Further tags

Η κοπέλα με την οποία αξίζει να κονεδιαστεί κανείς. Διαφέρει από την κονεδιάρα, η οποία είναι η κοπέλα με τα πολλά κονέ.

- Γνώρισα και την Ερασμία σ' εκείνο το παρτάκι.
- Και πώς σου φάνηκε;
- Είναι κονεδογκόμενα, δεν το συζητώ!

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.

  • Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.

  • Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.

  • Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.

Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.

Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:

Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:

  • να καβούρους, δώσε μου αλεύρι, για άδικες ανταλλαγές,
  • τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του, για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα,
  • πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.

    Δες τη Βικούλα.

Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.

  1. - Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.

  2. - Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
    (Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).

  3. Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
    - Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
    - Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
    - Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
    (Από την παραβολή του κάβουρα).

(από Khan, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμοί:

  1. Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).

  2. Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).

  3. Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).

  4. Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.

  1. Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.

  2. Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.

  3. Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
    Από την πλατεία: - Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
    Από τον εξώστη: - Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.

Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.

Βλ. σχόλιο Δελιολάνη (από Khan, 29/07/13)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην ξεπερασμένη πλέον βιολογική ταξινομία του ανθρωπίνου είδους, αλλά στις διάφορες «αστικές φυλές» που φέρουν κοινές εμμονές / λάιφσταϊλ / λουκ, για να έχουν δουλειά σλάνγκοι και δημοσιοκάφροι.

Κάποτε είχαμε καρεκλάδες, ροκάδες και φρικιά. Πλέον το μαγαζί διαθέτει κατσικορέιβερ με κωλοφτιαγμένα αγροτικά, αρκούδους με καρώ μπλουζάκια που ορέγονται καφρομεταλλάδες με πεντάλφες, βλαχορόκ ασπροκάλτσες αγκαλιά με καθαρόαιμα εξώμουνα να πετάν λουλούδια σε σκυλάδες με θεσσαλονικί μπουρναζογκόμενες σε γαβγάδικα, τρεντογλωσσούζ οικολόγριες να επιδεικνύουν τα ξεκωλόσημά τους σε τελειωμενάδικα, βερμουδιάρηδες, γκικ και μιλφέιγ σε συνάντες του σλανγκρρρ, λαϊφστάλιν ταγάρια να ηδονίζονται ακούγοντας «ο Πέτρος ο Γιόχαν και ο Φρανς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανξ», διαδρομιστές να καιροφυλακτούν στην Ευελπίδων για πρόχειρα ζάκια, μούλτι-κούλτι κερατάδες και δαρμένοι με ξεπλένικες εντεχνindie πασοκομούνες σε ναμαγαπάδικα, τρέντι βιπίνια σταρμπακάκια να αναφωνούν «χελόου!» χωρίς προφανή λόγο, έμο και γκοθάδες να κλαίνε την μοίρα τους σε πεθαμενάδικα, νίντζα να σταυροκοπιούνται καθώς ξεκωλόγριες τζιλφ φραπομούνες σταυρώνουν τεκνά, βλαχοτρέντι κάγκουρες με πειραγμένα τουτούνια στη διαπασών, θεούσες χριστιανόφατσες σε χριστιανοταλιμπάν διαλέξεις του Γιανναρά, παγάνες με χλαμύδες στο ναό του Ποσειδώνα, ναζοί και σκίνια να σκοτώνονται με κουκούλια καθώς οι κουκουλοφλώροι κρατούν αποστάσεις ασφαλείας, σφίχτες μπονταίοι να στακάρουν μπρουταλίνη στα σιδεράδικα, χασίστες και φουντικοί να μασουλάνε φοφίκο σε μπαφόσπιτα, ραστοφόροι σκεϊτάδες και low bap χιπχοπάκια να ακούνε Active Member, βέλτσοι να αυτοερεθίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα καθώς διαβάζουν Μπωντριγιάρ, και πάει λέγοντας…

Εκ του φύεσθαι. Aγγλιστί, tribe.

- Η κατηγοριοποίηση των σημερινών εφήβων σε «φυλές» γίνεται ανάλογα με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις μουσικές καταβολές ή τις «Φιρμάτα γυαλιά, επώνυμα ρούχα και αψεγάδιαστη εμφάνιση είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους «τρέντι» από τις υπόλοιπες «φυλές» της νεολαίας.
(εδώ)

- Εχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι οι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα στα λάιφσταϊλ έντυπα, λατρεύουν να ανακαλύπτουν τάσεις, ρεύματα και «φυλές» χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν. (εδώ)

- Σήμερα θα ασχοληθούμε με δύο από τις κύριες ομάδες (ή φυλές, αν προτιμάτε) βλόγερ (ή bloggers κατά το διεθνές): τη φυλή των καλημεροκαληνύχτηδων και τη φυλή των χαχαχάκηδων, αι οποίαι φωλιάζουν και βόσκουν σε εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, e-κοσυστήματα. Οι καλημεροκαληνύχτηδες συναντώνται κυρίως στην εύκρατη ζώνη των επονομαζόμενων »σοβαρών« blogs που ασχολούνται με Τέχνες, Διανόηση και Εικαστικά. Οι χαχαχάκηδες απαντούνται στην τροπική ζώνη των λεγόμενων »εύθυμων« ή »σατιρικών« blogs που ασχολούνται με την εύθυμη πλευρά όλων των παραπάνω.
(εδώ)

Φυλές Ελλήνων & Ξένων: Γ. Μπάτης "Ο Φασουλάς" (1936) (από HODJAS, 11/05/10)Σπύρος Ζαγοραίος: "Ποιός είσαι κι απο πού κρατάς", παραθέτει τις φυλές που χόρευαν ωραίο ζεϊμπέκικο (από HODJAS, 05/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.

Κλίση του ουσιαστικού

Ενικός Αριθμός

Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ

Πληθυντικός Αριθμός

Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί

  1. - Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
    - Όχι ρε. Θέατρο
    - Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!

  2. - Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
    - Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
    - Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified