Further tags

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται από τους επαρχιώτες για να περιγράψει μια μεγάλη παρέα Αθηναίων. Οι επαρχιώτες βέβαια δεν δυσκολεύονται να καταλάβουν την καταγωγή των πρωτευουσιάνων, καθώς έχουν μεταξύ τους σίγουρα και μερικούς emo, αν είναι νέοι, και μερικούς εκνευριστικούς σπασαρχίδηδες που σχολιάζουν την παραμικρή έλλειψη αθηναϊκης άνεσης που παρατηρούν (ούτε ένα internet cafe ρε γαμώτο δεν υπάρχει σε αυτό το σκατοχώρι;). Γενικά, αν και στα τουριστικά μέρη οι άνθρωποι ζουν από κάτι τέτοιους, δεν έχουν κατορθώσει να τους συμπαθήσουν ποτέ.

- Και εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήσυχα στην ταβέρνα του κυρ-Λάζαρου, σκάει μύτη το νέφος και πάει όλη η ηρεμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακογουστιά στον υπέρτατο βαθμό, στερούμενη ωστόσο της γοητείας που το κιτς μπορεί ενίοτε να επιφέρει (kitsch value).

Παραδείγματα: Οι 4 Εποχές του Βιβάλντι, οι πανταχού παρόντες και πανομοιότυποι πίνακες του Σταθόπουλου και του Μυταρά (με «προσωπικές» μάλιστα αφιερώσεις), κεραμίδια πάνω στους τσιμεντόλιθους, το νυχάκι στο μικρό δάχτυλο για να ξύνουμε και να ξυνόμαστε, τα Cohibas, η ανδρική καδένα φάκα ντόρο, κοκ)

- Άτσα ο Νώντας με την Cayenne και το φυμέ τζάμι!

(από Vrastaman, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια προσπάθεια, συνήθως μεγαλεπήβολη και με καλή πρόθεση, η οποία όμως στέφεται με απόλυτη και οικτρή αποτυχία. Το αποτέλεσμά της είναι αποκρουστικό, κιτσάτο και καταγέλαστο. Πολλές φορές οι δημιουργοί της εν λόγω παπαριάς δεν έχουν επίγνωση του ανουσιουργήματός τους.

Παραδείγματα: τα περισσότερα έργα του Καλατράβα, η Ροζ βίλα της Εκάλης, η μουσική του Σπανουδάκη, το κόμμα του Αβραμόπουλου, η Γενιά του Πολυτεχνείου, η επιχειρηματολογία του Κεντέρη και της Θάνου το 2004, κ.ο.κ.

- Ο Πρωθυπουργός είπε ότι θα πάει το μαχαίρι στο κόκκαλ(η).
- Παπαριές καμαρωτές!

(από pavleas, 19/01/09)

Βλ. και αρλούμπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία δείχνει ότι κάποιος δεν ενδιαφέρεται, είναι επιπόλαιος ή αδιάφορος.

Συνδιάζεται και με την προσθήκη και απάνω τούρλα και γίνεται «ζαμάν φου και απάνω τούρλα».

- Ο Γιώργος αγόρασε σπίτι στο βουνό.
- Μα χρωστάει και της Μιχαλούς ...
- Καλά αυτός είναι ζαμάν φου.
- Ναι, ζαμάν φου και απάνω τούρλα!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

βλ. και ζαμανφού, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μίζα. Πρόκειται για αναγραμματισμό του Siemens, της γνωστής γερμανικής εταιρείας λιπαντικών.

Η βουλευτική ασυλία επιχειρεί να αποκρύπτει το έτερο αναγραμματισμό της λέξης miesens, nemesis, εκ του «νέμω δίκαια» που σημαίνει «θεία δίκη».

- Το τελικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 δεν έχει ακόμα υπολογισθεί!
- Miesens, γαρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θλιβερά αξιοθρήνητο άτομο ή ζώο, όταν βλέπεις ένα αλλάζεις πεζοδρόμιο. Αποτελεί τον τελευταίο κρίκο της δια(σ)τροφικής αλυσίδας.

Εκ των κοπρίτης και αλητάμπουρας.

Ασίστ: Vrastagirl.

Εγώ δεν ήμουνα κοπριτάμπουρας, κοπριτάμπουρα μ' έκανες εσύ...

its a doggy-dog world (από Vrastaman, 31/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.

Εκ των μουνί και λύσσα.

- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.

- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!

(από Khan, 22/02/15)(από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός. Χαζοβιόλης, χοντροκέφαλος και αδέξιος - όλα μαζί.

Προέρχεται από τη λέξη baucco της Βενετσιάνικης διαλέκτου. Στα Βενετσιάνικα απαντάται και ως bauco και baucoto. Στα Ελληνικά έχει περάσει και ως μπαούτσος με παραφθορά της ορίτζιναλ προφοράς.

Καλά, είστε μπαούκοι μεγάλοι και οι δυο σας... Είναι ποτέ δυνατόν να χωρέσει κοτζάμ ντουλάπα από αυτή την πορτούλα... Πρέπει να την λύσετε... θα μου γκρεμίσετε το σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified