Further tags

Μια λέξη σταθμός στην ιστορία της ελληνικής (για να μην πω παγκόσμιας) σλανγκ. Μια λέξη που τα λέει όλα χωρίς να λέει τίποτα. Μια λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται:

  • για να πούμε ότι μια κατάσταση είναι πολύ μπερδεγουέη
  • για να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό μας για κάποιο γεγονός
  • όταν δεν έχουμε τι να πούμε αλλά θέλουμε να πούμε οπωσδήποτε κάτι

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η λέξη πλάστηκε από τον Γ. Μαρκόπουλο συνθέτη και στιχουργό του ομώνυμου τραγουδιού.

Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν σημαίνει κάτι η λέξη. Σύμφωνα με μια εκδοχή (δες εδώ) ο ίδιος ο στιχουργός έχει αναφέρει ότι πρόκειται για αρχαίες ελληνικές λέξεις

  • Ζάβαρα = Λάβαρα
  • Κάτρα = Μαύρα
  • Νέμια = Ανέμισαν

Συνολικά οι στίχοι σημαίνουν «Λάβαρα μαύρα ανέμισαν (πειρατές) και παρακαλούμε για έλεος»

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (δες εδώ) ο στιχουργός έχει αναφέρει ότι όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι ελληνικές

  • Η λέξη «Αλληλούια» δεν είναι η γνωστή εβραϊκή λέξη, αλλά η ελληνική λέξη «αλληλουχία» (από την οποία αφαιρέθηκε το χ).
  • Η λέξη «Ζαβαρα» προέρχεται από τη λέξη Ζευς
  • Η λέξη «Νάμα» σημαίνει βάπτισμα
  • Η λέξη «Λάμα» σημαίνει λάμα (μαχαιριού)
  • Η λέξη «Νέμια» σημαίνει ηρεμία
  • Η λέξη «Ίλεως» σημαίνει σπλαχνικός

Αντί παραδείγματος παρατίθονται οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού
Στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
(Πρώτη κυκλοφορία στο δίσκο του Γ. Μαρκόπουλου «Επιχείρησις Απόλλων» - 1968)

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ίλεως ίλεως ίλεως
ίλεως ίλεως νέμια
Ίλεως ίλεως ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια
Αλληλούια αλληλούια

(από Doctor, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα το πέρναγα βρέξει χιονίσει αλλά το έχωσε και η μαριαηομορφη στο πρόχειρο.

Προέρχεται από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας και το λέει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τελευταίες μέρες.

Ο τύπος που το λέει στη διαφήμιση είναι φλωράς και βλακόμετρο αλλά στη σλανγκ το λέμε ειρωνικά όταν είμαστε σίγουροι για ένα συμπέρασμα που βγάλαμε και ειρωνευόμαστε το συνομιλητή μας που μας αμφισβητεί.

Ρε συ σου λέω αφού το ξέρω σίγουρα, η Μαρία δεν έχει γκόμενο.
— Λες μαλακίες, έχει και παραέχει. Χτες βράδυ την πήραμε τόσα τηλ. και δεν απάνταγε. Τυχαίο; δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλισεδιάρικη επίκληση ελέωρος, όχι φανατικά (το “κάπου” λειτουργεί υπονομευτικά γιατί), αλλά σε φάση: "τι φάση;", *"τιντούτο πχια"*, "ελαπαναΐαμ". Χρησιμοποιείται για να κλείσει μια φράση στην οποία σχολιάστηκε μεγαλειώδης μπαρούφα.

  1. Η Καλογεροπουλου πιστεύει ότι θα κάτσει η Μερκελ να γραμμωσει μαζί με τον Σοιμπλε τον Βαγγελα Μειμαρακη: Ελεος καπου..#enikos. ΕΔΩ

  2. -Είναι δηλαδή ο Νίκος Φίλης ο καλύτερος που μπορεί να βρει στη χώρα ο πρωθυπουργός για να αναλάβει τον κρίσιμο τομέα της Παιδείας;
    -Δεν έχει καλύτερο, Θες και συ αστακό από γαβάθα με τα σαφριδια... έλεος κάπου. ΕΔΩ

  3. "Εχω ενα πύραυλο μεσα" λεει. κι εκει που χαμογελάω πονηρά, παει και φερνει το παγωτο, ΕΛΕΟΣ δηλαδη καπου. ΕΔΩ

  4. "Δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει τη χρήση κάμερας από αστυνομικούς" ειναι τώρα το επιχέιρημα. ΕΛΕΟC ΚΑΠΟΥ. (εδώ)

και σε γκρίκλις του κώλου:

-δεν βαράμε στο πρόσωπο όσους φοράνε γυαλιά! Eleow kapou!
-eleow kapoy γράφεται μου θες και να τουιτάρεις με τόσα ορθογραφικά... ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υψίστου εκπλήξεως. Προϋπήρξε των Απαράδεκτων και συνεχίζει τον ανεξάρτητο βίο της, αλλά η ερμηνεία του Σπύρου Παπαδόπουλου σημάδεψε οριστικά αυτήν την ατάκα. Παρακαλώ προσοχή στο λίνκ που δίνει η βικούλα στο «κοιτάζοντας την κάμερα».

Για όποιον έχει εντρυφήσει στο απόγειο του σουρεαλισμού στην ελληνική τηλεόραση, αποτελεί κριτήριο ανάλογο του καφέ βαν ντάικ για την άλλη μεγάλη τηλεπαρέα.

Όχι, καν, δεν αξίζει καταχωρίσεως, κακώς, κάκιστα το έβαλες στο δουπού, θα λάβεις πουμού εν καιρώ.

Στο πιο σοβαρό, είναι το ύφος αυτού που λέει την ατάκα και όχι τόσο η ατάκα (που είναι υπέρ το δέον κλασσική) που παράγει καταχωρισιμότητα.

Αδάμαντος 4 και τα μυαλά στα μπλε!

  1. - Έεεεεεεεεεεεεεεεπ!!! Τι έγινε ρε παιδιά;;; Βρήκα υλικό για επανάσταση;;

  2. - Ωχ!! Μας την πέσανε οι μπάτσοι, λολ!!
    - Τι έγινε ρε παιδιά;;;
    - Συλλαμβάνεστε για ένοπλη ληστεία λολ.

1.10: - Τι έγινε ρε παιδιά; Πώς βρέθηκε εδώ η συντρόφισσα; 5.00: Τι έγινε ρε παιδιά; Προβοκάτσια μες στο ίδιο μου το σπίτι; 6.00: Τι έγινε ρε παιδιά; Γιατί με κυνηγάει όλο αυτό το κόμμα ρε γαμώτη;  (από Khan, 03/10/09)φιλάκια! (από BuBis, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Cult φράση, με ρίζα στο μακρινό 1968 και την ταινία Κορίτσια στον Ήλιο. Η χρήση της είναι ευρεία, κυρίως λόγω του κωμικού της στοιχείου που πηγάζει απευθείας από την σκηνή στην οποία ειπώθηκε. Σε αυτήν, ο αγαθός βοσκός κυνηγάει την τουρίστρια Άνναμπελ, θέλοντας να της προσφέρει αμύγδαλα. Η τουρίστρια, μην γνωρίζοντας ελληνικά, τρέχει τρομαγμένη από την εμφάνιση και τους «χωριάτικους» τρόπους του φοβούμενη τα χειρότερα.

Η φράση χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό περιστάσεων, ωστόσο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το κωμικό στοιχείο (χωρίς η ταινία να είναι κωμωδία), η χρήση κατά κύριο λόγο αποπνέει την κοινωνική αγνότητα εκείνης της εποχής της Ελλάδας, που αποτυπώνεται τόσο πετυχημένα στο φιλμ.

Η συνήθης χρήση γίνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος βιάζεται (λόγω ή έργω) και κάποιος άλλος προσπαθεί να τον κάνει να κατεβάσει στροφές. Επίσης χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου διέρχεται μια όμορφη γυναίκα οπότε η φράση έχει την έννοια του «κάτσε να σε τρατάρω». Τέλος, το «μύγδαλα», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό κάθε φορά που κάποιος λέει «στάσου».

Η επιτυχία της ταινίας και το γεγονός ότι αποτελεί μέρος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, έχουν εξασφαλίσει τις συχνές προβολές της στην τηλεόραση, διατηρώντας όπως είναι λογικό τη διαχρονικότητα της ίδιας αλλά και της φράσης. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι συντελεστές της ταινίας αποτελούν ένα Who’s-Who του ελληνικού κινηματογράφου:

Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκος Κουτελιδάκης
Μοντάζ: Αριστείδης Καρύδης-Fuchs
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Ηθοποιοί: Γιάννης Βόγλης, Ann Lonnberg, Κώστας Μπάκας, Βαγγέλης Καζάν, Μιράντα Μυράτ.

3 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1968 και υποψήφια για χρυσή σφαίρα ξένης ταινίας 1969

  1. - Ρε συ ο Μάκης δεν είναι αυτός που τρέχει;!
    - Ναι...
    - Μάκη, Μάκη, Μάααααακη! Στάσου, Μύγδαλα!

  2. - Πρέπει να προλάβω την Τράπεζα!
    - Περίμενε να τελειώσω εδώ γιατί θέλω και γω.
    - Φεύγω σου λέω!
    - Στάσου! - Μύγδαλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα τι ογκώδες και ενοχλητικόν. Λέξις μάλλον ηχοποίητος.

Ιδέ και μπούμπιστρο και μαρκούτσι.

  1. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  2. - Να βάλεις κράνος, παιδάκι μου.
    - Σιγά μη βάλω τον γκαρίτσαφλο ρε μάνα, παπί έχω, όχι χιλιάρα μηχανή και θάνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα το οποίο δεν θέλουμε ή δεν γνωρίζουμε να κατονομάσουμε και το οποίο (απαραιτήτως) καταλαμβάνει χώρο. Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του χώρου που καταλαμβάνει και της ενόχλησης που δύναται να παράξει ένα τοιούτον τι αντικείμενον.

Πάρε αυτό το μπούμπιστρο από δω πέρα που τό 'χεις παρατημένο 5 μήνες και δεν μπορούμε να περάσουμε μη φάει το φαερόπ του...

http://www.boosbistro.ca (από Vrastaman, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και όχι απαραίτητα άχρηστο κούρκουτο, το κρητικό ξαδερφάκι του μπούμπιστρου. Μπιρμπιτσόλι είναι το μικροαντικείμενο και κυρίως το μικροεξάρτημα που δεν ξέρουμε ή βαριόμαστε να το κατονομάσουμε. Παραφράζοντας τον Τζίζα στο μπούμπιστρο:

Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του εκνευρισμού που προκαλεί το φαινομενικά ασήμαντο ή δυσδιάκριτης χρησιμότητας μπιρμπιτσόλι, επειδή δεν ξέρεις αν είναι απαραίτητο για κάτι και αναγκάζεσαι να το κρατάς, εκνευρισμός ο οποίος εντείνεται από το ότι δεν ξέρεις πώς λέγεται.

Συνώνυμα ή κοντινά σε σημασία από άλλες περιοχές τα τζιβιτζιλίκι, καυλιτσέκι, καβλιτσέκι, γκαβλιτσέκι, τζιβιτζιλίκι κ.α.

Σπάνια χρησιμοποιείται για το γαριδάκι.

Αγνώστου ετύμου κατά βάση.

  1. Μαλάκα αυτά τα μπιρμπιτσόλια μην τα χάσεις, γιατί ξεχωριστά δεν τα ξαναβρίσκεις...

  2. - Μα τι σκατά είναι όλα τούτα τα μπιρμπιτσόλια; Άμε να τα πετάξεις...
    - Μηηηηη, τα θέλω...

  3. - Βάλανε το σκατοβαφτιστίρι μου 3 χρονών να μου ζητήσει αυθόρμητα παπούτσια... Τι τις ήθελε τις συντεκνιές ο μαλάκας ο πατέρας μου....
    - Πάρ' του ένα πλεϋμομπίλ με λαχταριστά μπιρπιτσόλια υψηλού κινδύνου κατάποσης....

  4. - Ιντά 'ναι το μπιρμπιτσόλι σου και ήθελες και γυμνισμό...

βλ. και ψιψιψόνια, σκατολοΐδια, γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified