Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.
- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!
Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.
- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!
Got a better definition? Add it!
κλάνω / κλασμένος: Αγνοώ κάτι, δεν δίνω σημασία.
Κλασμένος είναι αυτός που τον αγνοούν όλοι, που δεν τον υπολογίζουν. Συνώνυμο του χεσμένος.
- Ρε παιδιά, μιλάω, μη με κλάνετε...
- Της στέλνω αναπάντητες κάθε τόσο αλλά αυτή τίποτα. Κλασμένο με έχει.
Got a better definition? Add it!
Ο τέλειος βλάχος.
Πώς την είδε ο τραχανοπλαγιάς...
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο βλαχάκος που ψιλομαγκίζει.
Πάλι ρε μανούρα έκανε ο τσοπανοκαμπόης.
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τα γνωρίζει όλα, ο ξερόλας.
- Μα ποιος είσαι, ο φωτεινός παντογνώστης;
Σχετικά: WWW, ξερόλι, το, ξερολισμός, πανεπιστήμων / -ονας, που ξέρει τα πολλά κι ο νους του κατεβάζει, κινητή εγκυκλοπαίδεια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ψιλομαλάκας.
- Ίσα ρε με τον πίτουρα!
Προφανώς από το μαλακοπίτουρας, αλλά χωρίς το α' συνθετικό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καραφλός.
Καλώς τον φίλο μου τον ραφλάκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ψηλός και αδύνατος άνδρας.
- Πού πας ρε μαγκουρίλοοο;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Aυτός ή αυτή που κατά συρροή μπλέκει με τα λάθος άτομα.
Πού να σταυρώσω γκόμενο, αφού έχω τον μαλακομαγνήτη! Ο τελευταίος μού' σκασε ξαφνικά το παραμύθι πως ο γκουρού του τού είπε πως η σχέση μας βλάπτει την αύρα του!!
Got a better definition? Add it!
Εξαιρετικά καλός, ικανός σε κάτι, ασυναγώνιστος (δηλώνει θαυμασμό και επιδοκιμασία). Επιτατικά χρησιμοποιείται το ημίθεος, από τη γνωστή φράση του (θεού) Χάρρυ Κλυνν.
Είχαμε πάρει μεταγραφή έναν αφρικάνο σέντερ φόρ μαλάκα, που ούτε η μάνα του τον ήξερε, και αποδείχτηκε θεός. Χάρη σ' αυτόν πήραμε πρωτάθλημα.
Got a better definition? Add it!