που από το λαιμό και κάτω λαμβάνει βαθμολογία άριστα αλλά που από πρόσωπο δεν βλέπεται... Οπότε πετάς το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο...

-Καλά ε, η Πόπη είναι και γαμώ τις γκόμενες..τν ξέσκισα χθες..;]
-Ναι, αλλά από μούρη...
-Γαρίδα, φίλε, γαρίδα..

Στα αγγλικάνικα λέγεται butterface εκ του "γαμάτο σώμα but her face..." (από Khan, 13/05/14)

Ακόμη: γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας που το παίζει σημαντική προσωπικότητα και ψάχνει διακαώς να ζει σαν μεγαλοαστή. Στην ουσία περιφέρεται σαν σούργελο. Η κακή έκφανση της κοκέτας. Κυρίως αναφέρεται σε μέσης ηλικίας γυναίκες.

- Για δες Γιάννη αυτήν εκεί πώς κουνιέται...
- Τον ξέρω τον ντιβανέ μωρέ... κάθε μέρα εδώ είναι με τον πουρόγερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σλανγκικώς και ως μετάφραση του αγγλικού «master». Λ.χ. για τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου Μάστερ. Ή για τον webmaster.
(Όπως αντίστοιχα «εργένης» ο κάτοχος bachelor, «δικτάτωρ», «αλέκτωρ» κ.ο.κ.)

  1. - Τι κάνει στην Αγγλία ο Νικόλας; Ακόμη εργένης είναι;
    - Έχεις χάσει επεισόδια. Τώρα είναι μάστορας! Σωστή μαστοράντζα, δηλαδή, και πάει για Δικτάτορας!

  2. (σε φόρουμ)
    - Με τις μαλακίες που γράφεις πας ολοταχώς για να σε κάνει μπανάκι ο μάστορας!

Γωγώ Μαστροκώστα. Η...... μαστόρισα  (από GATZMAN, 02/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος- μηχάνημα το οποίο έχει μία και μόνο λειτουργία: την παραγωγή σκατού. Τρέφεται, κοιμάται και χέζει, αυτό που λέγαν κάποτε μαμ, κακά και νάνι. Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε άτομα που διακρίνονται από υπερβολική τεμπελιά, δεν εργάζονται δεν κουνιούνται δεν παράγουν τίποτε εκτός από σκατά.

(Πατέρας στο γιο)
- Σήκω πάνω βρε ρεμάλι να πας να βρεις καμιά δουλειά! Όλη μέρα τρως και παίζεις playstation!
- Άσε μας ρε πατέρα, έχει ανεργία πού να βρίσκω δουλειά τώρα...
- Θα σου βρω εγώ δουλειά!
- Δεν πάω για 700 ευρώ το μήνα.
- Κι εγώ δεν τρέφω σκατομηχανές! Άμα δε βρεις δουλειά να φύγεις απ' το σπίτι!

Βλ. και σχετικό λήμμα σκατοκιμάς, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της σκοτεινής ατμοσφαιρικής μουσικής και γενικά της gothic κουλτούρας, ο γκοθάς. Βγαίνει από την αγγλική λέξη dark (σκοτεινός).

- Τι λες, πάμε Rebound σήμερα;
- Μπα, δε γουστάρω, έχει πολύ μελαγχολική ατμόσφαιρα και είναι γεμάτο νταρκάδες. Θα προτιμούσα πιο εύθυμο περιβάλλον.

Jeanne d\'Arc (από Hank, 01/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.

- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.

Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που κατά τις εξόδους τις ντύνεται εξεζητημένα, π.χ. ταγεράκι, σακάκι κ.α., κάθεται αμίλητη και πάντα σοβαρή στη θέση της και περιμένει τον πρίγκηπα του παραμυθιού.

- Θα έρθει και η Τάδε μαζί;
- Όχι ρε. Εκεί που θα πάμε θα έχει τρελό χορό. Τι να την κάνουμε τη συμπεθέρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την ευρύτερη έννοια, η γυναίκα γλάστρα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για μπουζουκομούνες.

(Το κλασικό παράδειγμα. Ο Χάρρυ Κλυνν ως Ελληνάρας «Βασίλης» είναι με τον επίσης Ελληνάρα φίλο του Γιώργο Παρτσαλάκη, και τρώνε τον αγλέουρα μαζί με δύο γκομενίτσες- γλάστρες. Τότε έρχεται στον «Βασίλη» η φαεινή ιδέα να πάνε για μπουζούκια):

-Πάμε ν' ακούσουμε Διγενή Αντύπα;
-Και δεν πάμε;
-Να πάρουμε και τα έπιπλα μαζί;
(Τις δείχνει μ' ένα νεύμα κι αυτές απελπισμένα):
-Αχ, ναι, πάρτε μας, πάρτε μας!

Η ατάκα στο 5:35. (από vikar, 02/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καρπαζοεισπράκτορας, που τις τρώει από όλους.

- Ο Κώστας ήταν το παιδί της σφαλιάρας στο σχολείο. Καλά του κάνανε όμως, γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του όλο μαλακίες πέταγε!

(από Desperado, 31/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published