Further tags

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο μηδέν βαθμοί»: Εντελώς απαξιωτικός χαρακτηρισμός προσώπου, εκφράζει κατά κύριο λόγο τον τελευταίο, τον ζίρο, τον μπιλοζίρο, τον απόλυτο λούζερ, τον μυθικό παθέτικ.

Ιστορική φράση, που είπε ο Άκης στον Τάκη (αναλυτικά στο παράδειγμα και ακουστικά στο μήδι). Ευρύτερα και εναλλακτικά, ο μηδέν βαθμοί αναφέρεται δυνητικά στα εξής:

  1. Ο μηδέν βαθμοί στην θερμοκρασία: θερμοκρασία που παγώνει το νερό. Είναι η θερμοκρασία που ρίχνει κανείς έναν κρύο, που την τρώει κανείς και είναι κρύα. Επειδή το κρύο δεν το θέλει κανείς και επιβάλλονται τα προκαταρκτικά, πρόκειται για χάλια σεξουαλικό υπονοούμενο (το αντικείμενο πρέπει να εξετάσει το θέμα της αυτοκτονίας). Το ίδιο χάλια υπονοούμενο είναι, όταν αναφέρεται και σε κάποιον που μόλις είπε ανέκδοτο.

  2. Ο μηδέν βαθμοί στο ποδόσφαιρο: ο τελευταίος στην κατηγορία του, εννοείται ότι είναι για υποβιβασμό, αλλά όχι μόνο αυτό, το άτομο δεν έχει ούτε μια νίκη, ούτε καν μια ισοπαλία, ο εντελώς αξιοθρήνητος που δεν την παλεύει μία λέμετε.

Λίγο ευνοϊκότερος χαρακτηρισμός είναι ο «μηδέν βαθμοί εκτός έδρας», οπότε αφήνει και μια ελπίδα για τους αγώνες εντός έδρας, κάτι είναι κι αυτό για να πιαστεί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, τουλάχιστον το ξεφτιλίκι δεν είναι απόλυτο.

  1. Ο μηδέν βαθμοί στην Eurovision: Η Eurovision είναι η περίπτωση όπου ο βαθμός είναι συνώνυμος του πόντου (δεν ισχύει πάντα, δεν μπορείς να πεις π.χ. μου ‘φυγε ένας βαθμός από το καλσόν) και η επιδίωξη των συμμετεχόντων είναι να βουτήξουν τους douze points!!!. Ο μηδέν βαθμοί, που θα πει ο «nul points», αναφέρεται μόνο όταν συνοψίζονται τα αποτελέσματα μιας χώρας. Πίκρα.

Κατ’ εξαίρεση, ο χαρακτηρισμός μηδέν βαθμοί μπορεί να θεωρείται πλεονεκτικός σε μερικές περιπτώσεις όπως:
1. στην μυωπία (όπου όσο πιο πολλοί βαθμοί τόσο πιο μεγάλη η στραβομάρα), ή 2. στην ιππασία (όπου οι βαθμοί αφορούν ποινή, σο, όσο πιο πολλοί βαθμοί τόσο πιο πολλή η ποινή, δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α, θέλουμε να είμαστε ο μηδέν βαθμοί).

Αντί παραδείγματος, ο διάσημος διάλογος (ακουστικό πειστήριο στο μήδι 1):

Εδώ: Εκπομπή : Τηλεόραση TV MAGIC Θύρα 7

Πρωταγωνιστές : Τάκης Τσουκαλάς - Άκης - Τηλεθεατής
Θέμα : Απόδοση Καρεμπέ Κριστιάν και η αιτία της κακής απόδοσης του...

Τηλεθεατής (Τ) : Στο πρώτο ημίχρονο, αυτό θέλω να μου απαντήσεις, ο Καρεμπέ ήταν άρχοντας στο κέντρο;
Τάκης Τσουκάλας (Τ.Σ.) : Ναι
(Τ) : Εεε;
(ΤΣ) : Ναι.
(Τ) : Στο δεύτερο ημίχρονο γιατί έπεσε ο Καρεμπέ;
(ΤΣ) : Εσύ την ξέρεις την απάντηση;
(T) : Ναι.
(ΤΣ) : Για πες την.
(Τ) : Γιατί έβαλε τον Τζοβάννι μέσα.
(ΤΣ) : Α και δεν τα πάνε καλά ε;
(Τ) : Δεν ξέρω, μήπως έχουν κόντρα;
(ΤΣ) : Ναι έχουν κόντρα...
(Τ) : Άντε γεια!
(ΤΣ) :Ρε ... καραγκιοζάκο...
Άκης (Α) : Τι είπε;
(ΤΣ) : Μαλακία είπε... ρε καραγκιόζη...
(Α) : Ρε συ άστο ρε Τάκη, άστο μην βρίζεις ρε...
(ΤΣ) : Τι να μην βρίζω μωρέ τον καραγκιόζη άκουσες τι μαλακία είπε τώρα!
(Α) : Άστο μην βρίζεις.
(ΤΣ) : Ρε Άκη άκουσες τι είπε τώρα;
(Α) : Αν ξαναβρίσεις δεν ξανάρχομαι στον λόγο μου τώρα μην βρίζεις τον κάθε γελοίο.
(ΤΣ) : Βρε καραγκιόζης είναι...
(Α) : Μα είναι μόνος του είναι ανάγκη να τόνε βρίσεις εσύ μωρέ τώρα. Μάγκα τόνε κάνεις. Μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος πρέπει να είναι πάνω από σαράντα χρονών και πήρε τηλέφωνο ποιος; Ο μηδέν βαθμοί πρέπει να είναι. Τι να σου πει ρε Τάκη τώρα. Σε κουρδίζει ο κάθε καραγκιόζης.
(ΤΣ) : Τι να κουρδίσει μωρέ ο μαλάκας τώρα.
(Α): Έλα μην βρίζεις ρε Τάκη σου λέω τώρα μην την κάνουμε την εκπομπή τώρα σου λέω μην βρίζεις στον λόγο μου τώρα.
(ΤΣ): Ρε να σου πω κάτι εε μάγκες εγώ επειδή τώρα είμαι και αλλού γιατί έχω ξεφύγει τώρα όχι ξέρετε από τα σημερινά δεν ξανάρχομαι για να έρθει ο καραγκιόζης εδώ να την κάνει αυτός... εντάξει... άντε παλιομαλάκα... Γιατί είχε κόντρα...

Μη βρίζεις ρε Τάκη! (από Galadriel, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν άνθρωποι των παλαιότερων γενεών (60 και άνω) όταν θέλουν να αναφερθούν συλλήβδην στα κινούμενα σχέδια, αλλά και στις φιγούρες που υπάρχουν στα ηλεκτρονικά βιντεοπαιχνίδια. Υποθέτω ότι αυτή η λέξη προέκυψε καθώς οι μόνες κινούμενες φιγούρες τις οποίες γνώριζαν οι παλιοί ήταν αυτές του θεάτρου σκιών και μόλις είδαν τα κινούμενα σχέδια, αμέσως τα συσχέτισαν με τον καραγκιόζη.

Ο όρος αυτός βέβαια έχει και μία υποτιμητική χροιά καθώς οι παλιοί πάντοτε πίστευαν ότι τα κινούμενα σχέδια ή απασχολούν συνεχώς τα παιδιά και αυτά δεν κάνουν πιο σημαντικές δουλειές (όπως το διάβασμα) ή δε βγαίνουν στις αλάνες να παίξουν όπως έκαναν αυτοί παλαιότερα...

  1. Ο μικρός, αντί να ανοίξει κανένα βιβλίο, είναι όλη τη μέρα μπροστά στην τηλεόραση και βλέπει τα καραγκιοζάκια. Να δω τί θα κάνει αυτό το παιδί στη ζωή του...

  2. - Βγείτε και καμία βόλτα να πάρετε λίγο αέρα. Όλη τη μέρα είστε μπροστά στο κομπιούτερ και παίζετε με τα καραγκιοζάκια. Όταν ήμασταν στην ηλικία σας, ήμασταν στις αλάνες και παίζαμε όλη τη μέρα...
    - Αλλάζουν οι εποχές παππού... Αν είχατε κι εσείς τότε το WoW, δε θα ήσασταν στις αλάνες, το είπε και ο Mikeius.

(από Protoslangarios, 18/12/12)(από Protoslangarios, 18/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρύγδουπος αυτός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τηλεοπτικά πράγματα από τον γκουρού της μεσημεριανής ζώνης Ανδρέα Μικρούτσικο για να περιγράψει μια κατάσταση αυτο-εξευτελισμού ενός καλεσμένου, ο οποίος έρχεται στην εκπομπή για να βγάλει τα εσώψυχα του στη φόρα, εμπιστευτικά σε πανελλήνια εμβέλεια.

Είναι χαρακτηριστική η τηλε-κανιβαλλιστική διάθεση με την οποία ο παρουσιαστής εκμαιεύει τα «παθήματα» και τις «συμφορές» που χτύπησαν τον καλεσμένο, αλλά και το «on-off» φαινόμενο, δηλαδή η σαδιστική ευκολία με την οποία θα διακόψει το ξέσπασμα του καλεσμένου για διαφημίσεις, για να το ξανασυνεχίσει αμέσως μετά.

Οι δε καλεσμένοι βρίσκονται στην κοσμάρα τους, λες και έχουν πάρει αρντάν, όλοι από το κοινό του στούντιο τους φτύνουνε και αυτοί νομίζουν ότι βρέχει, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που το γυρνάνε απότομα από δάκρυ σε γέλιο και τούμπαλιν, προδίδοντας μια συναισθηματική ρηχότητα. Γενικά, το λήμμα έχει ταυτιστεί με τηλεοπτικά υποπροϊόντα μεσημβρινής ζώνης, που όμως όλοι τα βλέπουμε (αν και τα καταδικάζουμε).

Μείνετε μαζί μας γιατί ακολουθεί η κατάθεση ψυχής του κ. Σκορδοπούτσογλου που λύνει τη σιωπή του για πρώτη φορά από τότε που τον άφησε η γυναίκα του επειδή τά 'φτιαξε με την κουμπάρα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός / ειρωνικός χαρακτηρισμός, για άτομα τα οποία επιδεικνύουν μια ανησυχητική ομοιότητα στην επαγγελματική τους απόδοση, η απόδοση αυτή είναι κάτω του μετρίου και δεν διαθέτει ίχνος φαντασίας ή προσωπικής πρωτοβουλίας/περαιτέρω ανάπτυξης.

Παρόλο που η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε επαγγελματικό τομέα, η κύρια εφαρμογή γίνεται σε χώρους όπου έχουν ευρεία επαφή με το κοινό (βλ. Χαρακτηριστικές Σχολές στη συνέχεια).

Όπως είναι σαφές, ο χαρακτηρισμός δεν αναφέρεται σε πραγματική «σχολή», αλλά στο πανομοιότυπον που παρουσιάζουν οι εν λόγω «επαγγελματίες», θυμίζοντας προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής.

Η πλήρης έκφραση: «Είναι της Σχολής [τάδε]» συμπληρώνεται με: «...στο Χ έτος», εφόσον ο εκφέρων την φράση έχει διακρίνει τις μικροδιαφορές που κατατάσουν το θύμα σε κάποιο έτος.
Εννοείται ότι όσο μικρότερο το έτος, τόσο πιο άχρηστο το θύμα. Προφανώς οι μεταξεταστέοι, βρίσκονται στον πάτο της τροφικής αλυσίδας.

Οι σχολές δυστυχώς έχουν λάβει τη μορφή επιδημίας και ταλαιπωρούν χιλιάδες συνανθρώπους μας. Το βασικό χαρακτηριστικό τους, είναι κάτι που σε αυτή τη χώρα έχουμε ανάγαγει σε τέχνη: αντί να προσπαθούμε να βρούμε κάτι νέο, αντιγράφουμε (συνήθως κακά) κάτι το οποίο έχει κάνει επιτυχία και του αλλάζουμε τα φώτα. Όπως είναι φυσιολογικό, η φαντασία, η πρωτοβουλία, η πρωτοτυπία πάνε περίπατο.

Χαρακτηριστικές Σχολές

Σχολή DJ
Μακράν η σχολή με τις περισσότερες αναφορές. Οι «απόφοιτοι» διακρίνονται από χιλιόμετρα καθώς:

- Θεωρούν ότι είναι Tiesto (τουλάχιστον) και ότι κάθε φορά παίζουν στο Ολυμπιακό Στάδιο κατά την έναρξη των Ολυμπιακών. Συνεπώς και τα 1200db είναι λίγα (άσχετα αν είναι Κυριακή απόγευμα σε καφετέρια στα προάστια).
- Παίζουν ΜΟΝΟ mainstream και ότι τους δίνουν γνωστοί/εταιρίες (τελειόφοιτοι με τα κονέ) γιατί «αυτά θέλει να ακούει ο κόσμος».
- Αποκλειστική χρήση «κλεμμένων» CD και MP3 για να γίνεται η δουλειά ακόμη πιο ξεκούραστη (στην ανάγκη, πετάνε ένα playlist και πάνε για καφέ, ποτό, τουαλέτα, πήδημα).
- Το set είναι ίδιο και απαράλλακτο, ασχέτως αν ο κόσμος δεν κουνιέται ρούπι και ασχέτως αν παίζουν σε μπαράκι, Club, γάμο, βαφτίσια, στην Αθήνα, στην επαρχία, σε νησί το καλοκαίρι.
- Ξεκινάμε με γνωστά Lounge-οειδή και τρέχοντα R&B (τώρα πως αυτές οι σοροπάτες αηδίες έχουν ονομαστεί R&B δεν έχω ιδέα αλλά τέλος πάντων, ο BB King να βάλει το χέρι του), περνάμε σε διάφορα χιτάκια ντάπα-ντούπα μπλέκοντας ξένες επυτιχίες με ότι αηδία Φοίβο-Βισσοβανδορουβοτσαλικο-δήθεν-Ελληνικό-παπαροειδές κυκλοφορεί και φυσικά τελειώνουμε με Κλαψομούνικες Ελληνικουρίες που μόνο λαϊκά δεν είναι. Εννοείται ότι ενδιάμεσα θα παρελάσουν τα τιμημένα 80s και τα ηρωικά 70s (πώς νομίζετε ότι ζει η Gloria Gaynor; Με τα δικαιώματα από το I will survive!). Αναλόγως της εποχής, πασπαλίζουμε με επίκαιρα άσματα (Last Christmas, κλπ.). Εννοείται ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γλυτώσεις από τον ΟΤΕΓιάννη.

Σχολή Δημοσιογράφων
Μαζί με τους DJ, μοιράζονται τα πρωτεία. Βρίσκονται κυρίως στα ηλεκτρονικά μέσα και ειδικά στην τηλεόραση. Ειδική κατηγορία είναι τα παπαγαλάκια.

- Περισπούδαστο ύφος καθώς είναι γκουρού επί παντός επιστητού (από όπλα τελευταίας τεχνολογίας μέχρι τα μυστικά των μονών και τα αίτια της οικονομικής κρίσης, τους επιταχυντές σωματιδίων, τα είδη των δέντρων τα οποία πρέπει να φυτευτούν στην Πάρνηθα, κλπ.).
- Όπλο μας η υπερβολή. Δεν υπάρχει θέμα το οποίο δεν απαιτεί δραματική μουσική, τρεμάμενη τσιριχτή φωνή και γουρλωμένα μάτια. Έστω κι αν μιλάμε για την τσούχτρα που την έπεσε στον μικρό Γιαννάκη στην Αιδηψό (ζωντανή σύνδεση).
- Δεύτερο όπλο μας η ανικανότητα να κάνουμε καλά, 5 ηλίθιους σε περιμετρικά παράθυρα (Ελληνική πατέντα τα 6 παράθυρα), οι οποίοι γκαρίζουν ταυτόχρονα (σύστριγγλο να γίνεται και ανεβαίνει η τηλεθέαση).
- Έχουν αποστηθίσει τις φράσεις κλισέ/πασπαρτού (είδες η Σχολή;) για οποιαδήποτε περίπτωση:

  • δραματικές οι εξελίξεις
  • πύρινη λαίλαπα
  • απροειδοποίητα χτύπησε ο Εγκέλαδος (την άλλη φορά θα σου στείλει SMS)
  • πολικές θερμοκρασίες (-8C… τι να πει κανείς για τον Πόλο όπου έχει -50C)
  • στο έλεος του/της...
  • οι ασκοί του Αιόλου (άσχετα αν ο ρημάδης ο ασκός ήταν ένας και μοναδικός)
  • σε κλίμα [κατάνυξης, αντιπαράθεσης, έντονο] – φράση τζακ-ποτ
  • καλπάζει ο καύσωνας/τιμάριθμος/χιονιάς (μουσική από Bonanza παρακαλώ)
  • κρανίου τόπος ή/και βιβλική καταστροφή
  • απελπισία
  • εγκλωβισμένοι (από νερό, χιόνι, φωτιά, βίσωνες, ζουλού)
  • γνωστοί/άγνωστοι, αντιεξουσιαστές, αναρχικοί, κουκουλοφόροι (εδώ και 30 χρόνια)
  • γυρίζουμε σελίδα στο δελτίο μας
  • αλλάζουμε θέμα, αλλάζουμε κλίμα (μετά τις σφαγές θα σας δείξουμε τα βυζιά της τάδε γλάστρας).

Σχολή Μεταγλωτιστών
Δυστυχώς το παρόν γραπτό μέσο, δεν μας επιτρέπει να ξεδιπλώσουμε την πλήρη γελoιότητα, αταλαντοσύνη και την φρίκη που προξενούν τα μέλη της σχολής, ειδικά στις περιπτώσεις κλασικών κινουμένων σχεδίων, τα οποία οι εν λόγω κατεβάζουν σε επίπεδο μικιμάου. Θεωρώντας ότι οι ακροατές είναι πανάσχετοι και χωρίς αιθητική (ακόμη και τα μικρά παιδιά), χρησιμοποιούν πανομοιότυπες ηλίθιες φωνές στην (αποτυχημένη) προσπάθεια τους να επιτύχουν τον κάθε χαρακτήρα.

Δυστυχώς, η «αγορά» είναι κλειστό κλαμπάκι, οπότε ακούς τους ίδιους και τους ίδιους με τις ίδιες εκνευριστικές φωνές ανεξαρτήτως αν μεταγλωτίζουν διαφημίσεις Barbie, μεξικανο-ισπανικές σαπουνόπερες, Μπομπ Σφουγγαράκη, Powerpuff Girls, Super Heroes, κλπ. Το μεγαλύτερο έγκλημα βέβαια, είναι με τα παλιά κλασικά καρτούν (Looney Toones, Disney), όπου ακούς τον καραγκιόζη να αλλάζει τα φώτα στην φωνή του Μπαγκς, του Έλμερ και φυσικά του Ντάφυ. Όπως είναι φυσικό, το φάντασμα του Mel Blanc πλανάται πάνω από τη χώρα ζητώντας δικαίωση αλλά φευ.

Σχολή Γλαστρών
Ίσως η παλαιότερη σχολή της υφηλίου και σε βάθος χρόνου. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υφίστανται και πολλά παρακλάδια αλλά η κυρίως σχολή, εφοδιάζει τις αποφοίτους της (ή καλλιεργεί ήδη υπάρχοντα «ταλέντα» τους) με:

- Πανομοιότυπα μαλλιά, ντύσιμο (γδύσιμο), μακιγιάζ 3-κιλά-στόκο και λευκασμένα/τεχνητά δόντια
- Το ύφος της ξανθιάς: Μάτια μισάνοιχτα, πόδια ορθάνοιχτα, μυαλό μεσάνυχτα
- Προσωπική φιλοδοξία: Φωτογραφήσεις -> Καλλιστεία -> Εκπομπή στην TV -> Τραγουδιάρα/Ηθοποιός -> ματσωμένος γαμπρός ή έστω μακροπρόθεσμος χορηγός.
- Πλήρη αποχαύνωση και απουσία επαφής με την πραγματικότητα – άλλωστε τι Barbie είμαστε αν δεν ζούμε στον δικό μας ονειρικό κόσμο, όπου τα πιο σημαντικά πράγματα είναι τα ρούχα, το μανικιούρ και η Μύκονος. ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακόμη κι αν η γλάστρα είναι στην παραγματικότητα γατόνι (όπως πολλές είναι), στη σχολή μαθαίνουν να πλασάρουν την εικόνα της χαζοξανθιάς (βλ. Επίτιμη παρακάτω).

Ηρωικές απόφοιτοι της σχολής: Μπεζεντάκου, Μελέτη, Μαστροκώστα, Αλεξανδράτου, Λαζοπούλου (στο μελαχροινό). Επίτιμη Διδάκτωρ: Μενεγάκη. Επίκουρη Καθηγήτρια Πολεμικών Τεχνών: Βατίδου.

Άπειρα γύρω μας καθημερινά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πάνω από δυο μεγάλες κατηγορίες φλαταδούρας.

Το λεπόν:

Φλαταδούρα τση γης και τση θάλασσας, ισάδι

Φλαταδούρα τση ανατομίας και του πνεύματος

Φλαταδούρα ως τεχνικό χαρακτηριστικό

  • Το επίπεδο παπούτσι, το αντί-γκαυλοτάκουνο.
  • Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις επίπεδες τηλεοράσεις από τους ελάστιχους εναπομείναντες μερακλήδες νοσταλγούς των αναλογικών CRT.

Φλαταδούρα τ. κολλήσαμε στα γίδια και τα γίδια

  • Η έλλειψη μεταβλητότητας στο ταμπλό του χρηματιστηρίου.
  • Η έλλειψη διακύμανσης σε ένα διάγραμμα που απεικονίζει δεδόμενα.

Εκ του αγγλικάνικου *flat *(συγγενεύει ετυμολογικά με το πλατύς) και του γαμοσλανγκοτέτοιου ***–δούρα*** (βλ. σκαταδούρα, φρεσκαδούρα, κ.ταλ.).

Σ.ς.: ο ανά οθόνης ορισμός οφείλει τα μάλα στην ανάρτηση τση Ζαζούλας στα Lexilogia. Ασίστ από Δ.Π.: δεινόσταυρος.

1.
Ωραία πλάνα αλλά δεν νομίζω οτι το μηχανάκι το έχει πολύ με το χώμα. Σε φλαταδούρα ακόμα και harley πάει

2.
Φλαταδούρα μεν , αλλά ....τούμπα στο τέλος

3.
Ορμώμενος από αυτό που είπες οτι τα ψαλίδια έπρεπε να μπουν στη φλαταδούρα, θες να πεις οτι τα ψαλίδια βρίσκονται σε κλίση 2,5% :shock: ... Ναι, τα ψαλίδια είναι στη κατηφόρα της γέφυρας του Κηφισού προς το Ρουφ
(συζήτηση σιδηροδρομανθρώπων)

4.
Το πέρασμα απέναντι στη Νάξο αποκτά ενδιαφέρον, αφού η φλαταδούρα της μπονάτσας δίνει τη θέση της στα κακοτράχαλα κοφτά κύματα του μαΐστρου.

5.
Τι να κάνω; Κότσο, ημίψηλο τακούνι (ούτε φλαταδούρα ούτε στιλέτο) και ντε πιες συνολάκια; :smoking:

6.
Ένα εξαιρετικά γλυκό παιδί που είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί με τόσο τούμπανο φυσικά προσόντα που θα έκαναν μέχρι και την Salma Hayek να αισθανθεί φλαταδούρα μπροστά της.

7.
Άκουσα να με λένε “φλαταδούρα” από το αγγλικό “flat”, ότι δηλαδή τα κάνω όλα επίπεδα”, είπε και προσθεσε: “Εγώ τους κρατάω τους αρνητικούς τίτλους γιατί δεν θέλω να πετάω στα σύννεφα”
(Ζέτα Μακρυπούλια)

8.
Σας έλειψαν οι CRT τηλεοράσεις; Μήπως ώρες-ώρες ξυπνάει ο hipster που κρύβετε μέσα σας και ομολογεί πόσο πολύ σιχαίνεστε τη «φλαταδούρα» που έχετε στο σαλόνι σας; Κάπου εκεί στη μακρινή Κορέα, η LG σας κλείνει το μάτι και βροντοφωνάζει πως οι CRT υπάρχουν ακόμη

9.
Φλαταδούρα η συνεδρίαση σήμερα, στο συν μηδέν κόμμα μηδέν ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά τα δυο πάνε μαζί γιατί είναι το ίδιο πράμα με άλλα λόγια: τα μεν πρώτα προφορικά, τα δε γραπτά. Κωλοκάναλο και κωλοφυλλάδα δεν είναι πια απλοί χαρακτηρισμοί (ότι πρόκειται για κάτι του κώλου δηλαδή), είναι ξεχωριστή κατηγορία ΜΜΕ και Τύπου, είναι κίτρινα, τρας, καραζαμπλιάξ, καλτ κατά κάποιους, αλλά κυρίως λίαν διασκεδαστικά για τη μάζα και εξαιρετικά χρήσιμα για τους εκάστοτε χειριστές της. Μέσα από το κωλοκάναλο και την κωλοφυλλάδα περνάνε τάσεις πανικού και τρόμου στον κοσμάκη, που άλλο που δεν θέλει, γιατί η ζωή αλλιώς δεν έχει νόημα. Άρα όλοι μένουμε ικανοποιημένοι και παραμένουν αυτές οι ντροπές στην καθημερινότητα, και θα παραμείνουν εις τους αιώνας των αιώνων αμήν και πότε.

Υποτίθεται ότι δεν είναι όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά κωλοφυλλάδες, ούτε όλα τα κανάλια κωλοκάναλα. Και καλά υπάρχουν κάποια με κύρος κλπ. Μπαρμπούτσαλα. Για όποιον ξέρει να διακρίνει κάτω από τις γραμμές ή γνωρίζει το τζετ σετ της κάθε κλίκας, όλα είναι τα ίδια. Τεσπα επισήμως όμως, κωλοκάναλα λέμε κανα σταρ, κανάλτερ, κανα χάι, τέτοια, κωλοφυλλάδες λέμε καμιά αυριανή, καμιά εσπρέσο κουτουλού. Έτσι, για τον ξένο μεταφραστή.

Σ.ς. Το κωλο- στην κωλοφυλλάδα μπορεί να παραπέμψει και στο ότι μόνο για σκούπισμα είναι καλή (είναι και το μελάνι αντισηπτικό βλέπεις).

  1. Ρε πστ, πάψε και καλά «κάλτ κι άποψη κιέτς» να χαζεύεις τα κωλοκάναλα, θα χαλάσεις, σ'το λέω!

  2. Μα το έγραψε και ο τύπος. Και όχι μόνο οι κωλοφυλλάδες, όλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με ζητήματα λαϊκής μεταφυσικής, ψιονικής δραστηριότητας, ουφολογίας, φασματολογίας, αποκρυφισμού, παραϊστορίας κουτουλού, αλλά όντας ημιμαθής και άσχετος ανάγει τα πάντα όλα σε τέτοιου είδους αιτίες και αφετηρίες καταλήγοντας τελικά να είναι γραφικός.

Ιδιαιτέρως δε η κατάληξη -άκος είναι αυτή που δίνει στο υποκείμενο την έννοια της ημιμάθειας, αλλά και της σούπερ γραφικότητας, καθώς χρησιμοποιείται ως μειωτική.

- Σου είπε για χτες βράδυ ο Ιορδάνης, που είδε κάτι παράξενα σαν ούφο;
- Έλα ρε, τι να μας πει πάλι ο χαρδαβελάκος; Αυτός είναι το ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified