Ο υπερβολικά αδύνατος, ο κοκκαλιάρης, ο σκελετωμένος. Έχει ασκητική μορφή.
- Πώς είσαι ετσι βρε;
- Πώς είμαι δηλάδή;
- Λίγκρος. Πετσί και κόκκαλο κατάντησες βρε καημένε. Φάε λίγο. Θες να σε πάρουν τα σκυλιά στο κατόπι;
Ο υπερβολικά αδύνατος, ο κοκκαλιάρης, ο σκελετωμένος. Έχει ασκητική μορφή.
- Πώς είσαι ετσι βρε;
- Πώς είμαι δηλάδή;
- Λίγκρος. Πετσί και κόκκαλο κατάντησες βρε καημένε. Φάε λίγο. Θες να σε πάρουν τα σκυλιά στο κατόπι;
Got a better definition? Add it!
Ο ατσούμπαλος, ο απρόσεχτος, ο τετράπαχος, αλλά και αυτός που αράζει σε κάθισμα, καναπέ, κλπ σαν σταβοχυμένος λουκουμάς.
- Α ρε Βουιδούμπαση. Περνάς και δεν προσέχεις τίποτα γύρω σου. Είδες πόσα πράγματα έσπασες;
Got a better definition? Add it!
Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.
Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.
- Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;
(Διάλογος στον στρατό)
- Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
- Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!
Got a better definition? Add it!
Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.
- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο του φρικιό, όταν αναφέρεται σε ανάρχες της κατηγορίας μπάχαλος, μπαχαλάκιας. Βλ. και φρίκουλο.
Νταξ, μπορεί να είναι φρίκος και να σπάει και κάνα ΑΤΜ πού και πού, αλλά κατά βάθος είναι καλό παιδί κι εργατικό.
Got a better definition? Add it!
Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.
Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!
Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Ο βλάχος που κατέβηκε απο το χωριό του και (προσπαθώντας αποτυχημένα να κρύψει την καταγωγή του) το παίζει γαμπρός, γκομενιάζει, ντύνεται σαν το καρναβάλι κλπ.
Παντού υπάρχει ένας κλαρινογαμπρός.
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το ισπανικό chulo, -a που σημαίνει όμορφος / -η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς.
Είμαι μια τσουλίτσα...
Got a better definition? Add it!
Πορτοφολάς.
«Δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία... » : παλαιό τραγούδι.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ταρίφα-ταρίφα. Προέρχεται από παραφθορά γνωστού νησιώτικου τραγουδιού. Λέγεται κυρίως όταν μια νηοπομπή ταρίφηδων περνά από κομβικά σημεία αλιεύσεως πελατών.
- Τάρι Τάρι Τάρι Τάρι, γέμισε ο τόπος Τάρι.
Τάρι Τάρι Τάρι Τάρι να μας παίρνανε μακάρι
- Βγήκαν οι Τάρι παγανιά
Got a better definition? Add it!