Further tags

Λέγεται και καρύτζαφλας (αν είσαι του δρόμου και 'τσι...) Είναι σημείο του ανθρώπινου σώματος από το οποίο συνήθως πιάνεις κάποιον για να τον απειλήσεις/εκφοβίσεις. Επίσης μπορείς να χτυπήσεις και κάποιον εκεί. Τώρα το πού είναι ακριβώς δεν ξέρω... Περιμένω βοήθεια!!!

Και τον πιάνω ρε Μάκη από το καρίτζαφλα, και του λέω «Πούστη θα πεθάνεις»...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επονομαζόμενο και «μικρός» ή «ωτίτης» μικρό μας δαχτυλάκι.

Η αναφορά σε αυτό, χαρακτηρίζεται από ρυθμική κίνηση υπό τον ήχο του Άη οφ δε Τάηγκερ, κατά την οποία η παλάμη μας βρίσκεται σε όρθια θέση, ο αντίχειρας, τοποθετημένος κάθετα, «αγκαλιάζει» τους δείκτη, μέσο και παράμεσο, ενώ ελεύθερος μένει μόνο ο μικρός / ωτίτης, δηλαδή το μωράκι, ο οποίος σηκώνεται και κατεβαίνει ξανά και ξανά ως το τέλος του άσματος.

Η ονομασία αυτή δόθηκε χάριν της χαριτωμενιάς που το εν λόγω δάχτυλο διαθέτει και επειδή το «ωτίτης» φέρνει πραγματικά βδελυρούς συνειρμούς.

- Μωράκι, μωράκι!
(στο άκουσμα του Άη οφ δε Τάηγκερ)

(από mafie, 21/08/11)(από mafie, 21/08/11)Τάκης Μωράκης... και πολύ μωράκι βρε παιδί μου (από GATZMAN, 22/08/11)

Αγγλιστί: Pinky.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαύρισμα από τον ήλιο που απαντάται σε φαντάρους και σχηματίζεται τριγωνικό στο σημείο του λαιμού και του πάνω μέρους του στέρνου λόγω του σχήματος του χιτωνίου που αφήνει ακάλυπτη την περιοχή αυτή. Λόγω της τριγωνικότητας αυτής αποκαλείται χαϊδευτικά μουνάκι.

Πάσα: Punkelisd.

Τι ήτανε να απολυθείς μες στο κατακαλόκαιρο. Πρέπει τώρα να κάνεις μπόλικη ηλιοθεραπεία να φύγει το μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επάνω μέρος του γόνατου που μοιάζει με τον ομώνυμο πασίγνωστο κόνδυλο.

Το ‘χω ακούσει, πριν χρόνια, να το χρησιμοποιούν δυο χειροπρακτικοί (άνευ πτυχίου) σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις, σφόδρα επώδυνες κι οι δύο.

Προς ανατομική συμπλήρωση της κλιτσινάρας της ironick.

- Τι έμαθα; Σού ‘φεραν βραδιάτικα σηκωτό τον Τάσο;
- Σηκωτό και διπλωμένο. Του ‘χε βγει η πατάτα.

Εδώ τους λέει "επικονδύλους" (από allivegp, 16/10/11)(από allivegp, 16/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προς παιδάκι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού από συμμαθητές του, τουλάχιστον 2-3 δεκαετίες πίσω, όταν το παιδάκι αυτό διέθετε πεταχτά αυτιά, ή, επί το επιστημονικότερο, αφεστώτα ώτα.

Η ανατομική αυτή παραλλαγή του πτερυγίου του ωτός, συνήθως -αλλά όχι πάντα- αμφοτερόπλευρη, προκύπτει από δυσπλασία ή ατελή κύρτωση των ελίκων (μείζων-ελάσσων) της χόνδρινης μοίρας του ωτός και προσδίδει στο παιδάκι την εικόνα εξωγήινου, όπως ο Σποκ του Σταρ-Τρεκ. Δυστυχώς, η παιδική ηλικία έχει την τάση να εμφανίζει μικρή ανοχή στη διαφορετικότητα κι έτσι τα παιδάκια με αφεστώτα ώτα συγκεντρώνουν τα σκώμματα των υπόλοιπων παιδιών, πράγμα που μπορεί να επηρεάσει σε ένα βαθμό και τον ψυχισμό τους τουλάχιστο μέχρι να ενηλικιωθούν.

Σήμερα, η πάθηση διορθώνεται χάρη στο νυστέρι των πλαστικών χειρουργών και/ή των ωτο-ρινο-λαρυγγοφάγων που εσχάτως φτιάχνονται με το να αποκαλούν αυτάρεσκα εαυτούς «χειρουργούς κεφαλής-τραχήλου» (άρα των πτερυγίων περιλαμβανομένων).

Άλλοι παραπλήσιοι χαρακτηρισμοί είναι: ραντάρ και πρόσφατα GPS.

Δεν ανεβαίνει, ως φόρος τιμής προς όλα τα παιδιά που αποκαλέσαμε Σποκ όταν ήμασταν μικροί (και ανώριμοι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η νταρντάνα (βλ. λήμμα για ετυμολογία), δηλαδή η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, (μάλλον σέξι, αν και τα γούστα ποικίλλουν), σύμφωνα άλλωστε με την γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -μούνα / -μουνο, που χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να περιγράψει γυναικότυπους σωματικούς και χαρακτηριολογικούς.

  1. Στην πρωτη φωτο εχουμε μια νταρντανομουνα μελαχρινη. Παιδια η τύπισσα ανετα επαιζε το ρολο της Αφεντρας. Αν και λιγο γεματουλα και με λιγο μεγαλο κωλο ειχε ενα εντελως τσαμπουκαλαμενο βλεμμα και attitude. Αφηστε που ειχε και ενα μαυρο ματι που σκοτωνε και ηταν ντυμενη στα μαυρα. (Εδώ).

  2. ειχα περασει τις προαλες ενα πρωι ψαχνοντας μια εταιρεια ανταλλακτικων και τσεκαρα πρωινη μια νταρντανομουνα βραζιλιανα ..οποτε ειπα σημερα να κοψω κινηση.. (Εδώ).

  3. Η νταρντανομουνα εχει ιδιαιτερη αδυναμια στα γουνινα, κροκοδειλε, λεοπαρδαλε, ζεπρε, τιγρε, ή αλλο animal print και συνδυασμους των πιο πανω. (Εδώ).

  4. Για τον Mad King που του αρεσουν τα νταρντανομουνα... Καλο πινελο φιλε (Εδώ).

(από Khan, 12/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη έχων μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής (ή και σε άλλα επίμαχα σημεία), ο φαλακρός. Μπορεί να χαρακτηριστεί κι ως γλόμπος...

«Πω πω έσκασε μύτη ο ακάλυπτος!! Τυφλώθηκα από τη λάμψη!!»

Βλ. σχετικό λήμμα ελ γλόμπο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άβυζη γυναίκα που μοιάζει με αγόρι στην προεφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται επίσης «τάβλα».

Το παίζει και σέξι, η παντόφλα!!

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified