Further tags

Το ασθενοφόρο.

Χαρακτηριστικό δείγμα μιας σειράς λογοπαιγνίων που βασίζονται στην διακωμώδηση της τουρκικής γλώσσας.

Τα λογοπαίγνια αυτά αποτελούνται από δυο, συνήθως, λέξεις. Είναι, είτε:

  • δυο λέξεις τούρκικες, η τουρκικής προέλευσης, που έχουν πλήρως ενσωματωθεί στο ελληνικά και είναι απόλυτα κατανοητές σχεδόν από κάθε ελληνόφωνο, π.χ. ζαρζαβάτ πασά, ή,
  • μια λέξη τούρκικη, ως ανωτέρω, και μια λέξη ελληνική, εν μέρει παραμορφωμένη ώστε να ηχεί τουρκική, συνήθως με την περικοπή φωνήεντος από την κατάληξή της π.χ. ξεφτίλ παρά.

    Οι συνδυασμοί που παράγονται δεν υπάρχουν ως φράσεις στα τούρκικα, πλην ελαχίστων εξαιρεσεων π.χ. μπουζ ντουλάπ. Από Τούρκους που δεν ξέρουν ελληνικά, κάποιοι γίνονται κατανοητοί, μετά από λίγη σκέψη, άλλοι όχι. Κάποιοι, λίγοι, τα βρίσκουν αστεία, οι περισσότεροι όχι.

Στα ελληνικά, οι φράσεις λειτουργούν κυρίως ως ατάκες ανεκδότων, π.χ:

[I]- Πώς είναι στα τούρκικα η χειροβομβίδα;
- Δεν ξέρω, πώς είναι στα τούρκικα η χειρομβομβίδα;
- Μπαρούτ κεφτέ... αχαχαχαχα... [/I]

Το καλαμπούρι εν μέρει προκύπτει από την παραμόρφωση των λέξεων, εν μέρει από το απροσδόκητο των συνδυασμών αλλά κύρίως από το γεγονός ότι οι φράσεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται ως γνησίως τούρκικες - και όχι ως κατασκευασμένα λογοπαίγνια, κάποια λιγότερο, κάποια περισσότερο ευρηματικά. Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι φράσεις αυτές την προκατάληψη του μέσου Έλληνα ότι τα τούρκικα είναι γλώσσα από άξεστη έως αστεία και τα στερεότυπα περί μπουνταλάδων Τούρκων κλπ.

Στο στόχαστρο του καλαμπουριού μπαίνουν και οι τουρκομερίτες Έλληνες πρόσφυγες - οι φράσεις ειρωνεύονται το γεγονός ότι ανακατεύουν στην ομιλία τους τούρκικες λέξεις και εκφράσεις καθώς και την προφορά τους στα ελληνικά.

Έχουν επίσης αυτές οι mots faux turcs και μειωτικό χαρακτήρα, π.χ. ένα κομπιούτερ που το περιγράφουμε ως μπλιμπλίκ ντουλάπ μάλλον δεν είναι υψηλών προδιαγραφών ενώ οι γιατροί δηλώνουν την περιφρόνησή τους για τους κτηνιάτρους αποκαλώντας τους χαϊβάν ντοκτόρ.

Πολυγραφημένες λίστες με ντεμέκ τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν, επιβεβαιωμένα, σε σχολεία στην δεκαετία του '50. Μια εκδοχή λέει ότι ήταν δημοφιλείς λόγω της αναζοπύρωσης των αντιτουρκικών αισθημάτων που είχαν προκαλέσει στην Ελλάδα τα γεγονότα της Πόλης του 1955 και οι εξελίξεις της εποχής στο Κυπριακό. Παρά το γεγονός ότι το χιούμορ αυτό θεωρείται εδώ και καιρό μάλλον αφελές και ξεπερασμένο, το είδος έχει επιβιώσει - έστω σε περιορισμένη έκταση - και στο Ίντερνετ και μάλιστα υπάρχουν και δείγματα προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα, π.χ. η τηλεδιάσκεψη που έχει αποδοθεί ως παρτούζ τελεφόν.

Στην Τουρκία δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο διακωμώδησης της ελληνικής γλώσσας. Το πλησιέστερο παράδειγμα που γνωρίζουμε είναι τα franglais, με την έννοια που έχει η λέξη στην Αγγλία, όχι στη Γαλλία - η κατασκευή προτάσεων με ανάμεικτες γαλλικές και αγγλικές λέξεις και με την κατά λέξη μετάφραση στα γαλλικά αγγλικών ιδιωματισμών, π.χ. Je ne care pas, ή longtemps pas voir. Στην περίπτωση των franglais, πάντως, βασικός στόχος είναι οι Άγγλοι που χειρίζονται άσχημα την γαλλική γλώσσα και λιγότερο τα ίδια τα γαλλικά.

Οι ψευδεπίγραφες τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου δεν πρέπει να συγχέονται με τις γνήσιες τούρκικες φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιούνται ατόφιες στα ελληνικά π.χ. ταμάμ, γιαλαντζί, εκμέκ κανταΐφι, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ. Δεν πρέπει να συγχέονται επίσης με φράσεις όπως το χανούμ μπουρέκ και το σουλτάν μερεμέτι -, τουρκογενείς μεν αλλά που δεν υπάρχουν στα τούρκικα και που έχουν ιστορικά σαφή σημασία στα ελληνικά, όχι επί τούτου ειρωνική.

Στα παραδείγματα που ακολουθούν δίνεται η ελληνική λέξη, η ντεμέκ τούρκικη φράση και, τέλος, η μετάφραση στα τούρκικα.

Πώς είναι στα Τούρκικα...

  • αναπηρική σύνταξη: σακάτ μπαξίς: sakatlık maaşı
  • ανελκυστήρας: νταχτιρντί ντουλάπ, νταχτιρντί μπαούλο, σούρτα φέρτα ντουλάπ: asansör
  • ασθενοφόρο: σακάτ αραμπά: ambulans
  • αεροδρόμιο: χαβά λιμάνι: hava limani
  • βέρα: μπουνταλά χαλκά: alyans
  • Βιάγκρα: τσουτσούν μπαρούτ
  • βιβλιάριο απόρων κορασίδων: μπατίρ χανούμ τεφτέρ
  • γεωπόνος: ζαρζαβάτ ντοκτόρ: tarımcı
  • δάσκαλος: τσογλάν αγά: öğretmen
  • δημόσιος υπάλληλος: τεφτέρ τσογλάν: memur
  • διαζύγιο: άι σικτίρ χανούμ μπελά: boşanma
  • εκπτώσεις: ξεφτίλ παρά: indirim
  • ελικόπτερο: σαματά ζουζούν: helikopter
  • Η λίμνη των κύκνων: παπί χαβούζ: kuğu gölü
  • χρηματοκιβώτιο: παρά σεντούκ: kasa
  • θωρηκτό: τσαμπουκά παπόρ: savaş gemisi
  • Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης: γιουβαρλάκ σοφρά εφέντες: Yuvarlak Masa Şövalyeleri
  • κηπουρός: ζαρζαβάτ πασά, ζαρζαβάτ τσογλάν: bahçıvan
  • κομπιούτερ: μπλιμπλίκ ντουλάπ: kompüter
  • κτηνίατρος: χαϊβάν ντοκτόρ: veteriner
  • μακιγιάζ: χανούμ σοβά μερεμέτ: makyaj
  • μαλακία: τσουτσούν νταχτιρντί: otuz bir çekmek
  • Μητσοτάκης: Γκαντέμ Πασά
  • ναυμαχία: καϊκ καυγά: deniz savaşı
  • νεκροταφείο: ψοφίμ μπαχτσέ, ραχάτ μπαξέ: mezarlık
  • νοσοκομείο: σακάτ οντάς: hastane
  • παιδίατρος: τσογλάν ντοκτόρ: çocuk doktoru
  • πεθερά: σιχτίρ χανούμ: kayınvalide
  • πεταλούδα: εμπριμέ κουνούπ: kelebek
  • πολυβόλο: ταμ ταμ μαραφέτι: makineli, mitralyöz.
  • προφυλακτικό: τσουτσούν φερετζέ: prezervatif, kaput
  • πρώτη νύχτα του γάμου: τσουτσού σεφτέ
  • ραδιόφωνο: τζερτζελέ μαραφέτ, σαματά κουτί: radyo
  • σουτιέν: μεμέ ζεμπίλ, μαστάρ ντορβά
  • σπέρμα: τσουτσού σορόπ, τσουτσού καιμάκ, τσουτσούμ σογιού: meni
  • σχολείο: τσογλάν μαντρί: okul
  • τανκ: σαματά τουτού, τσαμπουκά τουτού, τσαμπουκά τρακτέρ: tank
  • ταχυδρόμος: χαμπέρ χαμάλ: postacı
  • τηλεδιάσκεψη: παρτούζ τελεφόν: telekonferans
  • τηλεόραση: μπανιστήρ ντουλάπ: televizyon
  • υποβρύχιο: μπαμπές παπόρ: denizaltı
  • χειροβομβίδα: μπαρούτ κεφτέ, μπουμ κεφτέ: el bombası
  • ψυγείο: μπουζ ντουλάπ, τουρτούρ ντουλάπ: buzdolabı

περιέχει διάφορα (από Khan, 17/11/10)

To λήμμα, ο ορισμός και τα παραδείγματα δεν ανήκουν σε κάποιον συγκεκριμένο χρήστη και είναι ανοιχτά για συμπλήρωση από όλους στο slang.gr, εξ ου και η υπογραφή είναι slang.gr collective. Όποιος θέλει να συμπληρώσει κάτι, ας στείλει αναφορά στην Συντακτική Ομάδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».

Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...

Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;

  1. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε: ούτε γάτα, ούτε ζημιά! μπρακ-λακριντι.

ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!

Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.

Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]

[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.

(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)

  1. Αναμνήσεις μυτιληνιού βετεράνου της Μικρασιατικής 1919-22. Ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει την συνοχή του στρατεύματος, προστατεύοντας αγαθιάρη φαντάρο από τις κοροϊδίες των συναδέλφων του (στις οποίες βεβαίως συμμετείχε μιά χαρά και ο ίδιος ο αφηγητής). Απο το βιβλίο του Τάκη Κόντου «Μικρασία τέλος», Αθήνα 1980.

- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...

  1. [...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».

  2. Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
    bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
    bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
    bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.

Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σχήμα καθ' υπερβολήν.

Όταν μιλάμε για κάτι στο παρελθον - που ίσως και να μην έχει τελειώσει ακόμη - θέλουμε να δείξουμε ότι κράτησε τόσο πολύ που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Ο ανθρωπος Θανο ειναι καραγκιοζης. Εχει αλλαξει ολες της ομαδας της ψωροκωσταινας,και παραπερα τιποτα. Ειναι απο τους λιγους ποδοσφαιριστες που ενω υπηρξαν επιθετικοι λατρευοι σαν προπονητης να παιζει αμυντικα και στη κοντρα με αντεπιθεσεις. τον λατρεψαν γιατι ψηλομαζεψε τα χαλια καποιων ομαδων,αλλα γιατι δεν γινεται ΛΟΧΙΑΣ; Κομπλαιξηκος,και ητοπαθεις,το γεγονος οτι ειναι σαραντα χρονια τουρκικα σε αυτο το τοπο και δεν μηλα ελληνικα,τα λεει ολα. ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ... (Από εδώ).

Σαράντα χρόνια τούρκικα πέρασαν και δεν κατάφεραν να τον τελειώσουν τον κωλόδρομο. Τόσο άχρηστοι είναι όλοι τους. (Από εδώ).

'Οταν αναφέρομαστε στο μέλλον, εννοούμε ότι θα περιμένουμε πάρα πολύ, επ' αόριστον - και μπορεί, τελικά, αυτό που περιμένουμε να μην γίνει και ποτέ.

Και βέβαια, οι καταστηματάρχες θέλουν να αποζημιωθούν κι έχουν όλα τα δίκια του κόσμου. Αλλά, να αποζημιωθούν από ποιον; Από τις ασφαλιστικές εταιρείες; Μα, οι ασφαλιστικές εταιρείες εδώ και χρόνια δεν ασφαλίζουν καταστήματα του κέντρου των Αθηνών, για ευνόητους λόγους. Από το «κράτος»; Αστεία πράγματα! Αν τα πάρουν, θα τα πάρουν σε «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέμε. Μέχρι τότε οι καταστηματάρχες θα πρέπει να αποκαταστήσουν τις ζημιές από την τσέπη τους –αν έχουν, που δεν έχουν- και να περιμένουν τα «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέγαμε. (Από εκεί).

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, στο σάιτ lexilogia.gr ο χρήστης palavra υποστηρίζει πειστικά ότι συνδέεται με την τούρκικη φράση kırk yıl - σημαίνει ακριβώς σαράντα χρόνια και οι Τούρκοι την χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι κάτι διαρκεί πάρα πολύ καιρό. (Δείτε τι γράφει εδώ). Διατυπώνει επίσης και την άποψη ότι η επιλογή του αριθμού σαράντα ειδικά αντανακλά την σημασία που έχει ο συγκεκριμένος αριθμός στην θρησκευτική παράδοση και την ορθόδοξη και την ισλαμική - σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες περίμενε ο Μωυσής στο όρος Σινά για τις Δέκα Εντολές, σαράντα χρονών ήταν ο Μωάμεθ όταν του αποκαλύφθηκε ο πρώτος στίχος από το Κοράνι, τα μωρά σαραντίζουν, τα σαράντα του πεθαμένου κ.λπ.

Βέβαια, στην τρέχουσα χρήση, το σαράντα αντικαθίσταται και από άλλους αριθμούς, πάντα μεγαλύτερους για να τονισθεί το στοιχείο της υπερβολής - π.χ. πενήντα, διακόσια, τριακόσια ή και χίλια χρόνια τούρκικα.

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, απεφάνθη το δικαστήριο, δεν ακυρώνεται όσος καιρός και να περάσει (χίλια χρόνια τουρκικά που λέμε στον τόπο μας) εφόσον υπάρχει ιδιοκτήτης ή οι κληρονόμοι του κατέχουν τίτλο ιδιοκτησίας. (Από εδώ).

Βλ. και ρούσικη ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρασιάτικος ιδιωματισμός στη φράση: «ξηγιέμαι φιλάμ φιστίκ», που ισοδυναμεί με το «ξηγιέμαι αλμυρό φιστίκι».

Ο όρος προέρχεται από το τουρκικό filan (= τάδε, δείνα), που παρεφθάρη σε «φιλάμ» λόγω του αρχικού χειλικού συμφώνου της επόμενης λέξης («φιστίκι»), και του επίσης τουρκικού fιstιk (= φιστίκι) < ελλ. πιστάκιον < αγν. ετύμου.

Σήμερα μάλλον σπάνια έκφραση, που χρησιμοποιείται μόνο από γηραιότερους προσφυγικής καταγωγής.

Πώς την έχεις δει; Νομίζεις ότι μπορείς να ξηγιέσαι φιλάμ φιστίκ σε τα μας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιγά-σιγά, άραξε!

Μας μεταλαμπαδεύτηκε από την φίλη και σύμμαχο και γείτονα Οθωμανία, πρώτα μέσω τση προσφυγιάς και εν συνεχεία μέσω κολλημένων-στο-μπανιστήρ-ντουλάπ μαμάδων χρυσαυγιτώνε κι όχι μόνον.

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά. Αντώνυμο: τσαμπούκ-τσαμπούκ (εκ του çabuk, γρήγορα). Μέλι να Φανή αν θα καθιερωθεί από την σλαγκολογιά και το καραχειροκροτηθέν Ερντογκανικό τσιτάτο καζάν-καζάν (ελληνιστί: γουίν-γουίν).

1. Γιαβάς - γιαβάς το Κτηματολόγιο

2.
♫ Γκελ γκελ Καϊξή
γιαβάς γιαβάς
Μεσ’της Πόλης τ’ακρογιάλι
μέσ’τη σιγαλιά
μεσ’του Χαρεμιού τη Λίμνη
γκέλ γκέλ Καιξή ♫
(Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης)

3. «Το ’να μου φωνάζει ‘‘γιες’’/ τ’ άλλο μου φωνάζει ‘‘για’’/ τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά», λέει ένα πασίγνωστο μετακατοχικού τραγουδάκι. Σήμερα, τα παιδάκια μας λένε «σόρι» και «θενκ γιου», αλλά και «ταμάμ» και «γιαβάς γιαβάς», καθώς η τηλεόραση παραδίδει μαθήματα τουρκικής άνευ διδασκάλου.

Καζάν-καζάν (από σφυρίζων, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η λύση, η θεραπεία.

Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

  1. - Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.

  2. - Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.

  3. - Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.

Ασθενής, απευθυνόμενος σε νοσοκόμα:Θέλω θεραπεία--Νοσοκόμα: Που τσαρές; (Που να σε θεραπεύσω;)   (από GATZMAN, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά είναι «η πίτα της κυρίας» (τούρκικο). Συνήθως το χανούμ μπουρέκ αναφέρεται σε ένα είδος ατομικού γαλακτομπούρεκου, αλλά πολλές φορές ονομάζονται ως χανούμ μπουρέκ διάφορα φαγητά (είναι γεγονός ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση για το ποιο φαγητό ή γλυκό είναι το χανούμ μπουρέκ και θα μπορούσα να απλώσω σεντόνι αλλά θα κατηγορηθώ ότι δεν είναι σλάνγκ).

  2. Ως χαρακτηρισμός είναι η παχιά και αφράτη γυναίκα συνήθως κοντού αναστήματος και με ιδιαίτερα μεγάλη περιφέρεια. Ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ότι το χανούμ μπουρέκ είναι ένα είδος γαλακτομπούρεκου και ως εκ τούτου η γυναίκα χανούμ μπουρέκ είναι παχιά και αφράτη όπως η κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Το χανούμ μπουρέκ με αυτή την έννοια δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά αλλά χρησιμοποιείται από άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες με πολύ μεγάλες περιφέρειες για να εκφράσουν θαυμασμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η γυναίκα χανούμ μπουρέκ ΔΕΝ είναι η νταρντάνα ανδρογυναίκα αλλά η, κατά αυτούς που τους αρέσει, ερωτική χοντρούλα.

  3. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλήβδην γυναίκες από την Μέση Ανατολή.

  4. Ο όρος αναφέρεται επίσης και σε τραγούδια ανατολίτικης προέλευσης, συνήθως τσιφτετελοειδούς ρυθμού.

  1. Πήγα χθες στον Χατζή και πήρα ένα χανούμ μπουρέκ, μόλις το είχε σιροπιάσει! Ναρκωτικό σκέτο σου λέω!

  2. - Κοίτα η Μαιρούλα κούνημα, σαν κρέμα τρίζει το κωλομέρι της! - Άστα, χανούμ μπουρέκ είναι η Μαιρούλα. Να τη βάλεις κάτω, να χωθείς μέσα στα βυζιά της και τα κωλομέρια της και να χαθείς μες στον παράδεισο!

  3. ...Τελικά το αποφάσισα, είμαι ανατολίτισσα χανούμ μπουρέκ κι ας με πέταξε η μοίρα μου στα ανατολικά παράλια του Ατλαντικού... (απόεδώ).

  4. Ένα από τα προβλήματα που έχω με την Ελλάδα είναι αυτή η μόνιμη αλλοιθώρια στην ανατολά. Τα χανούμ μπουρέκ κωλοτράγουδα, τα ντέφια και οι λαϊκούρες που τις χαίρεται ο Αμπντούλ στην Βαγδάτη και την Δαμασκό... (από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified