Further tags

Ο βραχίονας που χρησιμοποιείται για την προσέγγιση του εξοπλισμού μας σε κάποιο, διαφορετικά απρόσιτο, σημείο.

Συνήθεις χρήσεις αποτελούν η μπούμα του μικροφώνου και η μπούμα της πρέσας μπετόν.

Ετυμολογικά, το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη εντοπίζει ιταλική προέλευση, ενώ το etymonline.com ολλανδική μέσω Σκωτίας.

  1. Από εδώ:

Επίσης μου είπες ότι θα την τοποθετήσεις σε shuberth c2 ; γιατί το λέω αυτό , στο c2 είναι κοντή η στανταρ μπουμα του μικροφώνου και την αλλάζω …….. σε όσους έχουν c2 ( δίνω μακρύτερη μπουμα μικροφώνου )

  1. Από εδώ:

Εκεί πάνω τοποθετήθηκε η επίσης μεγαλύτερη στον κόσμο πρέσα μπετού της γνωστής μάρκας Cifa με μπούμα μήκους 101 μέτρων αποτελούμενη από 7 συνολικά στελέχη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τρόλεϊ, εκ του ηλεκτρικό και του ιταλικού popolo (=λαός) και του αγγλικού bus (=λεωφορείο).

Μα ένα λιόγερμα πάει να περάσει την Αχαρνών απέναντι και τον πάτησε το ηλεκτροποπιλόμπουσο. Αααααχ τι νόμισες. Χαροκαμένη είμαι. Κι άμα τον θυμάμαι στεναχωριέμαι και τρώω. Αισιχτίρ συγκινήθηκα πάλι. (Αποκατέ).

(από Khan, 15/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λατσός = όμορφος (< lačho = όμορφος, καλός στη ρομανί) και του ιταλικού fortuna = τύχη. Ό,τι πρέπει για καλιαρντοευχές.

Εχει ο γκούρμπαντος γενέθλια; Πολύχρονος να 'σαι, πολύχρονος και λατσοφουρτούνας!!!!!! Α κι εγώ να σε χαίρομαι όχι μόνο η αρτίστα του βωβού! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευριστικό λολοπαίγνιο που φοριέται τον τελευταίο καιρό από αστειάτορες baristas σε καφέ τ. Starpax. Αναφερόμεθα στο πρόδηλα στρέι εσπρεσσάκι stretto (στρέιτο), σε αντιδιαστολή με το ύποπτο lungo (λούγκρο).

Ινσέψιο: ύποπτος λούγκρος πίνει στρέιτο

Εναλλακτικά: ριστρέιτο (ristretto) ή λούγκρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συνεικάζω / σοπορτάρω / νταγιαντώ

Αυτές οι τρεις λέξεις, πέρα από την εννοιολογική εγγύτητα των δύο τελευταίων, φαίνονται να μη σχετίζονται μεταξύ τους. Για μένα όμως, εκτός του ότι ανήκουν στη ντοπιολαλιά της Κύθνου και τις άκουγα από τη γιαγιά μου από μικρό παιδί, απεικονίζουν ανάγλυφα την ιστορία των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, κατά την τελευταία χιλιετία.

Το συνεικάζω σημαίνει σχηματίζω, συνθέτω στο μυαλό μου την εικόνα κάποιου προσώπου, αντικειμένου, γεγονότος κλπ.

Η ετυμολογία προφανής: συν+εικάζω (με την έννοια του εικονίζω και όχι του πιθανολογώ).

«Κάτι μου λέει τ' όνομα, γιοκαράκι μου, μα δεν τονε συνεικάζω». Έτσι μού 'λεγε η γιαγιά, όταν (σπανίως, γιατί μέχρι το τέλος είχε πλήρη διαύγεια) δεν θυμόταν κάποιον.

Το σοπορτάρω σημαίνει αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

Η ετυμολογία από το ιταλικό sopportare , με την ίδια έννοια.

«Το βλέπω έτσι, το βλέπω κι αλλιώς, μα και πάλι δε μπορώ να το σοπορτάρω

Οι τρεις αιώνες (13ος-16ος) «δυτικής» (ενετοί, γενουάτες, καταλανοί κ.ά.) κυριαρχίας στο Αιγαίο άφησαν τα σημάδια τους, μεταξύ άλλων, και στη γλώσσα. Βέβαια στα μικρότερα νησιά, όπως η Κύθνος, υπήρξε σχετικά γρήγορη αφομοίωση του «δυτικού» στοιχείου. Έτσι γύρω στο 1700, όταν o Tournefort επισκέφθηκε το νησί δεν υπήρχε κανένας καθολικός.

Το νταγιαντώ ή νταγιαντίζω έχει την ίδια έννοια με το σοπορτάρω δηλ. αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

H ετυμολογία από το τουρκικό dayanmak, με την ίδια έννοια.

To νταγιαντώ ή νταγιαντίζω είναι ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τραγούδια, παραδοσιακά

«Δε νταγιαντώ δυό πράματα φτώχεια και γεροντάματα»

ή μη

«...Παναγιώτα μου νταγιάντα κι έχει ο Θεός!» από εδώ.

Οι επόμενοι τρεις αιώνες (16ος-19ος) της οθωμανικής κυριαρχίας, άφησαν κι αυτοί τα σημάδια τους στη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι η Κύθνος (όπως τα περισσότερα μικρά νησιά δεν εποικίστηκαν από τους Οθωμανούς, επειδή θεωρήθηκαν ανασφαλή γι' αυτούς, λόγω της πειρατείας. Έτσι στο διάστημα αυτό υπήρξε μια ιδιόμορφη «συγκυριαρχία» των νησιών αυτών: Από τα μέσα της Άνοιξης (όταν έβγαινε ο οθωμανικός στόλος από τα Δαρδανέλια) μέχρι της αρχές του φθινοπώρου (που επέστρεφε) ολόκληρο το Αιγαίο ήταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Τον υπόλοιπο μισό χρόνο αλώνιζαν διάφοροι, δυτικοί κυρίως, κουρσάροι. Μερικοί μάλιστα, ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους, σε διάφορα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (ερειπωμένο σήμερα) τμήμα τις χώρας της Κιμώλου, με τα οικόσημα στις προσόψεις των σπιτιών.

Με βάση τα προηγηθέντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα στα νησιά αυτά ήταν έμμεσες και οφείλονταν στην επικοινωνία που είχαν με άλλες περιοχές της, τότε, αυτοκρατορίας, όπου η παρουσία της τουρκικής ήταν πιο έντονη. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1922, υπήρχε διαρκής επαφή και επικοινωνία των, υπό ελληνική κυριαρχία, νησιών, με αυτά, που παρέμεναν υπό τουρκική και με τα μικρασιατικά παράλια.

Παρ' όλα αυτά όμως, η ελληνική γλώσσα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη, διατηρώντας «λόγιες» μορφές, όπως το «συνεικάζω», ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς γραμματικές γνώσεις (η γιαγιά μου πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ντολτσεβιτισμός, ντολτσεβιτιστής/ -ίστρια

Το ηθικό κίνημα του να ζεις τρυφηλή ζωή, να σ' αρέσει η καλοπέραση. Ντολτσεβιτιστές καλούνται οι φιλήδονοι οπαδοί των απολαύσεων και ακόλουθοι του εν λόγω κινήματος.

Εκ του ιταλικού Dolce Vita (=γλυκιά ζωή) και της κατάληξης -ισμός. Η ομώνυμη ταινία-σταθμός (1960) του Φεντερίκο Φελίνι προκάλεσε στην εποχή της μεγάλο θόρυβο και πάθη αποτελώντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Αϊσέ Νανά, η τουρκάλα που ενέπνευσε με ένα στριπτίζ της τον Φεντερίκο Φελίνι να δημιουργήσει την κλασική ταινία του «Λα Ντόλτσε Βίτα»H Ανίτα Έκμπεργκ βουτά στη Φοντάνα ντι Τρέβι κι ο Φελίνι δημιουργεί μία από τις κλασικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου, 1960

(...) απ' την ταινία καθιερώθηκαν δύο όροι: ο Παπαράτσο, ο φίλος του Μαρτσέλο έδωσε το όνομά του στους απανταχού ρεπόρτερ ή αλλιώς... παπαράτσι και ο τίτλος, "Dolce Vita" μέχρι σήμερα υποδηλώνει την ευχάριστη, γλυκιά, ανέμελη ζωή, ό,τι δηλαδή έκανε ο ήρωάς μας...

Πηγή εδώ

Μας στόλιζε έτσι η μάνα μας όταν με τον αδερφό μου αρχίσαμε να παρακούμε τις σπαρτιάτικες αρχές της. Εγώ ήμουν η ντολτσεβιτίστρια, ντολτσεβιτιστής εκείνος, χαμένα κορμιά κι οι δυο και πύρκαυλοι θιασώτες του ντολτσεβιτισμού. Μέχρι τώρα δεν είχα ακούσει να λέει κανείς άλλος αυτή τη λέξη, όμως ιδού η σοδειά που δείχνει τον μαμαδισμό της μανούλας, before it was cool:

ΣΠ. ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ, 1963. Σε συγχωρώ, γλυκιά μου αγάπη. Παράτησε την ντόλτσε βίτα προτού χαθείς και εσύ μια νύχτα

Και για σαντυγί, λίγοι ανέμελοι ντολτσεβιτιστές περιφέρουν το αχαχούχα τους ως ιερό δισκοπότηρο. (εδώ)

- επάγγελμα;
- ντολτσεβιτιστής (εδώ)

αρχικά δίνω την εντύπωση του στρυφνού αλλά είναι μέσα στο προφίλ που θέλω να προωθήσω: του περιζήτητου ντολτσεβιτιστή εργένη. (εδώ)

-Ανένταχτοι Άφραγκοι Ντολτσεβιτιστές. θα κατέβω στις επόμενες (εδώ)
-Μαζί σου.
-εγώ θα είμαι με τους μετανοημένους ντολτσεβιτιστές που δε θα βγάλουν τη γλυκιά ζωη από τη ζωη τους ποτέ. RT

αργοτερα το παιδι θα μαθει ποσο εξαιρετικα αρρωστημενη ψυχολογικα ηταν κ ειναι η κυρια μανταμ σουσου ντολτσεβιτιστρια του κ@λεου, που σιγουρα δεν τη λες γιαγια! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόκα σημαίνει, κόλλα το!

"Κάνω τόκα" ή "τόκα της" υπάρχει σε πολλές αναφορές της λογοτεχνίας για την (ειλικρινή) χειραψία και μάλιστα με περαιτέρω παραπομπές στην ενηλικίωση ως πληρότητα δικαιοπρακτικής ικανότητας (δηλ. μόνον οι μεγάλοι έκαναν τόκα -> όταν σου ζητεί ή δέχεται κάποιος να κάνει τόκα με εσένα, τούτο ισοδυναμεί με παραδοχή ότι ο λόγος σου δεσμεύει -> θεωρείσαι ενήλικος).

Δεν αποκλείεται να προέρχεται από το ιταλικό ρήμα "toccare" = αγγίζω, βλ. και US gimme/slip me some skin = κόλλα το.

HODJAS εδώ

Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξη ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν. - Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
- Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος ήκουσε, κι’ έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
- Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;

"Ο Αμερικάνος". Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
(Deinosavreios φιλολογική κατάθεσις)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιπινισμός για το κολλητουμπινάκι, το φιλαράκι.

Ο γουτσισμός αυτός φοριέται κυρίως από μαθήτριες, γκέηδες και κουγκαρομπεμπέκες.

  1. - ΠΕΣ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΑ ΦΡΕΝΤΟΥΛΙΝΙΑ!! (εδώ)

  2. - Η αλλη μου το παιξε και φρεντουλινι για να την ψηφισω ουστ μωρη αζαπουλινακι γαμω την Δαπ (εκεί)

  3. - <.<. Φρεντουλίνια φορ εβερρρρρ παπαω σεεεεεεεε <3 (παραπέρα)

  4. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα (από το φατσομπούκι).

Ψευδοαγγλικό υποκοριστικό του friend με ψευδοιταλική σλανγκοπινελιά (-ίνι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση, την οποία μου είπε Κερκυραία και βρίσκω να υπάρχει σε τοπικό γλωσσάρι του νησιού:

Πέκα (η), ο θυμός, το πείσμα | πεκάδος (ο), αυτός που έχει πέκα, που βαστάει το θυμό ή το πείσμα του.

liapadeshistory.blogspot.gr

βρίσκω ευρύτερα να σημαίνει:

  • έχω μεγάλη αγάπη για κάτι, έχω φάει κόλλημα με κάτι.
  • έχω μανία,εμμονή, ψυχαναγκασμό με κάτι, σκαλώνω με κάτι.
  • έχω πείσμα, κρατάω μούτρα σε κάποιον, τρώω σκάλωμα εναντίον κάποιου.

Έψαξα λίγο για ετυμολογία προς Ιταλία μεριά: στα ιταλικά λεξικά βρίσκω pecca να σημαίνει ελάττωμα, βλάβη, ζημιά (peccare από την άλλη σημαίνει αμαρτάνω). Μου φαίνεται η πέκα να έχει μια σχετική παραλληλία με το πως χρησιμοποείται γενικότερα η λέξη ζημιά. Έτσι, το έχω πέκα συγχωνεύει δύο νοήματα: α) παθαίνω ζημιά με κάτι, δηλ. κάτι έχει πάνω μου πολύ μεγάλη επίδραση, τόση που σχεδόν με έβλαψε β) το αποτέλεσμα αυτής της "ζημιάς", ότι μου έμεινε κάτι με την έννοια του σκαλώματος και κολλήματος, δηλαδή, η βλάβη (pecca) με έκανε λιγάκι βλαμμένο (με έκανε να έχω pecca).

Αλλά απ' ότι κατάλαβα είναι μια σχετικά ήπια έκφραση που εκφράζει συχνότερα την μεγάλη αγάπη για κάτι.

Δεν ξέρω, εμένα μου φαίνονται πιθανά τα παραπάνω τα ετυμολογικά. Εσάς;

Έχω "πέκα" με τις ταινίες από μικρός.... τεράστια συλλογή VHS... Τώρα με τα αϋλα, ξεφορτώθηκα τις κασσέτες και απέκτησα πολλούς δίσκους... Οπότε έκανα και αρχειοθέτηση... έχω ένα app που τις έχω όλες καταχωρημένες... πηγή

To βάψιμό σου φίλτατε είναι απλά καταπληκτικό, αυτό το ματ είναι όλα τα λεφτά, εύγε(για τον κινητήρα δεν θα πω γιατί έχω πέκα) πηγή

Αν εχω χρονο μετα θα δω, αλλα αν αλλαξουν κατι εδω με μελλοντικη αναβαθμηση (ηδη το δσλαμ ειναι γεματο) στο μελλον και ειναι conexant ... θα θελω αλλα μοντεμ επειδη εχω πεκα. πηγή

Όσο για το κοκο δεν νομίζω να κάνει κάτι το ιδιαίτερο. Όυτε στοματικό ούτε οθωμανικό. Μόνο απλό και πολύ σου είναι. Με το πλύσιμο έχει πέκα. πηγή

Επίσης, αυτό που μετράει ΠΟΛΥ είναι ο στόχος που έχεις. Αν κάποιος έχει πέκα με τα πολλα κιλα ή έχει πεισθεί (καλώς ή κακώς) πως θα αποκτήσει την εμφάνιση που επιθυμεί σηκώνοντας πολλά κιλά, τότε τείνει να τα καταφέρνει, εφόσον αποφεύγει τραυματισμούς. πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified