Further tags

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γιαουρτιών:

  1. Συνθηματική ναρκοσλάνγκ για την κοκαΐνη, σχετικά πρόσφατη. Μια από τις πολλές φλωρατζήδικες μεταφορές για την μεγάλη κυρία των ναρκωτικών, βασισμένη στο λευκόν του πράγματος. Άμα σκεφτείς και το γιαουρτάκι της γιαγιάς με την πέτσα και την ζάχαρη από πάνω, μπορεί να σου θυμίσει το κρυσταλλοειδές της κόκας. Για άλλες φλωρατζήδικες μεταφορές βλ. χιόνι, χιονάτη, νιφάδες, χιονόμπαλα, παγόβουνο, αναψυκτικό και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

  2. Στην σεξοσλάνγκ είναι τα φλόκια. Κυρίως, στο ωραίο θέαμα που προσφέρουν όταν απλώνονται χυτά στο λείο γυναικείο δέρμα. Πιθανολογώ ότι ο συνειρμός είναι από το γιαούρτωμα. Οπότε και εδώ έχουμε εκτίναξη σπέρματος δίκην γιαουρτιού στο ταλαιπωρημένο δέρμα, πάντα για το καλό της γυναίκας, σύμφωνα με τον γνωστό εξουσιαστικό φαλλογοκεντρισμό. Το Πονηρόσκυλο έχει καταγράψει και την έκφραση στα μπούτια τα γιαούρτια, όπου μιλάμε μάλλον για υπερεκχείλιση σπέρματος από το αιδοίο και ολίσθησή του στους μηρούς. Το γιαούρτι είναι ένα μόνο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που συνδέονται σλανγκικώς με το σπέρμα, βλ. και τα τυρί, φέτα, γαλατάς.

This definition has the tendency of becoming silly, θα με διέκοπτε ο Graham Chapman...

Σλανγκασίστ: Ένα ακόμη ψιχίο από την σλανγκοτράπεζα του Χότζα.

  1. - Πού 'σαι ρε Μήτσο; Γουστάρεις να χτυπήσουμε κανά γιαουρτάκι;

  2. - Έτσι, έτσι μωρό μου, έεετσι! Ο γαλατάς, ο γαλατάς! Σου φέρνω τα γιαούρτια μανάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι κάποιον ή σκαρώνω σκευωρία σε βάρος κάποιου. Δηλαδή, τον βάζω να υποστεί τη δεινοπάθηση, να επωμιστεί το βάρος ή τις κυρώσεις/συνέπειες μιας πράξης ή κατάστασης κι εγώ καρπώνομαι τα οφέλη.

Για παράδειγμα, στον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Αλ. Δουμά, οι τρεις συνωμότες Νταγκλάρ, Βιλφόρ και Μορέλο πήγαν να παίξουν μπιλιάρδο στην πλάτη του Εδμόνδου Δαντές και να του φάνε τη μεναγκό, χώνοντάς τον ταυτόχρονα στην ψειρού.

Συνήθως προφέρεται εν είδει ξεσπάσματος αγανάκτησης από τον παθόντα: «Μπιλιάρδο στην πλάτη μου, δεν θα παίξει κανείς!»

  1. από εδώ
    Οικονομολόγος δεν είμαι και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω και όλους τους όρους που διαβάζω. Εκείνο που μπορώ να καταλάβω είναι ότι παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις του Γιώργου ότι «υπάρχουν λεφτά», τέτοια όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά οι δανειστές μάς «βάζουν» τα δύο πόδια σε μισό παπούτσι. Και όλοι παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μας.

  2. κι από εδώ
    Όλοι οι ανίκανοι στο υπουργείο παίζουν μπιλιάρδο στις πλάτες των καπνοπαραγωγών χωρίς ντροπή.

Απαράδεκτοι, "Ποιητική βραδιά". Στο 23:03. (από patsis, 22/08/12)

Δες και δίνει πλάτη για τάβλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τον αγγίζει ο χρόνος... σε όλα τα επίπεδα!

  1. - Πω πω, ρε παιδάκι μου... Τι είναι αυτός ο κώλος της Λίλιαν!!!!! Ξερόχυσα χθες που την είδα!
    - Ανοξείδωτος. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, τριακόσια λήμματα, πεντακόσιοι ορισμοί! Και αυτός, περήφανος, κοιτάει τα ουράνια!!
    - Κώλος γαλβανιζέ ένα πράμα. Μπράβο του Λίλιαν.

  2. (από ΖΑΜΑΝΦΟΥ)
    - (Ανίτα) Και έρχεται ο Τίμης Παρίσης...
    - (Τίμης) Γεια σου Ανίτα μου.
    - (Ανίτα) Ρε παιδί μου, ο ίδιος είκοσι χρόνια είσαι. Πως τα καταφέρνεις;
    Ανοξείδωτος είσαι;
    .......
    - (Ανίτα) Και μετά τον ανοξείδωτο Τίμη Παρίση, υποδεχτείτε τον ανοξείδωτο νάμπερ του, Δημήτρη Κοντολάζο...

(από electron, 02/02/10)

Βλ. και μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του τουρκικού kartal = αετός. Στα Ελληνικά σημαίνει επίσης αετός αλλά σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στη Θράκη, είναι και ένα είδος γύπα, όρνιου.

Άνθρωπος πανέξυπνος αλλά και άρπαγας και μάλιστα αδίστακτος.

Εξαπανέκαθεν, ο αετός είχε θετικές συνδηλώσεις καθ' ημάς - έμβλημα του Διός, του Πατριαρχείου και του ΠΑΟΚ, αετίσιο βλέμμα, αϊτός είσαι, σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα κλπ. Αντιθέτως, ο γύπας δεν πρόσεξε αρκετά το πι-αρ του και κατέληξε να σημαίνει τον στυγνό οπορτουνιστή - ψοφίμια, ετοιμοθάνατοι κοκ.

Η λέξη καρτάλι κρατάει κάποια από τα θετικά του αετού - ιδίως την οξυδέρκεια. Τα παντρεύει, όμως, με ορισμένες από τις ιδιότητες που αποδίδονται στον γύπα - κυρίως την απονιά. Μας θυμίζει δε η λέξη και ότι, στην τελική, και ο αετός και ο γύπας είναι αρπακτικά, ΤΑ αρπακτικά, με κάτι νυχάρες να.

Και έτσι το καρτάλι περιγράφει εύγλωττα τον τύπο που καραδοκεί, δεν του ξεφεύγει τίποτε και μόλις δει την ευκαιρία χυμάει και καταξεσκίζει το θύμα του. Συγγενή έννοια περικλείει και η λέξη αετονύχης, αλλά εκεί η έμφαση είναι στην πονηριά και την επιτηδειότητα ενώ το καρτάλι τονίζει την αναλγησία και την αρπακτικότητα - το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν ο αετονύχης και το καρτάλι είναι, βέβαια, η εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Ενδιαφέρον έχει, νομίζω, και η παραβολή με τις λέξεις σαΐνι και κοράκι.

Εξ όσων ξέρω, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και μάλλον σπάνια πια.

  1. ... Και δεύτερον πολλές φόρες μας έκλεψε παίχτες ή προσπάθησε να μας τους αρπάξει. περιμένει σαν καρτάλι και με την πρώτη ευκαιρία έρχεται να κλέψει. θες τον παίχτη ρε μπαστ..δε Ντέμη κάνε πρόταση και αν τη δεχτώ πλήρωσε και πάρε ότι θες. (από forum στο paokmania.gr, παοξής εξηγεί γιατί μισεί την ΑΕΚ)

  2. Για ποιόν πολιτισμό μιλάτε στο Ελλαδιστάν ;;;
    Για ποιό κράτος ;;; Το παραδικαστικό ;;; Ή του Σανιδά με τα παράνομα σπίτια του ;;; Για ποιά πρόνοια ;;; Των ράντζων και των προμηθειών ;;;
    Για την πολεοδομία που το κάθε βλαχαδερό σαν καρτάλι περιμένει την μίζα του για να πάρεις πρωτόκολλο ;;; (από forum στο michanikos.gr)

  3. - Φοβέρά τα ντολμαδάκια ... Δοκίμασες;
    - Εμ, πρόλαβα; Δεν πρόλαβα... Πέσανε τα καρτάλια, ο αδερφός σου και η νυφούλα σου, φύλλο δεν αφήσανε εν ριπή οφθαλμού...

Επιβίβαση σε Kartali (απο την ιστιοσελίδα της Τουρκικής Αεροπορικής Βιομηχανίας) (από Vrastaman, 12/11/09)Ταινια το πιο λαμπρό μπουζούκι. Εδω ο Βουτσας έπαιζε και ως Μπρόκολας, αλλά και ως Καρτάλης (διάσημος ηθοποίος) (από GATZMAN, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ντιπ για ντιπ μεθυσμένος. Από τις διάφορες ουσίες που έχουν πιωθεί και ανακατευτεί στο στομάχι αυτού που τα πίνει, μπορούμε να πούμε ότι έχει ένα πλήρως εξοπλισμένο χημείο στο στομάχι του! Χρησιμοποιείται μόνο για αλκοόλ και όχι για ναρκωτικές ουσίες κ.λπ.

  1. Πραγματικός διάλογος:
    - Θέλω και 'γω να γίνομαι χημείο κάθε μέρα χωρίς hangover την επόμενη! Yeaaah!
    - Άει πλύνε καμιά κατσαρόλα μωρή μπαφλότσα που θες και να πιες κιόλας απ' τα δεκατέσσερα σου...

  2. - Πήγαμε με τον Γιώργο χθες σ' εκείνο το ύπουλο μπαρ που είχαμε δει μαζί, θυμάσαι;
    - Ναι, πως ήταν;
    - Σκατά! Όλα τα ποτά ήταν μπόμπες! Χημείο γίναμε!

Η είσοδος του παλιού Χημείου στη Σόλωνος. Κάπως έτσι γίνεσαι όταν γίνεσαι χημείο. Ανάστα ο Κύριος (από GATZMAN, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...

Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):

την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
τη μουσική - κακοφωνίξ
το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
τα φρένα – [καβλόγκαζος]
τον εαυτό του - μονόχνωτος τον εαυτό της - ξινή τον γάμο - γεροντοκόρη
το χιούμορ – μουρτζούφλης
την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
το σπίτι του - ξενύχτης
τον καθρέφτη - αχτένιστος
τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τσιγκούνης, κάνει οικονομίες (με την καλή έννοια).

Η έκφραση είναι συνώνυμη της φράσεως κάνει το σκατό του παξιμάδι, ή μπορείτε να την δείτε και ως συνέχεια αυτής της ανθρώπινης, και βαθιά μοναχικής, διαδικασίας. Δηλαδή, για να το κάνεις παξιμάδι το περί ου ο λόγος, πρέπει να το ξεράνεις, στον ήλιο, ή με σεσουάρ.

(με την καλή έννοια)
- Ωραίο αυτοκίνητο, αγόρασε ο Γιώργος. - Βέβαια, ξέραινε το σκατό του δύο χρόνια, δεν έβγαινε, αλλά τα κατάφερε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified