Αυτός που φτιάχνει / λέει ψεμματάκια χωρίς λόγο. Όταν αυτό που διηγείται φαίνεται υπερβολικό.
Ψαράδες, κυνηγοί, γκομενοκυνηγοί κλπ.
Αυτός που φτιάχνει / λέει ψεμματάκια χωρίς λόγο. Όταν αυτό που διηγείται φαίνεται υπερβολικό.
Ψαράδες, κυνηγοί, γκομενοκυνηγοί κλπ.
Got a better definition? Add it!
Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.
Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!
Got a better definition? Add it!
Από τις λέξεις μαμ, κακά και νάνι.
Ο τεμπέλης άνθρωπος.
- Τι δουλειά κάνει ο Μήτσος ρε συ;
- Δεν το ξέρεις; Μαμκακανανύστας με πολλές προοπτικές!
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουπούκι, κουραδομηχανή, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.
Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Αρχικά, το κατακάθι που μένει αφού λιώσουμε το σουσάμι και πάρουμε το λάδι του. Τρώγεται μεν αλλά, κατά γενική ομολογία, είναι μια αηδία. Λέγεται επίσης και κούσβος.
Μεταφορικά, γυναίκα άσχημη και γρουσούζα.
... επί Κατοχής που μοσχοπουλούσαν την κιούσπα, δηλαδή τη μάζα που απέμενε από την επεξεργασία του σησαμιού. Μάλιστα ειρωνικά οι πωλητές φώναζαν: - Πάρε κιούσπα - μαύρο χαβιάρι! (από άρθρο του Γ. Σκαμπαρδώνη, εφημ. Μακεδονια, 18/05/08)
... το '41-'42, ήμασταν απ' τις πρώτες οικογένειες που χτυπήθηκαν από την Κατοχή. Πεινούσαμε -κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί. Και ήμουν ευτυχής αν ήταν πραγματικό ψωμί, γιατί συνήθως ήταν κιούσπα (ένα φριχτό πράγμα από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια). (από συνέντευξη του Ντ.Χριστιανόπουλου στο www.theschooligans.gr)
Μια γυναίκα που παρουσιάζει έντονη ανασφάλεια, αναποφασιστικότητα, νευρικότητα, και φλερτάρει με όλους, μπορεί και ΠΡΕΠΕΙ να γίνει στόχος κάθε μπάκουρα...«, δεν καταλαβαίνω γιατί ΠΡΕΠΕΙ! Δηλαδή σώνει και καλά πρέπει; Δηλαδή αν η τύπισα είναι περπιτσόλι, αν είναι κιούσπα; αν είναι φώκια; αν είναι πατσούρα; (με συγχωρείτε κυρίες μου για τις παραπάνω εκφράσεις) Πρέπει; (από www.mpakouros.net)
Got a better definition? Add it!
Published
Άτομο που έχει φύγει ένα τακ από το στάνταρ ούφο. Είναι απολύτως αλλού - είναι, δηλαδή, αλλούφο. Είναι δεδομένο ότι δεν προέρχεται από τον πλανήτη μας. Αλλά, είναι τόσο χαμένο στο διάστημα αυτό το άτομο που υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι και η επικοινωνία του με τον δικό του πλανήτη έχει διαταραχθεί.
Γιατί επέλεξε ο ποιητής να πει ότι αυτό το ούφο φοράει σκούφο; Μα, ακριβώς γιατί είναι ποιητής και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ομοιοκαταληξία. Εκτός κι αν είχε κατά νου τα στρουμφάκια.
Είναι δυνατόν κάποιος να είναι ακόμη πιο γεια σου; Η απάντηση είναι, ασφαλώς, ναι -και τότε το άτομο αυτό χαρακτηρίζεται ούφο με σκούφο και με φλογέρα. Φέρτε π.χ. στο μυαλό σας τον Ε.Τ., βάλτε του ένα σκούφο, δώστε του και μια φλογέρα - ε, για τέτοιο πράμα μιλάμε. Ένα στρουμφάκι (με φλογέρα) είναι καλή προσέγγιση.
Στην εκφορά της φράσης υπάρχει ένα savoir-faire. Σπανίως θα χαρακτηρίσουμε κάποιον ούφο με σκούφο και με φλογέρα απνευστί. Συνήθως, όταν ο συνομιλητής μας πει ότι κάποιος είναι ούφο εμείς θα υπερθεματίσουμε λέγοντας ... με σκούφο ... και αυτός θα υπερθεματίσει εκ νέου προσθέτοντας ... και με φλογέρα!.
Εν κατακλείδι, στην ερώτηση «γιατί με φλογέρα;» η μόνη ενδεδειγμένη απάντηση είναι «αυτό δεν είναι μια φλογέρα».
- Τι είπε ρε πάλι το άτομο ... Μας κούφανε ...
- Ε, τι περιμένεις ... αφού είναι γνωστό ούφο ...
- Ούφο με σκούφο ...
- Και με φλογέρα ... ό,τι νάναι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με τη λέξη αυτή (αυτό) προσδιορίζονται στη νεότερη εποχή τα μέλη συμμοριών (κυρίως στις ΗΠΑ). Το δεύτερο συνθετικό (-banger), προέρχεται από τη λέξη bang η οποία, στην ίδια αρκγό, σημαίνει πυροβολώ/πυροβολισμός.
Η παλαιότερες λέξεις Gangsterκαι Mobster (δεκαετίες ’20 και ’30), υποδήλωναν μέλος συμμορίας με «γνώση του δρόμου», γατόνι, άνθρωπο με άκρες. Χωρίς φυσικά οι εκφράσεις αυτές να αποκλείουν τη βίαιη συμπεριφορά, αναφέρονται ως επί το πλείστον στο οργανωμένο έγκλημα, δηλαδή στη λειτουργία της συμμορίας με καθαρά οικονομικούς στόχους.
Στη δεκαετία του ’80, με την επικράτηση των συμμοριών κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές του Los Angeles (περιοχές inner-city όπως το Compton και το Νοτιοανατολικό LA), στη σχετική αργκό επικράτησε το Gangbanger, για να υποδηλώσει εξαιρετικά βίαιο άτομο ή μέλος μιας βίαιης συμμορίας.
Η βασική αντίθεση με την έννοια του Gangster, έγκειται στο ότι ο βασικός σκοπός των συμμοριών αυτών ήταν η επικράτηση επί των αντιπάλων με συχνή και αλόγιστη χρήση όπλων, πολλές φορές χωρίς οικονομικό κίνητρο.
Τουρίστες στο LA:
- Αυτοί στη γωνία είναι Gangster;
- Gangster; Σιγά μην είναι ο Al Capone και η παρέα του! Αυτοί φίλε είναι Crip Gangbangers και σταμάτα να τους χαζεύεις! (βλ. φωτό)
Στίχοι από το «I check my Bank» του Sir Mix-a-Lot:
But boom, look at all the niggaz runnin’ out the room,
Just another soldier causin’ doom,
No I don’t bang but I like to wound... my enemy
Got a better definition? Add it!
Επίθετο που χαρακτηρίζει άτομα που «γαυγίζουν αλλά δεν δαγκώνουν».
- Κοίταξε να δεις κουρτσούλι μου, άμα έχεις κάποιο πρόβλημα με την πάρτη μου και τραβάς μεγάλα ζόρια από 'δω έως το χωριό σου..., να πας να σε κοιτάξουν! Γιατί αλλιώς θα τα πάρω στη κράνα και θα γίνει...
- ΟΥΣΤ ρε μαντρόσκυλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified