Further tags

Αυτός που διψά για σπέρμα. Έχει αρνητική σημασία και αναφέρεται σε ανθρώπους που θα έκαναν τα πάντα για λίγο σπέρμα. Στο αρσενικό γένος αναφέρεται στους ομοφυλόφιλους, ενώ για το θηλυκό ο αντίστοιχος όρος είναι η σπερμοδιψίς.

- Τώρα τελευταία έχεις γίνει και πολύ σπερμοδιψής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπελίτσα που τρίβεται στους άντρες και τους αφήνει προκλητικά υπονοούμενα. Τώρα, το αν δίνει γλυκό, αυτό είναι άλλη ιστορία...

- Τι σου έλεγε η μικρή;
- Ότι έχει φετίχ με τις πατούσες, και με ρώταγε που μπορεί να βρει τέτοια βίντεο στο ίντερνετ...
- Α το νυμφίδιο, όλο κάτι τέτοια λέει... Ε ρε και να την βάλω κάτω, θα της σκίσω την πατούσα!

Χάριν παιδιάς (από Khan, 23/09/10)Βλάσης Μπονάτσος - Λολίτα το νυμφίδιο (Απαράδεκτοι) (από Cunning Linguist, 28/10/12)

Δες και λολίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρώμικος, αυτός που είναι λερωμένος.

- Πώς είσαι έτσι ρε μέσα στα χώματα. Τελείως λέτσος.
- Τι να κάνω ρε, έπαιζα μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τυπάκι που φοράει συνέχεια φαρδιά ρούχα, 2 νούμερα μεγαλύτερα, ανεξάρτητα απ' το αν ακούει χιπ-χοπ ή όχι.

- Αυτός δεν θα φορέσει ποτέ ρούχα που να του στέκονται κανονικά. Αυτό το παντελόνι που φορά είναι σαν σακί.
- Μπα, δεν τον βλέπω να αλλάζει ντύσιμο. Αυτός είναι ορκισμένος φαρδύς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ομοφυλόφιλο, συνήθως έναν που του αρέσει περισσότερο να τον τρώει παρά να τον δίνει.

- Γεια σας, παιδιά.
- Φύγε απο 'δω, ρε πουτσογλείφτη, μας την σπας και μόνο που σε βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλώδης τύπος, αυτός που αν για κακή σου τύχη σε δει, σου ζαλίζει τ' αρχίδια μέχρι να πεις ήμαρτον (ή τουλάχιστον μέχρι να καταφέρεις να ξεγλιστρήσεις με κάποιον εύσχημο τρόπο).

Πέρα από χαρακτηρισμός προσώπων, ο πόνος εκφράζει και ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις .

  1. - Τον έχεις γνωρίσει τον Παναγιώτη;
    - Όχι...
    - Τυχερέ!
    - Γιατί; Ποιος είναι;
    - Είναι ένας πόνος, άλλο πράμα!

  2. - Πώπω, τι πόνος ήταν αυτός! Μιάμιση ώρα να τρώμε στη μάπα τη συναυλία του Παπαδημητρίου; Έλεος!
    - Άσε που ο Θηβαίος τραγουδούσε σαν ανεμιστήρας με άρθρωση! Πάντως καλά εμείς που πληρωνόμαστε και τον υποφέρουμε... Οι άλλοι που βγάζουν και εισιτήριο, τι ναρκωτικά παίρνουν;!

(από Galadriel, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτικός όρος, κυρίως στην πόκα. Ο άνθρωπος ο οποίος μονίμως χάνει. Με τα λεφτά του κινείται το καρέ.

- Πενήντα ευρώ.
- Τα πενήντα και άλλα πενήντα, να γίνει ένα κατοστάρικο στρογγυλό.
- Τα βλέπω, μέσα. Τρεις βαλέδες έχω.
- Σόρυ, φουλ της ντάμας ...
- Καλά, ρε Καραμήτρο, πού πας με τρεις βαλέδες ... δε βλέπεις ότι έχει δυο ντάμες κάτω ... μια ακόμη νάχει στο χέρι του κερδίζει, δε χρειάζεται καν το φουλ ... αλλά μια ζωή αιμοδότης είσαι ... και πληρώνεις και δε μαθαίνεις ... - Έλα, να μη μιλάνε οι απέξω ... ποιός κάνει φύλλα;

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά βάση, ο ζιγκολό. Νεότερος, συνήθως, σε ηλικία άνδρας ο οποίος εξυπηρετεί σε σταθερή βάση τις ερωτικές ανάγκες ώριμης σχετικά κυρίας αντί οικονομικού ή άλλου ανταλλάγματος - λέγεται και επαγγελματίας ή επ' αμοιβή πουτσοδότης.

Καταχρηστικά, και ειρωνικά, ο όρος χαρακτηρίζει και το σπυριάρικο πιτσιρίκι που του έκατσαν το καλοκαίρι δυο σταφιδιασμένες τουρίστριες και έκτοτε το έχει δει και οι πρώτος γαμίκουλας.

Εθελοντής πουτσοδότης, αντιθέτως, λέγεται ο καλός φίλος - πολλές φορές, παιδικός φίλος - στον οποίον μια γυναίκα προστρέχει για έναν πούτσο μια στις τόσες, χωρίς προκαταρκτικά και χωρίς περαιτέρω, όταν η παρατεταμένη αγαμία αρχίζει να την ενοχλεί. Το αντίστοιχο του αγγλικού fuck buddy.

  1. - Καλά ρε, πού τη βρήκε τη Χάρλεϊ ο Κωνσταντίνος; Φιλόλογος είναι ...
    - Καλά, πού ζεις ρε ούφο; Το άτομο έχει κάνει καριέρα πλέον ως επαγγελματίας πουτσοδότης - έχει τώρα την κυρία Χατζημπαρμπούτσαλου, την ταΐζει, την ποτίζει και αυτή τα στάζει κανονικά ...
    - Ναζωραίος ο Κωνσταντίνος ...

  2. - Το Πάσχα πάω Στοκχόλμη Ιντερέιλ - πάω να δω την Ίνγκα και θέλει, λέει, να με γνωρίσει και σε μια φίλη της και προβλέπω φάση χοντρή τριφασική ...
    - Μπράβο, ρε Τζόνι, πουτσοδότη ... διότι και τι θα έκανε ο γυναικείος πληθυσμός της Σκανδιναβίας χωρίς εσένα ...

  3. - Α, η Ειρήνη είναι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα. Μένει μόνη της, έχει την ησυχία της, καλή δουλίτσα, δικό της αυτοκίνητο ... έχει και τον προσωπικό της εθελοντή πουτσοδότη ... δεν την βλέπω να θέλει να μπλέκει με σχέσεις και με τέτοια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν κάνει τίποτα στη ζωή του και ζει από τα λεφτά της μαμάς και του μπαμπά. Ασχολείται όλη μέρα με το ξύσιμο των όρχεών του. Αντίστοιχο για τις κοπέλες είναι το ξυσομούνα.

- Καλά, αυτός όλη μέρα σπίτι του είναι! Μιλάμε για μεγάλο ξυσαρχίδα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified