Selected tags

Further tags

Άτομο που γουστάρει τα ταξίδια.

Κάποιος που έχει σκουλήκια ο κώλος του, της περιπλάνησης, που δεν τον χωράει κανένας τόπος για πολύ καιρό, και που όταν ακούει τον Χριστιανόπουλο να λέει για «δέντρα που ριζώνουν κι' ομορφαίνουνε το μέρος όπου φύτρωσαν», γελάει με τον ποιητή που περιφρονεί τις μέλισσες.

Στην απλούστερη περίπτωση, άτομο που δεν στεναχωριέται ανάμεσα σ' ανατολή και δύση, αλλά χρησιμοποιεί συχνά το διαβατήριό του, ή τουλάχιστον ξεκολλάει απ' την πόλη ή το χωριό αρκετά για να μη γελάει πλέον με αστεία τύπου «σουβλάκι-καλαμάκι».

Αν όχι παρμένο, οπωσδήποτε διαδεδομένο από το ομώνυμο τραγούδι από Τρύπες (1985) και μετά.

  1. Αν είσαι ταξιδιάρα ψυχή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθησυχάσεις το πνεύμα σου, πέραν του ταξιδιού, είναι κάτι σαν ναρκωτικό της ψυχής... Εγώ είμαι έτσι... Δεν έχω την κάρδια ενός μεγάλου ποντοπόρου, μάλλον όχι, αν και θα δεχόμουν με μεγάλη χαρά την πρόσκληση σε μια εξερεύνηση του διαστήματος... Πάραυτα θεωρώ ότι αποζητώ το ταξίδι για δικούς μου προσωπικούς λόγους... (από εδώ)

  2. Αν δε σε κραταει τιποτα πισω κ εισαι ταξιδιαρα ψυχη η καλυτερη συμβαση ειναι αυτη του ΕΛΓΑ. Μιλαμε για πολλα λεφτα!!! Υπαρχουν καποια κεντρα στην ελλαδα του ελγα και κανοντας την αιτηση σου σε κατατασσουν αναλογα με τα μορια σου σε καποιο κεντρο, στην αιτηση δε δηλωνεις περιοχη, σε οποιο κεντρο θελουν σε πανε. (από εδώ)

  3. καλά ταξίδια σε όλες τις ταξιδιάρες ψυχές.... Χαίρομαι, που σήμερα μπήκα σε αυτήν την οικογένεια των ταξιδιάριδων....Ισως το μόνο που μας έχει απομείνει να μας δίνει ακόμα χαρά είναι τα ταξίδια μας........μπροστα σ' αυτήν την ολοσχερή κρίση της Ελλάδας μας.... Αύριο φεύγω για Ρώμη... (από εδώ)

Τρύπες, «Ταξιδιάρα ψυχή» (1985) (από vikar, 26/07/11)"But a village is not a town, just couldn\'t tie me down..." (Μπλάκ Κίζ) (από vikar, 26/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία αποτελείται από δύο συνθετικά: παπαριά + βιολί.

Οι μεν παπαριές σημαίνουν τις μαλακίες που μπορεί κάποιος να λέει, και το βιολί προκύπτει από την φράση: Και αυτός το βιολί του.

Και τα δύο μαζί, συνθέτοντας την λέξη παπαροβιολιές, υποδηλώνουν ότι κάποιος, εκτός από τις μαλακίες που λέει, έχει και εμμονή με τις συγκεκριμένες έτσι ώστε να τις επαναλαμβάνει συνεχώς.

- Συνάντησα τον Σωτήρη προχθές τυχαία μετά από πολύ καιρό.
- Τι κάνει;
- Τα γνωστά. Τις ίδιες παπαροβιολίες λέει ως συνήθως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για αγαπημένο τραγούδι, για κομμάτι που θα βάζαμε τουλάχιστον σε ένα τοπ φάιβ αλα Χάι Φιντέλιτι.

  1. Πρόσφατα διαβάσατε (ελπίζω..) μια κριτική στο acidart για το αριστούργημα των CBP. To βινύλιο κοντεύει να λιώσει.! Το κομμάτι «We forgotten who we are» είναι ο ύμνος της χρονιάς [...] (από δω)

  2. Η συμπάθεια για τους Midlake ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια με το Roscoe. Ένα τραγούδι-ύμνος που έτρεφε την χαρμολύπη και αποτελούσε το ιδανικό μακιγιάζ για στιγμές που δεν ξέρεις πώς να αισθανθείς. (από δω)

  3. υμνος ειμαι 16 χρονων και καθε φορα που ειμαι φτιαγμενος ειναι το μονο που σκαλωνω,, ειναι το απολιτο κομματι ειναι κατι που σε στελνει δεν ξερω πως να το εκφρασω..απλα (απ' το γιουτιούμπ)

  4. Η χρυσή περίοδος του γκρουπ ήταν η δεκαετία ‘82-‘92. Τότε γράφτηκαν albums όπως: Το The Number of the Beast (1982), που τους έκανε γνωστούς σε όλο τον κόσμο και περιείχε, εκτός από το ομώνυμο κομμάτι, ύμνους όπως τα Run to the Hills και Hallowed be thy name. Το Piece of mind (1983), με τα Trooper, Revelations και Flight of Icarus, να αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια των συναυλιών τους, εδώ και 25 χρόνια. Το Powerslave (1984), αφιερωμένο στην αρχαία Αίγυπτο, με τον ομώνυμο ύμνο, τα αξεπέραστα Aces High και Two Minutes to midnight και το επικό 14λεπτο Rimes of the ancient mariner. [...] Το ικανοποιητικό, αν και κατώτερο των προηγούμενων, No Prayer for the Dying (1990), και το κορυφαίο Fear Of the Dark (1992), με το ομώνυμο κομμάτι να αποτελεί σαφώς τον metal ύμνο της δεκαετίας του ’90. (από δω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για τον οπαδό του αγγλικού μουσικού συγκροτήματος the Cure. Η λέξη χρησιμοποιείται ιδίως όταν αναφέρεται σε κάποιον ή κάποια που ακολουθεί την χαρακτηριστική εξωτερική εμφάνιση της μπάντας και, συγκεκριμένα, του φρόντμαν Robert Smith, δηλαδή αδρά περασμένο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, μολύβι για τα μάτια, χλωμή επιδερμίδα, επιμελώς αναμαλλιασμένα μαύρα μαλλιά, μαύρα ρούχα, και αθλητικά παπούτσια.

Όσον αφορά την σχέση με τους γκοθάδες: Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 το συγκρότημα περνούσε την goth φάση του, όταν το gothic rock ακόμα σχηματιζόταν. Αν και οι δρόμοι τους ποτέ δεν ταυτίστηκαν αλλά διαχωρίστηκαν μετέπειτα σαφώς, από στυλιστικής άποψης υπήρξε ένα δημιουργικό πάρε-δώσε με το ρεύμα αυτό: «σκοτεινή» εμφάνιση, έντονο σκουρόχρωμο μακιγιάζ σε αγόρια και κορίτσια, εκφραστικά μελαγχολική παρουσία.

Στην Ελλάδα οι Cure είχαν σχετικά μεγάλο κοινό, κάποιοι από τους οποίους ήταν πιο «φανατικοί», εξ ου και η ύπαρξη του φαινομένου και του λήμματος.

  1. Από εδώ:

με εντυπωσίασες! και άκου να δεις τώρα...είχα να δω μέρες τον αδερφό μου πρώην κιουράκι μέχρι κόκκαλο και ξανάρχισε το τσιγάρο μετά 3 χρόνια διακοπής

  1. Από εδώ:

Μα... με emo; Αυτό καλέ θα πάθει τίποτα εκεί που... και...
(άσε, δεν τους πάω τους emo). Όχι ότι οι γκοθάδες είναι καλύτεροι.
Έβλεπα μία στο μετρό και στο ημίφως φαινόταν ενδιαφέρουσα. Ύστερα, βγήκαμε στο φως και έτυχε να περπατά δίπλα μου.
Τρόμαξα λέμε. Το κακόμοιρο, πεθαμένο ήταν και δεν το ήξερε...

Φιλιά!
(κι εγώ ήμουνα κιουράκι αλλά δεν το έκανα και θέμα!)

  1. Από εδώ:

Tην ονομασία του την απέκτησε από τα... emo του δεύτερου μισού των 80s κι αργότερα (κάτι σαν τα «κιουράκια» για όσους θυμούνται) που επειδή είχαν τέτοια βαθιά απόγνωση ;D ήταν συνεχώς χαμηλοβλέποντα - θα μπορούσαν να τους είχαν πει και floorgazing.

  1. Από εδώ:

Καλώς την. Έλα τα κιουράκια να βγαίνουν ένα ένα...!!!

Χαίρομαι που σου άρεσε, in between days κλασικό πλέον. Από τις στιγμές τους που έλεγαν τα μαύρα πράγματα με εύθυμο τρόπο. Μόνο οι Cure αυτό. Και ο Morrissey, αλλά θα τα πούμε άλλη στιγμή γι αυτόν...

Φοραδάκι (από Vrastaman, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ποπ* τραγουδάκι. Ανάλαφρο, ακίνδυνο, εύπεπτο, πιασάρικο, χαρούμενο, ανεβαστικό, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, και πιθανότατα με ημερομηνία λήξης.

Δεν είναι εξ ορισμού αρνητικός χαρακτηρισμός (περί ορέξεως κολοκυθοκεφτέδες), αλλά πολύ συχνά λέγεται υποτιμητικά, ως συνώνυμο της φλωριάς. Μπορεί να αναφέρεται και σε τραγούδι άλλου, εντελώς διαφορετικού μουσικού είδους, οπότε δηλώνει τεράστια περιφρόνηση - διότι αν το πας για ντεθ μέταλ και σου βγει ποπ, φιλαράκι, κάτι έχεις κάνει λάθος.

Στην αγγλόφωνη μουσική ορολογία, popular music είναι θεωρητικά κάθε μουσική που κυκλοφορεί ευρέως (σε δίσκους, σε cd, στο ίντερνετ κλπ) και δεν είναι ούτε κλασική ούτε παραδοσιακή. Με αυτή την έννοια, «ποπ» είναι και η τζαζ και οι μπλουζιές και ο Φρανκ Σινάτρα να πούμε - αλλά και οι γκαραζοπανκιές, το μέταλ, το αλτέρνατιβ, τα πριόνια κι όλα αυτά τα πράγματα του Σατανά. Πρακτικά όμως, τα εν λόγω πράγματα του Σατανά περιγράφονται με τους δικούς τους όρους, και η λέξη «pop» μένει να χαρακτηρίσει τη *μη ειδικευμένη μουσική ευρείας κατανάλωσης. Αυτή που απευθύνεται σε νεαρόκοσμο χωρίς συγκεκριμένα γούστα ή απαιτήσεις, και που δε χρειάζεται πάνω από δύο ακροάσεις για να γίνει χιτάκι. Ποπ είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής.

  1. - Κι από μουσική, τι έλεγε το μπητσόμπαρο χτες;
    - Νωρίς κάτι έλεγε, έπαιζε μια χαρά ποπάκια, γουστάραμε, κουνιόμαστε, όμορφα. Αλλά μετά το γύρισε σε ρέγγε και σαρδέλαι, και πλακώσανε τα ρασταφάρια, γέμισε ο τόπος τζίβες και τράιμπαλ, και βαρεθήκαμε.

  2. - Τι θα γίνει με τον Παύλο, θα μείνετε μαζί, τελικά;
    - Χλωμό. Έχουμε ένα θεματάκι στη μουσική.
    - Ρε α πάαινε από κει, πόσω χρονώ είσαι, να πούμε, δεκαπέντε; Η μουσική είναι το θέμα μας τώρα;
    - Ρε Λενάκι, έχουμε θέμα, σου λέω! Έχει πέντε τέρρα mp3 και θέλει να τ' ακούει όλη μέρα σπίτι, και είναι όλα ποπάκια. Όλα, όμως! Φρίκη! Νταξ, δε λέω, θα τ΄ακούσω κι εγώ μια στο τόσο, δε θα βγάλω σπυριά, κι ένα αξιοπρεπές ποπάκι να το εκτιμήσω κιόλας. Αλλά πόσες ώρες σερί μπορεί ένας ενήλικας άνθρωπος ν' ακούει Lady Gaga και Rihanna, πια;
    - Εγώ στα 'λεγα όταν ήσουνα μικρή, να μη συχνάζεις στο Dark Sun, δε μ' άκουγες...

  3. - Παλιά δεν τους γούσταρα τους James καθόλου. Ένα-δυο τραγούδια τους μ' αρέσανε μόνο, και τα υπόλοιπα μου φαινόντουσαν ξενέρωτα ποπάκια, εντελώς αδιάφορα. Τώρα έχω αρχίσει να τους συμπαθώ.

  4. - Πολύ με άρεζε το Dance of Death των Maiden.
    - Πλάκα με κάνεις; Παπαριά είναι.
    - Όχι ρε, είναι πολύ προσεγμένο.
    - Φλωριά είναι.
    - Όχι ρε, δώσ' του μια ευκαιρία, είναι καλό λέμε.
    - Ποπάκι είναι.
    - Ε ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΟΠΑΚΙ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό παράδειγμα στιχουργικού σαρδάμ που δημιουργεί η φαντασία μας, όταν τα αυτιά μας κάνουν πουλάκια. Ακούμε ένα τραγούδι και, είτε επειδή δεν πιάσαμε καλά τον στίχο, είτε επειδή ο στίχος ήταν πολύ ασυνήθιστος ή δεν ταίριαζε καλά με την μελωδία, εμείς συμπληρώνουμε τα κενά της ακοής μας με ό,τι μας έρχεται πρόχειρο στο νου. Η σωστή λέξη για την περιγραφή αυτού του φαινομένου είναι 'παράκουσμα'.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι κανένας δεν μπορεί να διακρίνει το λάθος μας, γιατί είτε πούμε 'Πάλι Μόνος' είτε 'Παλημώνος', στο αυτί του τυχαίου ακροατή είναι το ένα και το αυτό.

Δια στόματος Μπιθικώτση:
Αχ, ψευτικιάτικε ντουνιά, οοοοοό....

Παλινωδία του Ελύτη:
Θέλει νεκροί χιλιάδες
να 'ναι στους τροχούς,
θέλει κι η Ζωντανίνα
δίνουν το αίμα τους...

Παράκουσμα Πλούταρχου:
Κι η μοναξιά με πνίγει, πάει να με τρελάνει,
μα τόνισα την πρόκα, στην παλάμη της καρδιάς..

Παράκουσμα Μαζωνάκη:
Με τα μάτια Ανατολές, οτι νοιάζεσαι για μένα..

Παράκουσμα Βουγιουκλάκη:
Με ένα λουλούδι κόκκινο γεράνι είσαι στη γλάστρα..

Παράκουσμα Καρβέλα:
Όλα είν'εντάξει, όλα είν'ωραία,
δύναμη και τάξη
είμαστε παρέα...

Στιγμιαίο λάθος από Πασχάλη:
Παραδώσου λοιπόν, πάρε φόρα μωρό μου!

Άσμα της Δέσποινας Βανδή:
Και πάλι βρήκα τον λάθος άνθρωπο για ν'αγαπήσω,
μα τώρα είναι αργά για να γυρίσω,
μαζί σου έχω αγάπη μου παιδί...

Και ένα τελευταίο από Ειρήνη Μερκούρη:

Νιώσε τη στιγμή, είμαστε μαζί, όλα είναι τέλεια,
θεοί και δαίμονοι, δίχως αφορμή φέρνεις την συντέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχαμούτος ονομάζεται (από συναδέλφους του «παλαιάς κοπής») ο επαγγελματίας μουσικός, ο οποίος παίζει «πλήκτρα» (synthesizer) συνήθως σε «κέντρα διασκεδάσεως» χρησιμοποιώντας έτοιμες ενορχηστρώσεις σε αρχεία midi.

Παίζει δηλαδή «τάχα μου» εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα το μουσικό κομμάτι παίζεται από τον η/υ ή κάποιο sequencer.

- Καλά, ρε Μπάμπη, φοβερός ο Λάκης, ε; Παπάδες παίζει ο πούστης!
- Άσε ρε φίλε, μη τσιμπάς... Ας είναι καλά το sequencer. Ταχαμούτος είναι μωρέ, τρομάρα του!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified