Further tags

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που όταν ο Θεός έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα. Το γεια σου άτομο.

- Άκουσες τι είπε;
- Εντελώς φεύγα το παιδί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσακ Νόρις, Chuck Norris

Το λέμε για κάποιον ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του πολύ γαμιά. Βγαίνει από τον γνωστό αμερικάνο ηθοποιοί και τα πασίγνωστα ανέκδοτά του.

-Πήδηξα έναν μούναρο χθες!!
-Σιγά ρε Chuck Norris!

Everything blends except Chuck Norris. (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται από το τζάμι (επιφώνημα σε περιπτώσεις τελειότητας), και το γαμάτος (που χρησιμοποιείται σε ίδιες περιστάσεις).

-Τζαμάτος ο γκόμενός της! Θεός!

Βλ. και τζαμάουα, τζαμιροκουάι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς / η τύπισσα που είναι πάρα πολύ άσχημος / άσχημη και ντύνεται με ρούχα τα οποία δεν του ταιριάζουν.

-Πώς είναι έτσι αυτός ρε; Κοίτα φάτσα και πώς ντύνεται έτσι; Δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πριν βγει απ' το σπίτι;
-Μην την ψάχνεις, είναι μπαζόμπαζο ο τυπάς.

Βλ. και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός του κατακαημένος.

  2. Ο ντυμένος με κουρέλια, ρούχα που έχουν ξεφτίσει και πιθανώς και ο Νώε να τα είχε φορέσει επίσης...

  1. -Τον παράτησε και έφυγε με τον καλύτερό του φίλο...
    -Ε, τον καρακαμένο τι έπαθε!

  2. -Πώς γυρνάει ρε μ' αυτά τα κουρέλια, σαν καρακαμένος!

Βλ. και καμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άριστες επιδόσεις στο σεξ και τραβάει όλες τις γκόμενες πάνω του.

- Φαίνεται πως ο Τάκης είναι πολύ γλυκοτσούτσουνος. Δεν υπάρχει γκόμενα η οποία να μην του κολλάει. Τι διάολο κάνει στο κρεβάτι και έχει τέτοια πέραση, δεν καταλαβαίνω...
- Ζηλιάρη!

Βλ. και φαρμακοπούτσης - γλυκοψώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον τραβάνε από τη μύτη οι γυναίκες, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση.

- Ρε συ πού εξαφανίστηκε ο Γιώργος τελευταία;
- Άσε, έμπλεξε με μια γκόμενα και έχει χαθεί απ' όλους και απ΄όλα! Μιλάμε για μεγάλο μουνοτρέχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρή ηλικιακά κοπέλα η οποία φαίνεται ότι σε μερικά χρόνια θα γίνει γκομενάρα / γκανιάν / Τσάμπιονς Λιγκ.

  1. - Ρε συ η αδελφή του Μάκη είναι μεγάλο ταλέντο. Σε λίγα χρόνια θα παίζει Τσάμπιονς Λιγκ.

  2. - Ρε τη θυμάσαι τη Λίτσα απ' το σχολείο; 100 κιλά έχει γίνει. Κρίμα και ήταν μεγάλο ταλέντο κάποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο φουσκωτός τύπος που έχει κάνει το αμάξι του club λαϊκών τραγουδιών και ενοχλεί περαστικούς με την μουσική στην διαπασών.

-

(από Khan, 05/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published