Further tags

all time classic περιγραφή, της γυναίκας που τις αρέσει πάρα πολύ το καυλί. Αυτή που τρελαίνεται για το σεξ, που δεν το χορταίνει ποτέ, που αν ήταν εφικτό θα είχε κάθε στιγμή μέσα στη μουνάρα της μια τεράστια κρεατόβεργα (κυριολεκτικά μουνάρα, γιατί από τις τόσες πολλές ερωτικές εμπειρίες, το «μουνάκι» της έχει «ξεχειλώσει» σαν πορνοστάρ).

Η νυμφομανής, η ψωλομαζεύτρα.

Μου αρέσει πολύ η Ματίλντα, αλλά δεν γίνεται να κάνεις δεσμό μαζί της, αυτής της αρέσει να γαμιέται μόνο. θέλει να ξεσκίζεται πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, το μυαλό της είναι συνέχεια στο γαμήσι, δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο... είναι μεγάλη ψωλού.

βλ. και πεού, η, βυζού, η, σκατού, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε τύπος που το παίζει πολύ μάγκας και προσπαθεί να περάσει στον υπόλοιπο κόσμο την εικόνα του ωραίου, του σκληρού και του πετυχημένου. Συνήθως έχει μεγάλη ανασφάλεια σχετικά με το τι πιστεύουν οι άλλοι γι' αυτό εξ ου και η πολύ αεράτη συμπεριφορά του. Λέγεται αλλιώς και τζάμπα μάγκας.

- Αυτός ο μαλάκας είναι συμμαθητής μου και πουλάει μαγκιές σ' όλο το σχολείο, αλλά και σε μένα κάνει μαλακίες. Θα τον γαμήσω καμιά μέρα...
- Μπα, άστον ρε, εγώ τον έκοψα απ' την φάτσα, χαζόμαγκας είναι. Μια σπρωξιά να του δώσεις θα σταματήσει να τα κάνει αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος νομίζει οτι είναι και καλά ραπ, επειδή ακούει 50 Cent και Goin' Through, φοράει πέντε αλυσίδες, καπέλο του μπέιζμπολ, φανέλα ΝΒΑ και παντελόνι τόσο φαρδύ που χωράει και στο ένα μπατζάκι. Συχνάζει σε μπιλιαρδάδικα και καφετέριες όπου προσπαθεί μονίμως να επιδεικνύεται πουλώντας μούρη σ' όλον τον κόσμο (και κυρίως στις γκόμενες).

- Άσε ρε, χτες ξενέρωσα πολύ. Πήγα με την γκόμενα για καφέ και στο δίπλα τραπέζι καθόταν μιά παρέα Κινέζικα ραπόνια. Μου τα πρήξαν, σου λέω. Όλη την ώρα μιλάγαν για το καινούριο βίντεο κλιπ των Goin' Through.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ένα άτομο υπερβολικά χοντρό.

- Ρε μαλάκα, σταμάτα να τρως πιτόγυρα κάθε μέρα. Θα γίνεις πατσάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός χαρακτηρισμός γιά ένα άτομο με διανοητική καθυστέρηση. Χρησιμοποείται επίσης και για άτομα υπερβολικά χαζά και ανόητα.

- Ποια είναι αυτή ρε;
- Η κυρα-Φωτούλα. Γειτόνισσά μου είναι. Καημένη κι αυτή...
- Γιατί;
- Γιατί ο μοναχογιός της είναι μπαμπαϊας, ρε συ. Πολύ την λυπάμαι.

Από υπαρκτό πρόσωπο στην Καβάλα, βλέπε σχόλια εδώ. Άλλοι ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.

- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει γρι Αγγλικά, αλλά προσπαθεί να κολλήσει σε οποιαδήποτε κουβέντα πετώντας κουφές λέξεις/φράσεις greeklish καταφέρνοντας μόνο να γίνει ο περίγελος της παρέας.

Η φράση προέρχεται από πραγματικό περιστατικό που ακούστηκε πρόσφατα σε συζήτηση σχετικά με την δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Prison Break». Ο τύπος που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του όρου, πετάχτηκε σαν σφηνόπουτσα στην κουβέντα λέγοντας: «Παιδιά, βλέπετε κι εσείς πρίζο μπρέι;;». Έκτοτε έχει γίνει επίσημα slang όρος.

- Χάι μωρό. Μάι νέϊμ ιζ Μήτσος εντ άι σπικ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ! Κεράσει ποτό;
- Πώπω ρε φίλε! Τι πρίζο μπρέι είσαι συ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που, λόγω της έλλειψης χάρης και συντονισμού των διαφόρων μελών του σώματός του, αποτελεί μία κινούμενη καταστροφή, ένα ατύχημα που περιμένει να γίνει (an accident waiting to happen για τους αγγλομαθείς του σάιτ). Συνώνυμο του καρακλάμζοβιτς (εκ του αγγλικού clumsy με μία εσάνς Βαλκανίων).

- ...και είμαι τώρα στην καφετέρια με το γκομενάκι και το ψήνω και της λέω το ανέκδοτο με τον παπαγάλο και τον Χριστό και πάνω που κάνω την κίνηση για να δείξω ότι στον απέναντι τοίχο είναι ο Εσταυρωμένος, είναι από πίσω μου το γκαρσόν μ' έναν δίσκο γεμάτο φραπεδιές και νερά και όπως κάνω το χέρι προς τα πίσω φεύγει ρε μαλάκα μου ο δίσκος στο πίσω τραπέζι και γίνονται όλοι κώλος. Και βέβαια σηκώνεται το Μαράκι και την κάνει, έτσι;...
- Ε, είσαι πολύ ατσούμπαλος ρε Λέλο. Πού πας ρε Καραμήτρο; που θες και γκόμενα...

Δες και αρούβαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποείται για τον τύπο ανθρώπου που έχει αρχίσει να τα χάνει και συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Επίσης μπορεί να προσδιορίσει και μια κατάσταση.

  1. Καλά ο Φρίξος κάνει συνεχώς παπαριές το άτομο... είναι εντελώς ντουμπρουτζάζ!

  2. Η φάση εδω μέσα είναι εντελώς ντουμπρουτζάζ, ούτε που καταλαβαίνω τι γίνεται!

Βλ. και σχετικά ντουβουρτζάς, ντουβρουτζάς, καθώς και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα/κοπέλα που τον έχει φάει άπειρες των απείρων φορές, τόσες που το μουνί ή ο κώλος της έχουν γίνει σαν σήραγγα τρένου, εξού και ο χαρακτηρισμός.

- Ρε μαλάκα, τό 'ξερες πως η Κατερίνα τον έχει φάει;
- Μόνο μια φορά ρε συ, αυτή είναι τρένο, όλη η πόλη την έχει ξεκωλιάσει...

(από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified