Further tags

Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μηζύθρα.

- Σ' αυτό το μαγαζί δεν πάει ο κόσμος γιατί είναι γεμάτο πέτσακες και γίνονται παρεξηγήσεις και κάνουν φασαρίες συνέχεια!

(από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπελιά που αξίζει για π...τσο και συνήθως το αποδεικνύει έμπρακτα τακτικά.

- Μα είναι δυνατόν, τόσους μήνες η ΧΧΧΧ να είναι μόνη της;
- Άσε ρε φιλάρα, χάλασε ο κόσμος. - Και ξέρεις ε, αυτή έχει υπάρξει στο παρελθόν τρανή κρεβατογεμίστρα!
- Το φωνάζει ρε. Έχει κυβικά η γκόμενα.

Ζορμπάς: Όταν μια γυναίκα κοιμάται μόνη της, ντροπιάζει όλο το αντρικό φύλο (παράδειγμα, α γραμμή) (από GATZMAN, 22/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο skinhead, ο Χρυσαυγίτης.

Πάλι έγινε χαμός στα Εξάρχεια. Κάνανε διαδήλωση οι ανάρχες και τους την έπεσαν οι σκινάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός με το μεγάλο παχύ μουστάκι.

- Πήγαινε στοn γέρο απέναντι και πες του να μας ανοίξει την πόρτα.
- Αυτόν με το καπέλο ή τον άλλον που είναι σαν φώκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρωμόστομα, αυτός που βρίζει πολύ.

- Βρε το μαλάκα, τον αρχιδόπουστα, το κωλοπαίδι, γαμώ το μουνί που τον ξέρναγε και το σπίτι του ολόκληρο του ξεκώλη, του καριόλη, του γαμημένου...
- Ώπα ρε, κλείσ'τη χαβούζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από μειωμένη αντίληψη των όσων συμβαίνουν γύρω του.

- Α ρε πουθενάδες όλοι σας! Μισή ώρα σας φώναζα και κανείς σας δεν με πήρε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι στα Κρητικά.

- Ζεμίσαν πάλι τζέηδες τα Σφατσιά Μιχαλιό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποίος συνοδεύει γυναίκες που του αρέσουν αλλά δεν κάνει σεξ μαζί τους και περιορίζεται στο μπαλαμούτι, συνήθως γιατι δεν του κάθονται.

- Αν δεν μου καθίσει κι απόψε η Ιουλία, δεν ξαναβγαίνω μαζί της... Βαρέθηκα να κάνω τόσον καιρό τον αγκαλίτσα!

Δεν ξέρουν τι θέλουν γι\' αυτό δεν του κάθονται. (από Galadriel, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικότατη έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες στους τεκέδες για άτομα που θεωρούσαν ψευτόμαγκες και ψευτονταήδες.

- Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στις γυναικοπαρέες και δηλώνει τον άνδρα με μεγάλο μόριο.

- Είδα τον Τάκη στην παραλία να κάνει μπάνιο γυμνος και πιστεψέ με Μαίρη μου είναι μεγάλος πιτσαράς!

Είναι και το βασικό λολοπαίγνιο στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου "Delivery", όπου πρωταγωνιστεί πιτσαράς με μεγάλο μόριο. (από Khan, 12/02/14)(από Khan, 29/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified