Further tags

Η Ελλάδα ως τόπος υποτέλειας, (νεο-)ραγιαδισμού, νέας αποικιοκρατίας, ενδοτισμού και μειοδοσίας σε εθνικά θέματα. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ελληνάρες και e-λληνάρες, αλλά και άλλους που ασκούν κριτική στο ξεμνημούνιασμα της Ελλαδούλας. Εκ του τουρκικού raya, που σήμαινε τον χριστιανό υπήκοο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και κατ' επέκταση κάποιον με δουλοπρεπή στάση, και του συνηθέστατου σε εθνικούς αυτοφαυλισμούς -στάν.

  1. Merkel: Θέλουμε την Ελλάδα να σταθεί γρήγορα στα πόδια της. Ως 17ο ομοσπονδιακό αποικιακό ραγιαδισταν τις Γερμανίας. (εδώ)

  2. Σ' ένα σοβαρό κράτος, κι όχι σ' ένα λεηλατημένο και ξεπουλημένο μπουρδέλο όπως το ραγιαδιστάν.
    Στο ραγιαδιστάν δεν μας φτάνει μόνο το γελοίο και παντελώς ανίκανο κράτος, δεν μας φτάνουν τα πουλητάρια που εμείς οι ίδιοι «νομιμοποιούμε» για να μας καταδυναστεύουν, έχουμε από πάνω και τις ορδές των ανεγκέφαλων για να παίζουν τον ρόλο μιας ιδιότυπης Κου Κλουξ Κλαν, η οποία, όπως συμβαίνει με όλα τα ελληνικά καραγκιοζιλίκια, αν και ουσιαστικά γελοία, παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη απ' όλες τις απόψεις. (εδώ)

  3. Ραγιαδιστάν- Αυνανιστάν: Εθνικός Ύμνος. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπηρεσία που δουλεύει με ρουφιάνους και καλλιεργεί την ρουφιανιά. Συνώνυμο δηλαδή στο περίπου του ρουφιανόσπιτο.

Ως σημαντικές περιπτώσεις ρουφιανομάγαζων θα μπορούσαν να θεωρηθούν η αστυνομία, (ή ένας οίκος ανοχής αν θεωρήσουμε τον όρο συνώνυμο με το ρουφιανόσπιτο), ωστόσο προσωπικά έχω συναντήσει τον όρο μόνο σε σχέση με δύο υπηρεσίες: α) Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, κυρίως κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και των μέτρων που λαμβάνει. β) Το Facebook, που είτε εκ προθέσεως (βλ. θεωρίες συνομωσίας για CIA κτλ), είτε απλώς de facto, μας κατασκοπεύει και μας εκθέτει καθημερινά.

  1. Βούλτεψη: Ρουφιανομάγαζο του Παπακωνσταντίνου το ΣΔΟΕ.
    Σοβαρές καταγγελίες κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών με αφορμή την υπόθεση Μεϊμαράκη, αλλά και τον έλεγχο για «ύποπτο πλουτισμό» 32 πολιτικών προσώπων. (Εδώ).

  2. Για 10 λεπτά μου διέκοψαν τον λογαριασμό μου στο Facebook. Μιλάμε για μεγάλο ρουφιανομάγαζο. Τελείως, όμως!

(από joe909, 04/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το μοναστήρι. Προφάνουσλυ, με το να θεωρείται ως ένα σπίτι (τσαρδί) με κηφήνες θίγεται το γεγονός ότι ένα μοναστήρι δεν συμβάλλει και τόσο στην πραγματική οικονομία, αλλά λειτουργεί τρόπον τινά παρασιτικά επί της κοινωνίας.

Πόσα να φας σιχτίρ-πιλάφια; Και για πού είσαι μετά; Είσαι ή για το γκρεμό ή να την κάνεις για καυλόγερος στο κηφηνότσαρδο. Την έβγαζα εδώ κι εκεί. Τη μέρα στα τζουρά, τη νύχτα στα πάρκα. Κουλά. Πα ντ’ αρζάν. Νάκα μπερντέ. Οι λούγκρες είναι όλες καταδικασμένες υπάρξεις, περνάει η ζωή τους κολλημένη σ’ ένα ψέμα, σ’ ένα μουσαντό. Είναι ζούρλες, οι καψερές. Έτσι κι εγώ, ζούσα μέσα σ’ ένα τζασλό όνειρο, περιμένοντας το μιράκλι, τον πρίγκιπα του παραμυθιού να με σώσει. (Από καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published

Προσωνύμιο πληθώρας χωριών ή κωμοπόλεων ανά την Ελληνική επικράτεια, που σκοπό έχει να τονίσει την υποτιθέμενη ομοιότητα τους με τη διάσημη πόλη του φωτός, τη Γαλλική πρωτεύουσα. Φυσικά, στην πραγματικότητα ουδεμία ομοιότητα υφίσταται ανάμεσα στο κουτσοχώρι και το αληθινό Παρίσι και το μόνο που επιτυγχάνεται από την ατυχή σύγκριση είναι η πρόκληση γέλωτα ή θυμηδίας.

Όμως, στην επικράτεια της χώρας μας, έχουμε ανακαλύψει και τις μικρές Μόσχες, χωριά δηλαδή όπου το Κ.Κ.Ε. επιτυγχάνει παραδοσιακά υψηλά ποσοστά, θυμίζοντας την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Βέβαια, τώρα τελευταία έχουν ενσκήψει και μικρά Βερολίνα, χωριά δηλαδή στα οποία το κόμμα της Χ.Α. έχει καταγράψει εκλογικούς θριάμβους.

Τυπικά παραδείγματα μικρών Παρισίων είναι το Ροδολίβος Σερρών, το Διακοφτό Αχαΐας και ο Βατόλακκος Γρεβενών κ.α. πολλά. Στις μικρές Μόσχες περιλαμβάνεται ο Αγ. Ματθαίος Κέρκυρας και στα μικρά Βερολίνα το Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης.

Πώς λέμε το Γιαννιτσοχώρι είναι το μικρό Παρίσι (χα..χα Έτσι για να τη σπάσω σε μερικούς, που έχουν άλλη γνώμη, όπως ο κουμπαράκος μου) (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκοτεινά σεπαρέ των κωλόμπαρων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας ή μικρά δωμάτια 120 x 200 εκατοστών μέσα στα κωλόμπαρα, όπου προσφέρεται βίζιτα «του ποδαριού».

Ο πελάτης: - Έχεις κανένα μωρό να κεράσω και να βγάλει κανένα γούστο;
Ο «μπάρμαν»: - Πήγαινε στην τελευταία καβάντζα στο βάθος και θα σου στείλω ένα ουκρανεζάκι, μούρλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοαμερικανική έκφραση η οποία προέρχεται από την αγγλική λέξη block=οικοδομικό τετράγωνο + την γνωστή ελληνική κατάληξη -ος. Ο υποφαινόμενος άκουσε την παραπάνω λέξη μαζί με πληθώρα άλλων συναφών στο ταξίδι του στις USA. Ο πληθυντικός είναι δόκιμος και ως μπλόκια και ως μπλόκοι (βλ. παραδείγματα).

  1. Είναι μόνο δύο μπλόκους παρακάτω, σο πάμε να δούμε.

  2. - Oh my gad, Harry! Πώς κι' από δω;
    - Περπάτουσα στους 42 δρόμοι κι' είπα δεν πετάγομαι στο φίλο μου τον Τζώρτζη δυο μπλόκια παρακάτω να του πω ένα γεια...

Βλ. επίσης δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται έτσι η Μύκονος, ως το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί.

Σχετικά: τρεντονήσι, Συκαρία, Τζιναβονήσι.

Βλ. και Μύκονος, λευτεριά στη βόρειο Μύκονο.

  1. και το μυαλο του, που τελευταια του επαιζε μυστηρια παιχνιδια, ανεσυρε παλιες μνημες απο τη ζωη που αφησε ανεπιστρεπτι πισω, απο τα οργια στο Πουστονησι, τα ατελειωτα παρτυ με ουζα και διαφορα αλλα ποτα πχ βερμουτ και βεβαια τον πρωτο του ερωτα, τοτε που το Λιλιαν δεν υπηρχε, τοτε που η υπαρξη του ολη ειχε κυριευθει απο ενα και μονο ενα πραγμα: την αγαπη του Βαγγελα, αυτου που η μητερα του δεν αφησε να παντρευτει στην Τηλο επειδη λεει ηταν κομμουνιστης. (Από την Ραψωδία Α΄ της Λιλιάδος, με ραψωδό τον acg).

  2. Σε καποια φαση η μια αρχισε να τραγουδαει κοροιδευτικα: η φιλη μου με εφερε στο πουστονησι,κανενας δεν θα μας γαμησει... Αυτο ηταν, απ τα γελια μου φυγε το ουισκι απ το στομα.αυτες με ακουσαν και σταματησαν για λιγο, μετα λεει η μια: και αυτος που γελαει πουστης θα ναι μωρη. Μου κοπηκε το γελιο. Σηκωθηκα, εβγαλα το κεφαλι απ το μπαλκονι και λεω. Αμα σκαρφαλωσω και σας σκισω το μουνι θα σας πω εγω. (H εμπειρία μου στην Μύκονο).

  3. Ας συμφωνησουμε και σε κατι αλλο: οι περισσοτεροι ειμαστε ομοφοβικοι του κερατα. Σα λαος δε γουσταρουμε τους πουστηδες, πως να το κανουμε; Δεν ειμαστε Ολλανδοι.
    Οποτε μια καλη λυση ειναι να δωσουμε το πουστονησι τη Μυκονο στις αδερφες τους ΑγγλοΓερμανους και ως ανταλλαγμα να μας απαλλαξουν απ'το χρεος μας. (Εδώ).

(από Khan, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified