Further tags

Αυτή που δίνει κώλο αβέρτα.

-Φοβερή κωλού η Τιτίκα, ε;
-Πού το είδες, ίσα-ίσα, μου φάνηκε ότι έχει μικρό κωλαράκι...
-Δεν εννοώ το μέγεθος ρε άσχετε!
-Αλλά;
-">&*%$¨|@

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο εμπνευσμένο από την επικαιρότητα (βλ. Χρήστος Ζαχόπουλος, 2008). Έτσι αποκαλείται ο κατά βάση ασχημάντρας που χρησιμοποιεί την όποια εξουσία έχει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Συνήθως το ερωτικό κάλεσμα απευθύνεται σε υφιστάμενες υπαλλήλους του.

Μπορεί επίσης έτσι να αποκαλείται και ο ιδιαίτερα ευτραφής ερωτύλος που του αρέσουν οι πίπες αλλά και ο αποτυχημένος αυτόχειρ.

  1. - Ρε τον Ζαχόπουλο, πώς έβγαλε και πιτσιρίκα με τέτοιο χάλι; - Τι να πεις; Μεγάλο αφροδισιακό η εξουσία.

  2. - Καλά, ο κουτός, πήγε να αυτοκτονήσει κι ήταν ληγμένα τα χάπια; Ζαχόπουλος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρουσούζης.

Επίσης: γκαντέμω, γκαντέμικο.

Ο Μητσοτάκης λένε ότι είναι μεγάλος γκαντέμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ειδικεύεται σε όλα τα παιχνίδια με (ή για) το πέος.

- Λίγα τα λόγια σου για την Κάτια. Είναι μεγάλη πεού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βλ. λήμμα πιπού

βλ. λήμμα πιπού

(από Vrastaman, 25/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.

- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.

- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified