Further tags

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.

Μυδασίστ: Τζον Μπλακ (από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρίτζαφλας: το «καρύδι», το «μήλο του Αδάμ» - η διόγκωση στο (περίπου) κεντρικό σημείο του λαιμού - βλ. μήδι.

Ο καρίτζαφλας, ανατομικά:
Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά εκεί ενώνονται δύο βασικοί χόνδροι του λάρυγγα και ο αγωγός που συνδέει την στοματική κοιλότητα με την τραχεία.

Επειδή συγκρατεί τον λάρυγγα, εμφανίζεται πιο έντονος σε άτομα με βαριά φωνή (μεγαλύτερες φωνητικές χορδές, μεγαλύτερο το τύμπανο που αντηχεί όταν αυτές δονούνται, μεγαλύτερο καρούμπαλο για το λαρύγγι) και, παρόλο που βεβαίως υπάρχει και στα δύο φύλα, στους άνδρες είναι μεγαλύτερος. Θεωρείται ένα από τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, όπως η γενειάδα ή το μουστάκι.

Ο καρίτζαφλας, κοινωνικά:
Δεν είναι δυνατή η εξάλειψή του με τεχνητά μέσα. Ενώ με το ξύρισμα ή άλλα μέσα (περιλαμβάνονται εδώ, μην λέμε τα ίδια) μπορεί να εξαλειφθεί η γενιάδα και το μουστάκι, ενώ με την πλαστική χειρουργική μπορεί να φυτρώσουν βυζιά και να ξηλωθούν τα περιττά γεννητικά όργανα, τον καρίτζαφλα δεν μπορείς να τον μαζέψεις. Συνεπώς αποτελεί βασικό σημείο αναγνώρισης του τρίτου φύλου.

Ο καρίτζαφλας, «παντού-υπάρχει-ένας-μύθος»:
Έχουν καταγραφεί ισχυρισμοί που υποστηρίζουν ότι, ο καρίτζαφλας αποτελεί κομμάτι του μήλου που δάγκασε ο πρωτόπλαστος, το οποίο του κάθισε στο λαιμό, θέση που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από στοιχεία επιστημονικών ερευνών.

Ο καρίτζαφλας, γλωσσικά:
Από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ίδιο ανατομικό σημείο, η συγκεκριμένη αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέρος απειλής: τι να κλάσει τώρα το «θα σου κόψω το μήλο του Αδάμ, ρε πούστη» (νιεεε) - ενώ το «θα σου κόψω τον καρίτζαφλα ρε πούστη», ε, όσο να ‘ναι, δημιουργεί έναν τρόμο σε φάση.

Χρησιμοποιείται (ή, τέλος πάντων, χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της σ’χωρεμένης της γιαγιάκας μου) στην δυτική Πελοπόννησο και, αν κρίνει κανείς από τα (σχεδόν ανύπαρκτα) αποτελέσματα του γούγλε γούγλε, δεν είναι συνήθης, επομένως το συγκεκριμένο λήμμα ήρθε να καλύψει αυτό το τρομερό κενό της βιβλιογραφίας.

Τιμή και δόξα στην ironick για την ενθάρρυνση.

Παράδειγμα 1:

Συνταγή για μαγείρεμα κυνηγιού:
«Πολλά πουλιά μπορούν να γίνουν παστά. [...] Μετά το μάδημα, καψαλίζουμε για λίγο τα πουλιά στο καμινέτο. [...] Κόβουμε τα ποδαράκια και τη μύτη, από πάνω προς τα κάτω, για να βγει και [...] ο καρίτζαφλας. Στη συνέχεια, τρυπάμε την τσίχλα στο στήθος με τη μύτη του ψαλιδιού και τη μισοκόβουμε.»

Παράδειγμα 2:

Η γιαγιά της οκτάχρονης Μεσούλας πλένει πιάτα. Η Μεσούλα που έχει ξυπνήσει με τον κώλο ανάποδα γυρνάει γύρω γύρω σαν τον δαίμονα και στο τέλος σπάει κι ένα πιάτο.

Η γιαγιά (σταδιακό ανέβασμα του τόνου):
- Τι έχεις πάθει παιδί μου σήμερα (μουρμουρητό), δεν σε αναγνωρίζω (πιο δυνατά), ελύσσαξες (ακόμα πιο δυνατά), φύγε ΤΩΡΑ και πήγαινε στο δωμάτιό σου (ακόμα πιο πιο δυνατά) και σταμάτα αυτά τα καμώματα (πιάσαμε υψίσυχνα), γιατί θα σου κόψω τον καρίτζαφλα (υπερηχητικά) - αααα.

Μεσούλα κλαίει «μην μου κόψεις το καρίιιι» (η απειλή κατανοητή, αλλά όχι και η λέξη). Γιαγιά παίρνει Μεσούλα αγκαλίτσα. Μεσούλα δεν κλαίει. Λα λα λα, όλα καλά.

Στο απώτερο μέλλον αλλάζουν οι παιδαγωγικές μέθοδοι, καταργούνται οι απειλές και έτσι χάνονται οι όμορφοι ιδιωματισμοί. Μέχρι που καταγράφονται στο σλανγκ και μένουν στην ιστορία. Όλε.

Βλ. και καρύτσαφλος και γκαρίτσαφλος, καρύτζαφλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσικό γυναικότυπο που θυμίζει κλεψύδρα.

Οι κλεψυδρομούνες διαθέτουν καμπύλες σε αρμονικές αναλογίες, ευμεγέθη βυζιά, λεπτή μέση, και πλατιά λεκάνη με κώλο αναφοράς. Διαχρονικά και διαπολιτισμικά, θεωρείται το απόλυτο πρότυπο θηλυκού. Είναι άραγε κοινωνικοί ή βιολογικοί οι λόγοι;

Α. Μαγικές αναλογίες
Ορισμένοι όψιμα ανακάλυψαν ότι οι αναλογίες γοφών-μέσης και στήθους-μέσης της κλεψυδρομούνας προσεγγίζουν την χρυσή αναλογία (φ =1.618). Όταν βέβαια οι πρόγονοι του Fibonacci έτρωγαν ρίζες και περιττώματα, εμείς οι Έλληνες σμιλεύαμε κλεψυδρομούνες με αναλογίες φ σαν την Αφροδίτη της Μήλου, ευφραίνοντας μάτια και ψυχές.

Β. Πανταχού παρούσες ανά τους αιώνες
Ο καθηγητής Devendra Singh του Πανεπιστημίου Texas (Austin) ανέτρεξε σε 345.000 λογοτεχνικά έργα (16ο - 18ο αιώνες) διαπιστώνοντας ότι κάθε ρομαντική πλοκή είχε ως ηρωίδα κλεψυδρομούνα. Η ίδια μελέτη απαριθμεί πολλές κολακευτικές αναφορές σε κλεψυδρομούνες που πρωταγωνιστούν σε έργα Ινδών συγγραφέων του 1ου αιώνα, αλλά και σε κινέζικα κείμενα του 4ου αιώνα.

Ανάλογες μελέτες αποφάνθηκαν ότι όλα τα μοντέλα centerfold του Playboy κατά τα έτη 1957-1987 υπήρξαν κλεψυδρομούνες με περικεφαλαία!

Γ. Βιολογικοί παράγοντες
Η σύγχρονη ιατρική αποδεικνύει πέρα κάθε αμφιβολίας ότι οι κλεψυδρομούνες αποτελούν την επιτομή της καλής υγείας και διαθέτουν υψηλά επίπεδα ορμονών που αυξάνουν την γονιμότητα.

Δ. Πορνοδιαστροφικές διαστάσεις
Οι κλεψυδρομούνες προσφέρουν βέλτιστη οπτική και απτική ηδονή σε κάθε ερωτική στάση: ο μέγας και τερπνός τους κώλος καθίσταται λίαν τουριστικός σε περίπτωση οπίσθιας συνουσίας, τα δε πλούσια βυζιά τους ευφραίνουν την καρδίαν όσων άγονται ιεραποστολικώς.

Δυστυχώς όμως, οι ίδιες ορμόνες που καθιστούν τις κλεψυδρομούνες τόσο λιμπιντιάρες αυξάνουν εκθετικά και την ροπή τους στην απιστία και το κέρατο. Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια!

Γνωστές κλεψυδρομούνες υπήρξαν/είναι οι Marilyn Monroe, Sophia Loren, Jayne Mansfield, Tyra Banks και Jessica Alba.

Βλ. επίσης μπουκαλομούνα, αρχοντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, μηλαρού, Φρατζολίνα Ζολί, λεβεντομούνα.

«Πρόκειται για ένα εγγενές μάλλον χαρακτηριστικό της αντρικής φύσης παρά για μια τάση της δυτικής κουλτούρας που αποκτά χαρακτηριστικά μόδας. Αυτό άλλωστε φαίνεται μέσα από τα έργα τριών αιώνων. Ότι πρόκειται δηλαδή για μια διαχρονική προτίμηση και όχι για ένα κατασκεύασμα των παγκόσμιων μέσων μαζικής ενημέρωσης».
(Devendra Singh, αναφερόμενος στην υπεροχή της κλεψυδρομούνας στην διατροφική αλυσίδα του σεξ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που θυμίζει αχλάδι. Οι αχλαδομούνες διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλη περιφέρεια, ενώ ο κώλος και τα μπούτια τους λειτουργούν ως αποθήκες λίπους και κυτταρίτιδας. Το πρόσωπο, ο κορμός και η κοιλιά τους παραδόξως διατηρούν λεπτά και ντελικάτα χαρακτηριστικά. Από βυζί: στη καλύτερη περίπτωση μπανανόβυζα και στην χειρότερη θηλές-ξεροσφύρι. H πιο διαδεδομένη εγχώρια ποικιλία αχλαδομούνας είναι η λεγόμενη κοντούλα.

Τα καλά νέα είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι αχλαδομούνες αντιμετωπίζουν λιγότερους κίνδυνους καρδιοαγγειακών νόσων τόσο από τις μηλαρούδες όσο και από τις φραντζολίνες. Τα κακά νέα είναι ότι δεν υπάρχουν άλλα καλά νέα.

Ενώ η αρχέτυπη αχλαδομούνα είναι ξεπλένω, υπάρχουν πολλές με εκθαμβωτικά πρόσωπα. Όσες δεν το βάζουν κάτω βαλαντώνουν νυχθημερόν με σισύφειο ζήλο στα γυμναστήρια προσπαθώντας σκληρά αλλά επί ματαίω να υπερνικήσουν την γεννητική τους τροχοπέδη. Οι έξυπνες αχλαδομούνες, όπως μας πληροφορεί στα σχόλια το poniroskylo «δεν παιδεύονται να μειώσουν τις περιφέρειες - όπερ ανέφικτο - αλλά να ανοίξουν/φαρδύνουν τις πλάτες».

Οι χειρότεροι εχθροί της αχλαδομούνας είναι το ίδιο τους το DNA καθώς και η μάσα. Η δίαιτα απλώς αποτρέπει τον πλήρη εκφακλανισμό τους, χωρίς να τους χαρίζει την επιθυμητή σιλουέτα

Ο πιστότερος φίλος της είναι η κωλόκρυψη, που πείθει μόνο τους πλέον αγαθομούνηδες. Στην δε προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν αναλογίες – Fibonacci, πολλές καταφεύγουν σε εμφυτεύσεις σιλικόνης και λιποαναρρόφηση.

Ινδάλματα κάθε αχλαδομούνας είναι φυσικά οι Jennifer Lopez, η Βeyoncé, η Shakira το ψωλαρμενάκιKim Kardashian και η Κατερίνα Γκαγκάκη.

- Λίλιαν: Θεόμουνό μου εσύ, if I told you had a beautiful body, would you hold it against me;

- Λαόυρα: 'φχαριστώ βρε φιλενάδα, αλλά δεν ήμουν πάντα έτσι. Γεννήθηκα – σνιφ-σνιφ- κλαψ-κλαψ! – αχλαδομούνα!

- Λίλιαν: Δεν το πιστεύω! Και πως έγινες τέτοια κλεψυδρομούνα;

- Λαόυρα: Το κερασάκι στη τούρτα ήταν όταν το slang.gr ανάρτησε μύδι μου με λεζάντα «εκτο-ενδομορφική αχλαδομουνοπατσαβούρα» στο λήμμα σαβουρογαμόσαυρος. Την έκανα αμέσως για San Diego όπου έβαλα ψεύτικες βυζούμπες, έκανα λιποαναρρόφηση, φόρεσα πεοχειλουδάκια και προσέλαβα τον ΡΤΠ για πέρσοναλ τρέηνερ!

- Λίλιαν: Tom Pοusti!!

Βλ. και αχλαδομουνοπατσαβούρα, αχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως:

  1. Ο πρωκτός, ο δακτύλιος του πρωκτού. Βλ. του τρώω το κουλούρι.

  2. Το μηδενικό. Αυτοαναφορικώς, τα μηδέν άστρα σε λήμμα, τα οποία συνήθως δίνονται κακοπροαίρετα, εκτός κι αν τύχει το λήμμα να είναι ταυτόχρονα εξώφθαλμα μη σλανγκ και λάθος ορισμός.

Οπότε, κερνάω κουλούρι, σημαίνει και τα δύο παραπάνω, δηλ. είτε στήνω κώλο, είτε βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο». Αυτή η κάθε άλλο παρά τυχαία σύμπτωση, δίνει αφορμή στον Σλάνγκο για έναν εύκολο (αλλά καθ΄όλα θεμιτό σλανγκικώς) αστεϊσμό εις βάρος του κατωποντοδότη σου. Μπορεί να του πει «σ' ευχαριστώ που με κέρασες κουλούρι», που μπορεί να εκληφθεί και ως ύψιστη ανεξικακία, αλλά και ως υπονοούμενο ότι «έκατσες και σε γάμησα απ' τον κώλο», και σε κάθε περίπτωση, ότι ο κατωποντοδότης κουλουρατζής είναι μια πρωκτικάντζα.

Ο κατωποντοδότης κουλουρατζής έχει σλανγκισθεί από τον χρήστη Vrastaman και ως Κίμων Κουλούρης (σ.ς.: γλωσσικός μόνο ο συνειρμός;, αναρωτώμαι) και η αόρατη χειρ του ως «χειρ του Κίμωνος» κατά το Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η. Επίσης, για την επέλαση ορδών από κουλουρατζήδες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η έκφραση γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια. Καθώς μάλιστα, κατά τον GATZMAN, τα κουλούρια είναι ένα νηστήσιμο έδεσμα που τρώγεται ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Σαρακοστής.

  1. Από bourdela.tv:

Αποφασισμένος για κουλούρι καταθέτω το σεβαστό ποσό και διαβαίνω εις το στρόγγυλο κρεβάτι.Κάνω ένα τσιγαράκι, χαζεύω λίγο τσόντα (παρεμπιπτόντως, δεν έχω πετύχει ποτέ σε κάποιον εκ' των οίκων τσόντα με γνωστούς πρωταγωνιστές) και μπαίνει η καυλιάρα η οποία μου λέει πως μόλις έχει κάνει μπάνιο (στα θετικά αυτό).

  1. -Με κέρασε κουλούρι η καθηγήτρια!
    -Τυχεράκια!

  2. Πικραμένος Σλάνγκος που το ρίχνει στο χιούμορ:
    -Ρε παιδιά, ποιος από σας ήταν που με κέρασε κουλούρι; Πολύ μ' εξίταρε, να το ξανακάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλο κώλο, στην ίδια συνομοταξία με τον ψωλαρά και τον πουτσαρά. Κοινώς γνωστός και ως χοντροκώλης.

  1. Ποίησης εγκώμιον:

Ο κωλαράς Μενέλαος, ο μέγας Αχιλλέας, ο Οδυσσέας κι ο Πάτροκλος, το αρχίδι της παρέας. Έξω απ' τα τείχη κάθισαν τσαμπουκαλήδες όλοι και έκαναν προσπάθεια να πάρουνε την πόλη. Τα γύρω τα περίχωρα τα είχανε ξεκάνει κι όλο τον τόπο γενικά μπουρδέλο είχαν κάνει.

(από BuBis, 26/08/09)

Δες και -άρας, -αράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified