Further tags

Ο αμερικάνος κοροϊδευτικά. Δες και αμερικλανιά.

  1. Ά γειά σου. Γιατί άμα έκανε κανένας Αμερικλάνος φοιτητής συστήματα, παραγώγους, διαφορικές και τα κέρατά του, εγώ το κάνω μπάφο το Ptychion Iatrikes-diploma, κι ας έχει και χάλια γεύση... (από το διαδίκτυο)

  2. Γι' αυτές τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις ρίχνουν λάδι στη φωτιά στη Μ. Ανατολή τόσα χρόνια τώρα χρησιμοποιώντας ως μοχλό το σιωνιστικό κράτος, μέχρι να επιβληθεί με πόλεμο η παξ αμερικλάνα, οικειοποιηθούν τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου Ιράκ-Σ. Αραβίας και να πάνε γι' αλλού. (από το διαδίκτυο)

Δές και αμερικανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακας, τρόμπας, παπάρας.

Δες τι κάνει ο πουτσοκαλυγέρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ογκώδες αντικείμενο, συνήθως έπιπλο, που μας πλακώνει την ψυχή (από δω και η ετυμολογία), κάνει το δωμάτιο να φαίνεται πιο μικρό, μας δημιουργεί σφίξιμο και μας καταπιέζει.

Λέγεται και για ανθρώπους, ειδικά μεγαλόσωμους, όταν εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Λέγεται επίσης και για ανθρώπους μίζερους οι οποίοι, ίσως και χωρίς να κάνουν τίποτε, με την παρουσία τους και μόνο χαλάνε το κέφι σε μια παρέα και προκαλούν γενικό άγχος.

  1. - Δε με νοιάζει αν είναι καρυδένια η τρίφυλλη η ντουλάπα της θείας σου της Μαριάνθης ... δε με νοιάζει αν είναι κειμήλιο και αντίκα ... εγώ αυτόν τον πλάχτουρα στην κρεβατοκάμαρά μου δεν τον βάζω ... να μου κόβει όλο το φως ... και να πάει να με πάρει ο ύπνος και να τη βλέπω και να με πιάνει εφιάλτης ότι θα βγει από μέσα η θεία σου η Μαριάνθη ...

  2. - Φύγε απ' την κουζίνα, Αναστάση ... μην στέκεσαι έτσι από πάνω μου σαν πλάχτουρας ... κόβω τη σαλάτα και σερβίρω ... μη με αγχώνεις ...

  3. - Τι μας τον έφερες απόψε αυτόν τον Πελοπίδα, ρε κούκλα μου ... τι πλάχτουρας ειν' αυτός ... θρονιάστηκε στην πολυθρόνα μου, μια κουβέντα δεν είπε και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι μέχρι τι ώρα θά 'χει λεωφορείο το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η ανώτερη κατηγορία σε κάποιο άθλημα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι (γκόμενα, φαγητό, αυτοκίνητο, γκατζετάκι κλπ) το οποίο είναι τοπ από πλευράς ποιότητας και γενικά δεν συγκρίνεται.

Δεδομένου του ξεπεσμού του ελληνικού πρωταθλήματος, ο όρος έχει εκφυλισθεί προσφάτως και αντ' αυτού συνιστάται η χρήση παρεμφερών όρων όπως Premier League, Ligue 1, 1. Bundesliga, Serie A, SuperLiga, Primera Liga, Primera Division. Όλα αυτά είναι απείρως σοβαρότερα από την Α' Εθνική και προσδίδουν επιπλέον κύρος στο χαρακτηρισμό. Με μέτρο παρακαλώ.

1
- Πώς το είδατε το αυτοκίνητο κύριε Σκορδοπούτσογλου; Σας άρεσε;
- Α' Εθνική αδελφέ. Τύλιξε μου ένα να φύγω.

2
- Σου άρεσε το ιμάμι Νώντα μου;
- Α' Εθνική μανίτσα μου, Α' Εθνική. Γεια στα χέρια σου.
- Η μαμά μου το 'φτιαξε, αυτή να ευχαριστήσεις.
- Μού 'κατσε...

3
- Ωρε ένας κώλαρος. Α' Εθνική.
- Τι Α' Εθνική ρε μεγάλε; Αυτός παίζει Premier League και χτυπάει Champions League εύκολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η άντρας/γυναίκα που φλυαρεί ακατάπαυστα και απρόκλητα με θέματολογία που θα σκότωνε από πλήξη και έναν ψυχίατρο. Συνήθως τα κούρασελ άτομα δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε κοινωνική απομόνωση αφού κανείς δεν τολμά να τους πει ευθέως ότι του τα έχουν κάνει μπαλόνια.

Πω πω ρε φίλε, κούρασελ η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που χρησιμοποιούμε ειρωνικά για μία καθώς πρέπει κοπέλα που στην πραγματικότητα είναι ελευθέρων ηθών. Ενώ είναι παρθένα και όλοι το γνωρίζουν, αυτή βρίσκει τρόπους να κάνει σεξ από διαφορετικές οδούς, εξού και το τραγούδι "τι κι αν έχω περίοδο, γνωρίζω κι άλλη δίοδο", γνωστής λαϊκής καλλιτέχνιδος.

- Ρε κρατάς μυστικά; Χτες το έκανα με τη Ρένα... Τι να λέμε, παρθενάκι και πρώτη της φορά.. λεπτό το ζήτημα, καταλαβαίνεις τώρα...
- Με την ποια; Τη Ρένα που είναι απο μπρος παρθένα και απο πίσω μπαίνουν τρένα; Χαχαχα μπράβο ρε επιβήτορα παρθενοκυνηγέ, χαχαχα
- Ε άντε και γαμήσου ρε Φρίξο...

Για το λόγου το αληθές! (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος των τελευταίων, αυτός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, ο πρωτόγονος, ο χείριστος που ανήκει σε χαμηλότερη βαθμίδα συμπεριφόράς και εμφάνισης απο τον καγκουροκάγκουρα!!

  1. - Κοίτα τους αρούγκανους πώς την πέφτουν σε όποια γκόμενα περνάει... Έλεος!

  2. - Ήμασταν Σπέκτρα χτες που λες, φωνάζει κάποιος «Μάγκες ξύλο» και βγήκαν όλοι οι αρούγκανοι έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης παλληκάρι. Ο παλληκαράς, ο για τον πούτσο, ο τσολιάς, ο εκπροσωπών τα τρία κακά του έθνους: μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι, που λέει και η τοις πάσι πλέον γνωστή ρήση.

(βαριέμαι και να σκεφτώ παράδειγμα για την πάρτη του. Αυτοσχεδιάστε παρακαλώ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος νωθρός, κουραστικός, βαρετός και εξαντλήσιμος, που θυμίζει τον κλασικό παρακμιακό χοντρό σε αμερικάνικες ταινίες κολλεγίων της δεκαετίας του '80.

- Πέρασες καλά χτες με τον Τάκη;
- Τι καλά μωρέ; Αυτός είναι σκέτο κρέας. Στο μισάωρο πάνω έκοβα φλέβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified