Further tags

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O συγκεκριμένος Frangrec όρος με ευρύτατη και πολυετή χρήση στο χώρο της εγχώριας σόου-μπίζ σήμερα αναφέρεται κυρίως σε νεαρό ή πρωτοεμφανιζόμενο, στο χώρο του θεάματος, θηλυκό, με χαρακτηριστική φωτογένεια, φρεσκάδα και σεξ-απίλ, που φέρει ελπίδες για μεγάλη καριέρα στην τηλε-πιάτσα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με την σταρλετ-ίτσα, δηλαδή το φιλόδοξο κοριτσάκι - καβλίδιο που δεν διστάζει να κάτσει στα γόνατα μεγάλων κυρίων - παραγωγών που θένε να της ξηγήσουν το παραμύθι προκειμένου να αποκτήσει τη δόξα και το χρήμα που επιθυμεί.

Επιπλέον, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την επιτυχημένη εργένισσα - σεξουαλικά ανεξάρτητη λαμπερή γυναίκα του σήμερα, με καριέρα και στρας.

Όμως, οι συγκεκριμένες 2 ερμηνείες δεν είναι ακριβείς, άσχετα αν με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος από τους εγχώριους τηλε-κανίβαλος και κριτικούς. Η προέλευση της χρήσης του όρου στην ελληνική σόου-μπίζ-σλανγκ θα πρέπει να αναζητηθεί στα θεατρικά και κινηματογραφικά κιτάπια, όπου η πρωταρχική του σημασία είναι ακριβής: γυναικείος ρόλος, πρωταγωνιστικός ή δευτερεύων, κωμικός ή τραγικός, της ευάλωτης, ανυπεράσπιστης και βασανισμένης γυναίκας που τραβάει το γολγοθά της για να βρει κάποτε την ευτυχία (είτε στον έρωτα, είτε στη δουλειά, είτε στα παιδιά της κλπ.)...

Σκηνοθέτας: - Καλό το κειμενάκι σου και για το ρόλο του τζιτζιφιόγκου κάποιον θα βρούμε. Ποιαν θα βρούμε, όμως, να παίξει κάτι σαν το ρόλο της Μάουρα στο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»; Την Παπουτσάκη; Είναι εύκολο, όχι όμως για ρόλους ενζενύ!
Σεναριογράφος: - Έχεις δίκιο. Η Παπουτσάκη δεν κάνει, too hot. Η Καραμπέτη ούτε να μας φτύσει... Μήπως η Γερασιμίδου; Και να την κάνουμε... μητριά του τζιτζιφιόγκου που είναι παράφορα ερωτευμένη μαζί του; Μην την κάνουμε μάνα και μας πουν ανώμαλους!

Θεσμοφοριάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σφυρίζω:
    α. αδιάφορα
    β. μάγκικα
    γ. ανυπόμονα
    δ. με υπονοούμενο.

  2. Το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι περί ανέμων και υδάτων.

  3. Το χαζοχαρούμενο άτομο ή αυτός που κάνει τον γερμανό ή ο άκυρος, ο απάλευτος.

  4. Ο επιπόλαιος, ο ό,τι νά 'ναι.

  5. Συνώνυμο του χελόου!, του κουκουρούκου κλπ.

  6. Οι υπεκφυγές και οι δικαιολογίες.

  7. Συνώνυμο του και ταλιμπάν, και τα ρέστα παγωτά.

Παμπάλαια έκφραση, μιας και υπήρξε επιθεώρηση του 1925 (Αντώνης Βώττης και Γρηγόρης Κωνσταντινίδης) με αυτόν τον τίτλο (ο Χότζας θα το θυμάται), βλ. εδώ.

Βλ. και φιρουλί φιρουλό, το οποίο προήλθε από το φιρουλί φιρουλά, κι έτσι απαντάμε και στην απορία του γράφοντα.

  1. α. απαξιώ να δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση !!! φιρουλί φιρουλά (<--- αδιάφορο σφύριγμα αλά ντόναλντ ντακ !!!) (από το νέτι)
    β. Ένα χαμίνι άρχιζε να σφυρίζει:
    φιρουλί φιρουλά έχασες την ευκαιρία κυρά,
    φιρουλί φιρουλό δεν μπορείς να βρεί γαμπρό,
    φιρουλί φιρουλέ πού’ναι η προίκα σου καλέ,
    φιρουλό φιρουλί τα ξόδεψες σε πατσουλί,
    φιρουλί φιρουλάκι δώσε πίσω το τζιπάκι,
    φιρουλί φιρουλάκι θα είσαι ένα ζητιανάκι,
    φιρουλί φιρουλί πάνε όλοι οι γαμπροί…
    (από το νέτι)
    γ. Γιατί το ξενοδοχείο έχει έναν όροφο που έχει μετατρέψει σε σαλόνι και έχει δωρεάν καφέδες. Και ποτά. Και snack. Ούτε ένας στο μηχάνημα του καφέ, υπέροχα. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Επ! Επ! Ινδός με αθλητικό τρεξίματος, jean και ΜΑΥΡΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΓΟΥΝΑ ΓΙΑ ΠΑΛΤΟ απλώνει το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, τεντώνει το μουστάκι ταβανόβουρτσα και ρωτάει πόσο κάνει το κρασί. (Δεύτερος expresso στην ίδια κούπα, η εμπειρία του Ινδού δεν γίνεται να χαθεί. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Είμαι ένας αθώος τουρίστας, φιρουλί φιρουλά, περιμένω τον expresso μου, φιρουλί φιρουλά, φιρουλί φιρουλά).
    (από το νέτι)

  2. - Πώς πήγε το συνέδριο;
    - Όλο φιρουλί φιρουλά και τελικά τίποτα. Μια από τα γίδια.

  3. είσαι στη δουλειά...χτυπάει το τηλέφωνο και σε φωνάζει ο προιστάμενος....πάς και σου λέει ότι να από δω η μαίρη..η κοπέλα που θα σε αντικαταστήσει....δείξτης μερικά πράγματα....οκ την παίρνεις και της δείχνεις δύο μέρες και αυτή είναι φιρουλί φιρουλα...τέρμα άχρηστη....και μαθαίνεις ότι την παίρνει κι ο προιστάμενος...τα παίρνεις και της την λές με τον γυναικείο τρόπο σου και αυτή βάζει λόγια σ αυτόν κι αυτός σε πιέζει με διάφουρος τρόπους εργασιακά κι αυτή φιρουλί φιρουλά κι εσύ κόλαση και ειρωνία....η ερώτηση θάρρους είναι τί θα του έκανες τις επόμενες 5 μέρες...;;;
    (από το νέτι)

  4. Η «φιρουλί-φιρουλά» ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ περί της τήρησης του δημοσιογραφικού απορρήτου, δεν αποτελεί και άποψη ΟΛΩΝ των δημοσιογράφων
    (από το νέτι)

  5. Τραλαρό, τραλαρί… :)
    Όπως και να το κάνουμε πάντα κάνει καλό να ακούμε εγκώμια για το πρόσωπό μας, πόσο μάλλον όταν αυτά γίνονται στο χώρο της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;
    Φιρουλί, φιρουλά… :)
    Καλό Σαββατοκύριακο…

  6. Και μη μου λες παπαριές και φιρουλί φιρουλά, περιμένω μια σοβαρή απάντηση και θα την έχω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει σχηματιστεί από την επανειλημμένη εδώ και δεκαετίες παρανόηση του περιεχομένου πινακίδων τις οποίες είχαν κάποτε οι ταβέρνες.

Κάποτε λοιπόν, για να δείξουν στους πελάτες ότι το μαγαζί διαθέτει και κήπο (που όμως δεν φαίνεται από τον δρόμο) κι ότι δεν είναι καταδικασμένοι στην τσίκνα ντε και καλά, αναρτούσαν μια πινακίδα στην είσοδο της ταβέρνας όπου αναγραφόταν το περίφημο «Στο βάθος κήπος». Καμιά φορά η πάντοτε χειρόγραφη επιγραφή συνοδευόταν κι από ένα ζωγραφισμένο βελάκι που έδειχνε το προς τα πού πέφτει ο κήπος αυτός. Τώρα μη φανταστείτε τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, για μικρές εσωτερικές αυλές μιλάμε.

Αν όμως η φράση διαβαστεί λάθος, τότε έχουμε ένα ουσιαστικό: το βάθος κήπος, του βάθους κήπους (κλίνεται κατά το κήτος), το βάθος κήπος, ώ! βάθος κήπος. Πληθυντικός δεν χρησιμοποιείται.

Καμιά φορά μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς με την έννοια του «στο κάτω-κάτω» ή του «δεύτερου πλάνου» σε μια εικόνα.

  1. - Λέμε να πάμε για καναπαϊδάκι απόψε, τι λες;
    - Μεσα, θα έρθω λίγο αργότερα όμως.
    - Έλα όποτε θες. Θα καθόμαστε στοβάθοςκήπος.

  2. Άντε, έλα και συ μαζί μας. Στοβάθοςκήπος δεν έφταιξες σε τίποτα να σε αφήσουμε μόνο σου βραδιάτικα.

  3. Σε πρώτο πλάνο βλέπετε την Λίλιαν, στο βάθοςκήπος είναι η υπόλοιπη παρέα.

Η πινακίδα (από poniroskylo, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρωχημένη λέξη «χτικιό» είναι η γνωστή φυματίωση. Η λέξη χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι αρχές του '60, όταν η ασθένεια θέριζε. Γνωστό συνώνυμο ήταν το «φθισικό». Μεταφορικά το χτικιό είναι η ταλαιπωρία, η κούραση. Χτικιάρης συνεπώς είναι ο ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος, ωσάν να έχει χτικιό, δηλ. ο φυματικός.

  1. Κείμενο από το διαδίκτυο:

Τότε ήταν η εποχή που πήγαινε μόνος του στο γήπεδο. Είχε γραφτεί και σε σύνδεσμο. Όχι όποιον και όποιον. Cockneys με το όνομα που στεγάζονταν τότε στην Μενάνδρου με αρχηγό τον Στέφανο. Έναν άνθρωπο με παλάμες κουπιά. Ψηλός και γεροδεμένος. Αντίθετα με τον κολλητό του τον Μπλάκυ που ήταν χτικιάρης και κοντός με σάπια δόντια από τα «σιρόπια». Και μια φαγωμένη μύτη από «σκύλο» κατά τα λεγόμενά του.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Παλικάρια το έκοψα εδώ και τρία χρόνια και βρήκα την υγειά μου.Σηκωνόμουν το πρωί κι έφτυνα σα χτικιάρης. Η μεγάλη βελτίωση ήταν στην όσφρησή μου πρώτα δεν ξεχώριζα τις διάφορες μυρωδιές τόσο άνετα όπως κάνω τώρα. Έχω πάρει μια χαρά που δε λέγεται.

Βλ. και σχετικό λήμμα χτικιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αναψυκτικού (δεν είναι μάρκα, γι' αυτό και το καταχωρίζω). Υπήρξε, ας πούμε, η ελληνική κοακόλα πριν έρθει η αυθεντική. Χρονολογείται από το 1928, αλλά υπάρχει ακόμα, σε διάφορες μάρκες: «Γεράνι», «Τεμένια», πιθανόν κι άλλες.

Βλ. εδώτο βιογραφικό και τα συστατικά της.

Θερινό σινεμά δεκαετίας 60-70, στο διάλειμμα, ο πωλητής με τον δίσκο:
- Μπυράλ, κωκ, πασατέμποοοο!

(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή του ρητού «πενία τέχνας κατεργάζεται». Πρόκειται για αυτοσχέδιο τσακμάκι που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι φυλακισμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες. Αποτελείται από μια τσακμακόπετρα από αναπτήρα του εμπορίου (αυτό μας δίνει και μια ιδέα για την ηλικία της πατέντας), ένα ξυλαράκι, λίγο βαμβάκι και ένα κομματάκι από σπασμένο τζάμι.

Το βασικό πλεονέκτημα της τιριτόμπας (ή τιριτρόμπας) είναι το αμελητέο μέγεθος των τεμαχίων που την αποτελούν, γεγονός που επιτρέπει την εύκολη απόκρυψή τους σε περίπτωση έρευνας.

Η ετυμολογία της τιριτόμπας παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούν να φωτίσουν ούτε οι φλόγες της φωτιάς που μπορεί κάποιος να ανάψει με το εν λόγω εργαλείο. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα. Πάντως, από τα σχόλια εδώ μαθαίνουμε ότι η λέξη είναι μάλλον ιταλικής προέλευσης, ενώ από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η τιριτόμπα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 1947 μέχρι το 1969, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι συγγραφείς των παρατιθέμενων αποσπασμάτων ήταν φυλακισμένοι εκείνα τα μαύρα χρόνια.

Οι άλλες, θεατρικές ή φαγώσιμες τιριτόμπες κρίνονται παντελώς άσχετες, καθώς δεν συχνάζουν στα μέρη που εχρησιμοποιείτο ο περί ου ο λόγος αναπτήρας.

Τα δικαιώματα επί του ορισμού είναι ευγενής παραχώρηση (muchas gracias) του patsis, ο οποίος και τα είχε κατοχυρώσει προ τριετίας. Για τα σερβιριζόμενα στο λήμμα, αγορανομικώς υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο λημματογράφος.

  1. Κανόνισα [...] και του 'στειλα τσιγάρα και τιριτόμπα. Ξέρεις τι είναι η τιριτόμπα - τι λέω, πού να ξέρεις ; Σ' ένα κομματάκι ξύλο ή στο τακούνι του παπουτσιού, στο πλάι, ανοίγεις μιά τρύπα και φυτεύεις μιά τσακμακόπετρα, που μ' ένα γυαλάκι και λίγο μπαμπάκι γίνεται τσακμάκι πρώτης. 'Οσες έρευνες κι αν κάνουνε, είναι αδύνατο να σ' το βρούνε.

(Χρ. Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

  1. Στις Φυλακές Εφήβων δεν υπάρχουν τσακμάκια. Οι νεαροί Κατάδικοι για να ανάβουν τα τσιγάρα κατασκευάζουν ένα απλοϊκό τσακμάκι : καρφώνουν σε ένα ξυλαράκι μιά τσακμακόπετρα και μετά (κρατώντας με τον αντίχειρα λίγο μπαμπάκι πλάι στην τσακμακόπετρα) τρίβουν το ξυλαράκι-τσακμακόπετρα σε ένα τζάμι. Αυτό το περίεργο τσακμάκι έχει το περίεργο όνομα τιριτρόμπα. Μέχρι σήμερα ουδείς εζήτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την τιριτρόμπα.

(Ηλ. Πετρόπουλος «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», εκδ. Νεφέλη).

Ίσκα (από Παπαντώνης, 24/03/12)(από Vrastaman, 25/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified