Το «φτωχικό» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Αναφέρεται δηλαδή σε κατάσταση ευφορίας, χλίδα, αρχοντιλίκι.

Κοπιάζω σημαίνει «κάνω τον κόπο», πηγαίνω. Κοπιάζω στο φτωχικό σημαίνει πηγαίνω και συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, είτε είναι δική μου, είτε άλλου.

Εμπνευσμένο από παλιές Ελληνικές ταινίες. Ίσως ο πρωταγωνιστής Ξανθόπουλος, προσκαλεί έτσι άτομα στο σπίτι του. Αυτά έρχονταν από μακρυά και με τα πόδια φυσικά. Πού αυτοκίνητα, συγκοινωνίες αλλά και εισιτήριο για συγκοινωνίες τότε. Κόπος πραγματικός το ποδαράτο στο μακρινό σπίτι.

- Έλα ρε, που είσαι;
- Εδώ, στο κλαμπάκι που σου έλεγα. Γαμάτη μουσική, οι φίλες της Μαρίας, καθαρά ποτά. Θα κοπιάσεις στο φτωχικό μου;
- Άργησα να γυρίσω από τη δουλειά. Πίνω ένα γκαιφέ και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκουρμεδιά: το ψαγμένο μεζεκλίκι, σιαγμένο με προσεγμένο τρόπο κι από σωστές πρώτες ύλες. Σαν σλανγκιά που είναι, η γκουρμεδιά δεν περιορίζεται ντε και καλά στις λεπτές κι ανέραστες γεύσεις των κατά Ζουράρι εκλεκτοφάγων. Αποτελεί τον κοινό τόπο εστίασης των ντελικατέσεν με τους ντερλικατέσεν.

Οι γκουρμεδιές βέβαια προσαρμόζονται στην εποχή. Άφθονα ρέουν τα σάλια της γκαγκαδιάρας θειάς μου κάθε φορά που μού διηγείται για πρώτη φορά τις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις για σκατωμένη πατσά του μπαϊλντισμένου από χαβιάρι και σολομό πλην μερακλή Βασιλιά Παύλου. Τι να σου κάνει ο έρμος, ζούσε σε εποχές που μεσουρανούσαν γκουρμεδιές με κωμικά ονόματα όπως μπιτοκ αλα ρους και βολ-ω-βαν. Νοσταλγοί των Γλιξβούργων, γεροντόφιλοι και ταξιδευτές του χρόνου μπορούν ακόμα να τις αναζητήσουν σε εστιατόρια τ. Blue Pine και L' Abreuvoir.

Η ΠΑΣΟΚική λαίλαπα (με όλα τα Κωστοπούλεια συμπαρομαρτούντα) μοιραίως σημάδεψαν το γκουρμεδιάρικο γίγνεσθαι. Η χωριάτικη πέρασε τη σκυτάλη στη σαλάτα του σεφ που, με τη σειρά της, την πέρασε στην καισαρική τοιαύτη. Απόλυτη γκουρμεδιά των ογδόνταζ η θρυλική σάλτσα ροκφόρ του Επίκουρου. Επί Σημιτικού εκσυγχρονισμού ανακαλύψαμε δειλά-δειλά τις λιαστές τομάτες, τη ρόκα, το μπαλσάμικο και φυσικά την χιλιοτραγουδισμένη αστακομακαρονάδα. Καθώς και διάφορες εισαγόμενες γκουρμεδιές τ. σούσι, τάπας, μάπας, κτλ. Μπροστάρηδες στον αγώνα εκσυγχρονισμού ο μακαρίτης Klaus Feurbach του Bajazzo, ο καινοτόμος Χρύσανθος της Ντομάτας (και μετέπειτα του Αριστερά-Δεξιά) κ.ά. γαστρονομικές δυνάμεις.

Επί Γιωργάκη οι μεταλλαγμένοι σε μηκυό πλέον ιθαγενείς ξέθαψαν με την ευγενική κοροϊδία των κ.κ. Βοθρίνι, Λαζάρου, Σκαρμούτσου και Μαμαλάκη τις εξιδανικευμένες ρίζες μας: κρόκο Κοζάνης και μουστοπιπεριές Φλωρίνης, κικιτσόπιτες από τα Ζαγοροχώρια με προσούτο Ευρυτανίας και μανιτάρια Γρεβενών (σ.ς. με τα οποία μέχρι πρότινος έτρεμε το φυλλοκάρδι μας), λούντζα Τήνου και σύγκλινο Μάνης, «αρσενικό τυρί» από τη Νάξο και κατίκι Δομοκού, στραπατσάδες και παστιτσάδες, χριστόψαρα και πεσκανδρίτσες, γαρίδες Αμβρακικού και κωλοχτύπες. Έχοντας γκώσει από την πολλή ρόκα, ο μεταγκουρμεδιάρης κατέβαζε το κότσι ρινόκερου με κουλί από σταμναγκάθι ωσάν γατοκέφαλο...

Έλα όμως που σκάσανε τα δανειοδάνεια και τα γαμοδάνεια, πλάκωσαν οι τροϊκανοί με τα μνjημόνιά τους και το αεροπλανάκι προσγειώθηκε κομματάκι απότομα (τους διεθνείς τοκογλύφους μου μέσα!). Τα μπικίνια πάπαλα, τα κεφάλια μέσα, αλλά ρε πστ η κρίση θέλει καλοπέραση. Κι έτσι ο Έλλην γκουμεδιάρης επέστρεψε στα βασικά: κάνα βρώμικο σούβλακο με σως για να γλιστράει, κάνα σπληνάντερο να λιγδώσει λίγο τ' άντερο μέχρι να κόψει ο sexy Alexi κάνα γκέουρο.

- Γκουρμεδιά στη στιγμή για αυγά «μάτια»

- Ενάντια σε όλη αυτή τη γκουρμεδιά που έχει πέσει τελευταία, έχετε καμιά βαρβάτη, παραδοσιακή και μπρουτάλ συνταγή...

- Είχατε και στο χωριό σας «γκουρμεδιές»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, και σημαίνει πεινάω πάρα πολύ, είμαι νηστικός.

Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αόριστο και σε παρακείμενο χρόνο. Αόριστος: ξεπίτησα
Παρακείμενος: έχω ξεπιτήσει

ps: Δεν κατάφερα να βρω ετυμολογία της λέξης, δεν είμαι καν σίγουρος ότι γράφεται έτσι, είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι ο γούγλης δεν το φέρνει καν σαν αποτέλεσμα!

Οποιος ξερει περισσότερες πληροφορίες για τη λέξη, ας συνεισφέρει.

  1. Γιαγιά: - Πού χάθηκες όλη μέρα παλικάρι μου;
    Εγγονός: - Άσε ρε γιαγιά, έτρεχα όλη μέρα, δουλειές με φούντες στο πανεπιστήμιο.
    Γιαγιά: - Κάτσε να σε φιλέψω λίγες λαλαγκίδες που έφτιαξα, θάχεις ξεπιτήσει όλη μέρα.

  2. - Θα φάμε τίποτα ρε ξάδερφε; Ξεπιτήσαμε όλη μέρα.
    - Έχεις δίκιο, θα κόψω μια ντομάτα χαραχτή να φάμε τάκα τάκα και συνεχίζουμε.

για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω σε βαθύ ύπνο.

  1. Θα πάρω τα χάπια μου και θα φυτευτώ.

  2. Πάλι φυτεμένη ήσουν και δεν απάνταγες το τηλέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κολπάκια, οι μαλακιούλες, η καταφερτζίδικη συμπεριφορά, οι χαριτωμενιές, τα τσιλιμπουρδίσματα, οι χαζομάρες, οι αταξίες, τα μπερδέματα, οι βρώμικες μικροσυμπεριφορές κττ.

Τώρα, αν προέρχεται από το σπορ που περιγράφει ο άλλος ορισμός, δεν ξέρω να σας πω.

  1. Το ΥΝΧ θα τελειώσει (αν δε γίνουν πιτσικουλιές ως τότε) το 2012 περίπου. Ακολουθεί ΖΝΑ.

  2. Ωστόσο με τη Μαίρη μεγαλώσαμε μαζί! Κάναμε ένα σωρο πιτσικουλιές όταν ημαστε μικρά, με το πιο έντονο που μπορώ να θυμηθώ να με σέρνει μέσα σε άγριες νύχτες στο νεκροταφείο της μικρής επαρχιακής πόλης όπου και μεγαλώσαμε και να απλώνει την αρίδα της πάνω απο τα άγνωστα οστά των νεκρών, χαλαρώνοντας.

  3. Χρησιμοποιείστε καστορέλαιο, το οποίο μπορείτε να προμηθευτείτε από τα φαρμακεία ή καταστήματα με αιθέρια έλαια και συναφή (sic) πιτσικουλιές.

από το νέτι όλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα της οποίας τα βυζιά επιμένουν να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας και να ξευτιλίζουν τον Νεύτωνα, όντας στητά, σφριγηλά και ανωφερή. Νιάτα και μπερεκέτι!

Η λέξη είναι πολύ παλαιάς κοπής, και εμφανίζεται ήδη σε λογοτεχνικά έργα των αρχών του 20ου αιώνα. Για να κάνουμε μια φιλολογική βραδιά για χάρη της ορθοβύζας, να πούμε ότι σπουδαίοι λογοτέχνες έχουν αποδώσει τον ύψιστο αυτό χαρακτηρισμό σε επικές μορφές του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης. Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρεί ως ορθοβύζα την ωραία Ελένη, ο Λορέντζος Μαβίλης την λεβεντομάνα Κρήτη (τέτοια έλεγε και τον κάνανε πλατεία), ενώ ως ορθοβύζα φαντάζεται άλλος ποιητής και την μάνα Ελλάδα μας (παράδ. 4). Αλλά δεν περιγράφω άλλο, τον λόγο έχουν οι ποιητές!

  1. Από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη:

Μα πήρε το πικρό παράπονο την κράχτισσα ορθοβύζα·
πώς έτσι, Θε μου, δίχως θλίψη πια την παρατούν, σα να 'χε
κιόλας χαθεί η δριμιά της μυρωδιά που ξάγκριζε τους άντρες·
πεισμάτωσε και σύντριψε με οργή στα ροδοπάλαμά της
το φιλντισένιο κρίνο που έλαμπε στου κόρφου τη ρουφήχτρα. (Δες).

  1. Κρήτη
    Ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912)

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη :

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κ΄ ελευτερία».

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913) (Δες).

  1. Γιάννης Σκαρίμπας, Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραίτης:

«Σαν μιά κολώνα ολόχρυση, ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσα του –φάντασμα λευκό νυχτερινό– η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου !
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν –μαύρη νεροσυρμή και κύμα– πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυό ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια, θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της». (Δες).

  1. Κωστας Βαρναλης, Ποιητης-χ.ν.κουβελης
    ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ-ΦΑΛΛΙΚΟ
    κι αν ειναι να γιομισει απ'ακρου σ'ακρη
    η χωρα η ελληνικη γονιμους θεους
    το κοτσονατο κριαρι τον φαλλο-ισοκρατη Πριαπο
    το γαιδουρι το βαρβατο.
    Αξιον Εστι η Γεννα!Παναξια!
    η Ορθοβυζα Πλαση μου Ελλαδα (Δες).

  2. Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· (Δες)

  3. Το νου σας όμως, τσιμουδιά, να ’χετε εχεμύθεια
    διότι οι γυναίκες μας δεν είναι κουτορνίθια.
    Και προπαντός η Δέσποινα μην τύχει και το μάθει
    γιατί μετά θα υποστώ του λιναριού τα πάθη.
    Αν μάθει ότι ψάχνομαι για νέα κι ορθοβύζα
    είναι ικανή το ¨επίμαχο¨ να κόψει απ’ τη ρίζα.
    (Λιγότερο διάσημος αλλά επίσης εμπνευσμένος ποιητής εδώ)

Ε, να μην βάλουμε κι ένα μύδι σαν παιδιά κι εμείς... (από Khan, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίως γνωστό παρατσούκλι που κόλλησαν οι Βρετανοί της RAF στο αμερικάνικο στρατιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο Douglas C-47 Skytrain που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον απ’ τους συμμάχους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τα μέσα του ‘50.

Κατά συνέπεια, όσες απέμειναν μετά από περίπου εξηντακονταετία αν και τιμημένες, τελούν υπό αχρηστία σαν μουσειακό είδος.

Σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός (εξάλλου εμπεριέχει και το –«κότα») εκτοξεύεται συχνότατα σε στρατώνες κάθε όπλου από και γαμώ τα μαχίμια εναντίον των ..μη. Τουτέστιν· γιωτάδων, αρρωστιάρηδων με αιτία ή χωρίς, βυσμάτων ή όχι κατσικωμένων σε λουφαδόρικη υπηρεσία ή πόστο (γραφιάδων, σιτιστών, μαγείρων, οδηγών των αστεράτων).

Περιπαικτικά, σε όσους βρίσκονται σε ανάρρωση ή σαν πρόκληση για σύγκριση.

Μεταξύ μονίμων, σε οσονούπω συνταξιούχους με την έννοια του παροπλισμένου.

Παίζει κι εκτός στρατώνων σε κάθε είδους σινάφι που η μαχητικότητα σε σωματικό επίπεδο αποτελεί προσόν (ψαροντουφεκάδες, κυνηγοί, αθλητές, ορειβάτες κι άλλα παρόμοια).

Το ‘χω ακούσει και για αποσυρμένη απ’ την πιάτσα πουτάνα.

Αν και λέγεται μεταξύ στρατιωτίνων, η χρήση του όρου παραμένει αντρική υπόθεση.

1.
Kάνουμε έρανο τώρα στην Θεσσαλονίκη να μαζέψουμε μερικές εξάδες φανελάκια γιατί πολύ ιδρώνετε στο πυροβολικό. ΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥ ρε παλιοντακότα που όλη μέρα βγάζεις φωτό και γυρνάς στα καφενεία. Σουρουκλεμέ, ε σουρουκλεμέ. Μια εξυπηρέτηση σου ζητήσαμε, να μας κόψεις την συντήρηση και χλόμιασες. Παλιο-όπυ.

2.
Και για να τελειώνουμε βλάκα εκεί που υπηρέτησα εγώ δεν έχεις τα ορχίδια ούτε από την πύλη να περάσεις. Με δεκαοκτώ νυχτερινά άλματα βλάκα και βατραχοπουλάδα ούτε στον ύπνο σου δεν έχεις δει τον εαυτό σου παλιοντακότα. Και δεν αξίζεις να φοράς στολή του ελληνικού στρατού ποντίκι. Μια αναφορά στην ΑΣΔΕΝ είσαι ξεφτιλισμένε και θα δεις πως είναι από μέσα οι Ε.Σ.Φ. Και να ξέρεις όλα και όλοι μαθαίνονται , αγωνιστάρα ....

3.
Γιώτα, γιώτα, ζωή και κότα,
Γιώτα, γιώτα, σκατοντακότα.

4.
-Σήμερα ξεπέρασα το φάσμα των τριών εκατομμυρίων(3.000.000) χιλιομέτρων. Τι να μου ευχηθώ;
-Ότι ήρθε η ώρα να βγεις στην σύνταξη, πόσες φορές θα μηδενίσεις το κοντέρ παλιοντακότα!!!

C-47A Dakota (από sstteffannoss, 10/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα είναι για την Σιδηρά Κυρία του σάιτ, η οποία γουστάρει αυτά τα επαγγελματικά και η οποία παραπονιέται ότι έχω αραιώσει. Δεν φταίω εγώ, η πουτάνα η κενωνία φταίει...).

Δεδομένου ότι ο διαφημιστικός χρόνος, τηλεοπτικός τε και ραδιοφωνικός, είναι χρήμα, θα είμαι εξαιρετικά σύντομος. Ο άλλος χρόνος, που καταναλώνεται στην παρακολούθηση των καρπών των κόπων των διαφημιστών είναι κρίμα, but this is another priest's gospel... Για τον άλλο άλλο χρόνο, αυτόν των απλήρωτων υπερωριών των εργαζομένων στον κλάδο, ας μην μιλήσουμε καθόλου. Θα στεναχωρηθούν οι Αγορές....

Πηγή της επαγγελματικιάς αργκούς που ακολουθεί: ο κουμπάρος ο διαφημιστής. Φίλος επί 29 συναπτούς ενιαυτούς και με μακρά θητεία στο επάγγελμα. Ξεκίνησε ως τράφικ νταϊρέκτορ (το παιδί με το παπί ήτανε, μέχρι που του δώσανε καρέκλα μπροστά σε κομπιούτορα). Το πού θα τον φέρουν τα κύματα της κρίσης θα το δούμε. Στον απάνεμο και ασφαλή όρμο μιας αξιοπρεπούς σύνταξης, θέλω να ελπίζω...

Γεια σου φίλε. Να 'σαι πάντα καλά. Για να δούμε τώρα τι καλούδια θα βγάλεις απ' το δισάκι για να φιλέψεις τους σλάνγκουρες. Θα τα σερβίρω όσο πιο λακωνικά, πυκνά και περιεκτικά γίνεται. Λημματογράφος του σλανγκρ είμαι, όχι λογογράφος του Φιντέλ Κάστρο:

  • Τζουρούπι: (από το τζι-αρ-πι, Gross Rating Point) = Βασική μονάδα τηλεθέασης.
  • Σι-πι-αρ (από το Cost Per Rating/sec, δλδ κόστος ανά τζουρούπι ανά δευτερόλεπτο): Μυστήριο κλάσμα με αριθμητή το Κόστος, παρονομαστή τα Τζουρούπια και β' παρονομαστή τη Διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος. Χοντρικά, το αποτέλεσμα είναι η αξιολόγηση μιας διαφημ. επένδυσης σε σχέση με κόστος και απόδοση. Αν το αποτέλεσμα του κλάσματος δεν είναι το επιθυμητό ακολουθούν διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις μεταξύ πελάτη και διαφημ. εταιρείας.
  • Tσου-Λου: Δεν πρόκειται για τον χαμένο μπατζανάκη του Φου-μαντσού. Το Champions League είναι. Το οποίο θεωρείται αστάθμητος παράγων και πηγή ανακατωσούρας επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί κάθε φορά η τηλεθέασή του και άρα να επιλεγεί ο κατάλληλος χειρισμός. Έτσι είναι άλλο να παίζουνε Κάτω Σέκλανα - Fartington κι άλλο Μπάρτσα - Γιούβε...
  • Οφπηκούρες (από το off-peak): Όσοι διαφημιζόμενοι αγοράζουν χρόνο στο διάστημα 06:00 - 19:59 λέμε ότι επένδυσαν σε οφπηκούρες, δλδ σε ώρες εκτός πράιμ τάιμ (αυτό δεν το εξηγώ, το ξέρετε ήδη. Χοντρικά από 20:00 - 24:00). Οι οφπηκούρες προσφέρονται για φτωχομπινέδες πελάτες ή για γυναικεία προϊόντα ευρείας κατανάλωσης εφόσον η γυναικεία τηλεθέαση κατανέμεται ισομερώς στη διάρκεια της ημέρας.
  • Νωρίσμιση / αργάμιση: Τα χρονικά διαστήματα μεταξύ 05:30 - 06:00 και 02:00 - 05:30 αντίστοιχα. Είναι χρονικές ζώνες στις οποίες αποφεύγεται η διαφημιστική επένδυση, με βάση το πανάρχαιο μαθηματικό αξίωμα: Μειωμένο Κοινό = Τηλεθέαση Σκατά.
  • Τυράκι: Φέτα διαφημιστικού χρόνου προσφερόμενη με πολύ ευνοϊκούς όρους και χαμηλή τιμή. Δίνεται από το κανάλι ως αντάλλαγμα για το ρίσκο κάποιου διαφημιζόμενου να προβληθεί σε δυσμενές περιβάλλον, ήτοι με κάποιο δυνατό πρόγραμμα την ίδια ώρα σε ανταγωνιστικό κανάλι. Η φάκα είναι το προαναφερθέν ρίσκο. Το τυράκι μπορεί να είναι και κατόπιν εορτής κέρασμα / αποζημίωση από το κανάλι προς τον διαφημιζόμενο για να τον γλυκάνει σε περίπτωση που δεν του βγει το ρίσκο.
  • Ασσάκι (από τον άσσο): Διαφημιστικός χρόνος αξίας 1 €/sec, δλδ πολύ φτηνός και εγγυημένης απόδοσης, που δίνεται στους μεγάλους διαφημιζόμενους ως έξτρα παροχή.
  • Μισαδάκι: Όπως παραπάνω, αλλά με αξία 0,5 €/sec, παναπεί ακόμα πιο φτηνό. Ρε ασταδγιάλα που μου θέλετε και ετυμολογία...
  • Ρέγγε: Τι λακέρδε και σαρδέλε ρε, από το regular βγαίνει και σημαίνει την ακριβή κατηγορία τιμής. Είναι στην ουσία απειλή του καναλιού προς τον πελάτη να υποχρεωθεί αυτός να παίξει με ακριβή (regular) κατηγορία διαφημιστικού χρόνου επειδή το επενδυόμενο ποσό δεν κρίνεται επαρκές. Αντιθέτως, ο χουβαρντάς πελάτης ανταμείβεται με την πολύ φτηνότερη τιμή χορηγίας (παίζει χορηγία) και τσιμπάει για επιδόρπιο τυράκια.
  • Κορνίζα (πλαίσιο): Διαφήμιση μη καταγραφόμενη από τις αρμόδιες εταιρείες (Media Services μέτρηση δαπάνης / AGB μέτρηση τηλεθέασης). Δεν πιάνει όλη την οθόνη (έχει πλαίσιο ολοτρόϋρα) και προσφέρεται σε μυστική τιμή, μη ανιχνεύσιμη από τον ανταγωνισμό για να θολώσει τα νερά.
  • Μαϊμού (μουσαντό / μουσαντένιο): Εικονική ζήτηση χρόνου που κατατίθεται στα κανάλια από τον διαφημιζόμενο, και η οποία μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους καναλάρχες να ψάχνουν τον χαμένο διαφημιστικό χρόνο που θεωρούσαν ότι είχαν και τον οποίο ενδεχομένως να αναγκαστούν να τον πουλήσουν στην ξεφτίλα. Η μαϊμού αξιοποιείται για λόγους φάκιν ιντέλλιτζενς, για να θολώσει τα νερά και να αποκρύψει τις πραγματικές προθέσεις του πελάτη, αν πχ αυτός θέλει να πέσει ως κεραυνός εν αιθρία η νέα του καμπάνια. Προσοχή όμως, η συχνή απελευθέρωση του χαϊβανιού στα μάτια των καναλιών ισοδυναμεί με απώλεια της αξιοπιστίας τόσο του διαφημιζόμενου, όσο και της διαφημιστικής εταιρείας.
  • Τρασίλα (από το trash): Εκπομπές τ. Πάνια, τις οποίες αποφεύγουν όπως ο Πάγκαλος την δίαιτα οι σοβαροί διαφημιζόμενοι.
  • Ο Τούρκος: Τα τούρκικα σήριαλ της μοδός. Από ορισμένους πελάτες θεωρούνται τρασίλα.
  • Πλανάρω: Καταστρώνω σε μηνιαία βάση το αναλυτικό πρόγραμμα εμφανίσεων για το προβαλλόμενο προϊόν.
  • Βάλε την φωτογραφία μου: Ειρωνική απάντηση διαφημιστή σε υπεύθυνο διαφήμισης κάποιου μέσου, ο οποίος αδημονεί για την άφιξη του διαφημιστικού υλικού επειδή πρέπει να τυπώσει, και ρωτάει πόσο θα τραβήξει η καθυστέρηση και τι να βάλει για να γεμίσει την τρύπα. Στον καθημερινό λόγο αντιστοιχεί σε εκφράσεις τ. «παρ' τ' αρχίδια μου» ή «άντε και γαμήσου».

Με έχει ήδη κάνει ράκος το χρηματιστηριακό κατά τον κουμπάρο, φιδίσιο κατ' εμέ, περιβάλλον (διαλιέχτε) του κόσμου της ρεκλάμας. Σταματώ εδώ, αλλά όχι πριν το...

Υ.Γ. επιστημονικής φαντασίας, άσχετο με το λήμμα αλλά σχετικό με τις Αγορές, τις οποίες μνημόνευσα στην εισαγωγή. Άμα δεν το 'βαζα θα έσκαγα, και μάλλον θα συμφωνήσετε ότι τα σκωτοπλέμονα, νεφραμιές και τσιλίπορδα δεινόσαυρου δεν είναι και το καλύτερο ντεκόρ για το σάη. Οπότε μη μου φορτώνεστε, θα ξηγηθώ λουκάνικο αρκουδοαίματος, χωρίς κομιλφότητες και παπαργιές ετούτη την dies irae:

Εφόσον, όπως όλοι πληροφορούμεθα, οι Αγορές είναι πανίσχυρες, άυλες, αυθύπαρκτες και αυτοπροωθούμενες μεταφυσικές οντότητες, θα ήθελα να μου εξηγήσετε το εξής: Aν υποθέσουμε ότι ξεπαστρεύουμε καμιά χιλιάδα φυσικά πρόσωπα, ας πούμε στην τύχη χρηματιστές, τραπεζίτες, μεγαλομετόχους, μεγαλοβιομήχανους και πολιτικούς, κατά προτίμηση με αργό, αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό θάνατο (ρωτήστε με με πιμι, έχω διάφορες ενδιαφέρουσες ιδέες), και με την υπόσχεση την επόμενη μέρα να το επαναλάβουμε με άλλους χίλιους και ούτω καθ' εξής μεροσφάζι-νυχτοθάφτι, ΕΓΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ότι οι Αγορές θα μεταβάλλονταν αυtomatoes σε πειθήνια σκυλάκια του καναπέ;

- Πήδα Αγορά!!!
- Τσουπ!!!
- Στο ένα πόδι Αγορά!!!
- Άϊιιι!!!
- Φέρε μου τις παντόφλες μου Αγορά!!!
- Σβιιιιινννννν!!!
- Κλάσε μου τ' αρχίδια Αγορά!!!
- Πριτς!!!

ΑΣ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ ΕΓΓΟΝΗ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΕΡ ΓΑΜΩ;;;

  1. Το Τσου-Λου μεθαύριο δεν πρόκειται να πιάσει ούτε οχτώ τζουρούπια. Χωρίς τυράκι και ασσάκια δεν το παίρνω γιατί θα μου βγάλει ένα σι-πι-αρ στον Θεό.

  2. Σιγά την καμπάνια για το «Ξεσκατέξ» μωρέ...Λίγα τζουρούπια κι όλα οφπηκούρες και αργάμιση. Κι από πράϊμ μόνο τον Τούρκο έχει ψωνίσει...

Αβάντι πίπολο! (από Vrastaman, 11/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον δυο καρακλασικές έννοιες:

  • Κόβω (δηλ. τυπώνω) χρήμα, ασκώ πληθωριστική νομισματική πολιτική με κυρίως λαϊκιστικά ελατήρια τ. «το αφεντικό τρελάθηκε», «Τσοβόλα δώσ' τα όλα», κ.ταλ.
  • Όταν ένα κοφτήριο χέζεται στο παραδάκι, βγάζει τρελά κέρδη (αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι).

Εκ του Λατινικού moneta, το νομισματοκοπείο.

Εκφέρεται κυρίως από άτομα παλαιάς κοπής. Βλ. επίσης το κλασικό τρίπτυχο τση επιτυχίας: μέσο, μονέδα, μουνί.

  1. - Είχαμε το Χολαργό που έκοβε μονέδα, δραχμή συνεχώς, γι’ αυτό και έφθασε ο πληθωρισμός στο 25%...

- Να επιβεβαιωθεί, δηλαδή, επίσημα η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην κόβει μονέδα κατά το δοκούν και συνεχιστεί ο αδυσώπητος πληθωρισμός.

  1. - ένα φρικωδώς κακόγουστο πλαστικωμένο εικονοστάσι, που κόβει μονέδα μέσω ενός κηροστασίου, που διαθέτει και τεχνολογία αιχμής για να μην καπνίζονται πολύ οι ασβεστωμένοι τοίχο

- Κόβουν μονέδα οι... παραλίες

"Τσοβόλα δώσ\' τα όλα!" (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στο ουδέτερο («χημισμένο») και σημαίνει το προϊόν (κυρίως το ελαιόλαδο) που έχει ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από το γενικό χημείο του κράτους.

Από τη λέξη χημεία, εννοείται.

Ζαργκόν των λαδάδων. Δεν εντοπίστηκε στον γούγλη.

Μόνο χημισμένο εξάγεται το λάδι, αλλιώς ξέχνα το.

Got a better definition? Add it!

Published