Further tags

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητευτικός, αισθησιακός, σέξυ ακαταμάχητος ιντελλέξουαλ all-in-one σαγηνευτικός αλβανός της Αννίτας Πάνια στο «Je t'aime».

Υπάρχει επίσης και η σχετική κλίμακα Ντουρίμ (από ένα έως δέκα) που καθορίζει το βαθμό σεξουαλικότητας των αρσενικών.

  1. Είσαι ο Ντουρίμ μου, παίδαρε!

  2. Με βάση την κλίμακα Ντουρίμ, του δίνω ένα επτά!

(από Galadriel, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν έκφραση χρησιμοποιείται προτρεπτικά κυρίως από γυναίκες διαόλου κάλτσα που πιάνουν πουλιά στον αέρα, διαβάζουν βουλωμένο γράμμα με μηδέν λουξ και διαθέτουν προσόντα διπλωμάτη ολκής, προς αρχιδάτους με πιο ουγκ ταπεραμέντο, προκειμένου να λυθούν ηλίθιες παρεξηγήσεις και να επουλωθεί αθέλητο ή ανόητο πάτημα κάλων.

Σημαίνει το καλόπιασμα του άλλου, την ανόρθωση του πεσμένου του ηθικού ή την εξάλειψη της δυσαρέσκειάς του, μετά από άτοπο ή άγαρμπο θίξιμο, ή ακόμη και προσβόλα, που του έγινε (όχι απαραίτητα από εμάς), είτε πάνω στη στραβή, είτε με αφορμή κάποιο φάουλ του. Όχι όμως με γλείψιμο, αλλά με την αναγνώριση της αξίας και του τι καλό καγαθό έκανε στο παρελθόν. Επίσης, την ενθάρρυνσή του πάνω στην προσπάθειά του για έναν κοινό στόχο στον οποίο δικαιολογημένα δεν πολυσυνεισφέρουμε εμείς.

Μανιπουλάρισμα ή πουσάρισμα δηλαδή, χωρίς όμως τις υστερόβουλες δημοσιοσχεσίτικες γαλιφιές.

Με σκαμπρόζικη χρήση του «πούπουλου» η έκφραση παίρνει πεοανυψωτική διάσταση με ανάλογα αποτελέσματα σε οποιοδήποτε ανδρικό ηθικό.


Το ανεβάζω για να διασωθεί και μόνο.

Το χρησιμοποιούν αναντάμ – παπαντάμ, σπανίως, οι παλιές (άνω των 60) ενός απ’ τα σόγια μου. Αν κι αντιλαμβάνονται την πικάντικη δυναμική της έκφρασης, δεν την έχω ακούσει ποτέ καθαρά μ’ αυτήν την απόχρωση –πώς θα μπορούσα άλλωστε- εξού κι η έλλειψη αντίστοιχου π.χ. που θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση εκφρασοπλασίας. Εννοείται, πως δεν αποκλείω μια τέτοια χρήση.

Ως προς την ετυμολογία, το πιο κοντινό που μπόρεσα να ανιχνεύσω είναι το αγγλικό «feather in one's cap» που σημαίνει πως κάποιος κατάφερε κάτι που όλοι γνωρίζουν και θεωρούν σημαντικό κι αξιόλογο, πράγμα που τον κάνει αν όχι φανερά περήφανο, τουλάχιστον να έχει ηθικό ακμαιότατον και να είναι κάργα από αυτοπεποίθηση. Θυμίζοντάς του το, όταν καμιά κωλοκατάσταση τον έχει πάρει από κάτω, τον βοηθάς, ενίοτε, να την ξεπεράσει -λέω 'γω (εννοείται, με κάθε επιφύλαξη).

- Καλά – καλά, θα σε στολίσω αργότερα.
- Τι πάλι;
- Ε το μαλάκα! Ξανά τα ίδια! Άλλαξε τις ημερομηνίες!
- Από μακριά όλα είναι εύκολα.
- Σιγά! Που μου το παίζει και βαρύ πεπόνι!
- Σήκωσέ του κι εσύ λίγο το πούπουλο! Τόσο τρέξιμο έχει κάνει!
- ………
- Έχουμε κι εκείνα τα τρικαλινά λουκάνικα, μου πιάνουν χώρο.
- Αν φτάνει το τσίπουρο, παρ’ εσύ τηλέφωνο για αύριο.
(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως καταφατική απάντηση στην ερώτηση «Ψήνεσαι να ...;». Υποδηλώνει υπέρμετρη συμφωνία, απόλυτη συγκατάβαση, σχεδόν ενθουσιασμό και προέρχεται από τον τρόπο που ενσωματώνεται, κολλάει το ζαμπόν και το τυρί στο τοστ κατά το ψήσιμο.

- Ρε μαν, ψήνεσαι να πάμε για ποτέλι το βράδυ;
- Ζαμπόν τυρί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά σίγουρα, αλλά κατευθείαν, αμέσως και ενθουσιωδώς. Σίγουρα προς μία κατεύθυνση και μάλιστα με τεράστια ταχύτητα - με όσα, μαλλιά, χίλια χιλιόμετρα την ώρα που λέει ο λόγος.

Ως προς τη ταχύτητα, συναφές με τα σούμπιτα, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Ως προς τη βεβαιότητα, αντίστοιχο ανάλογα με την περίσταση με τα αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Εδώ ενθουσιώδης βεβαιότητα: «Στην ΑΕΚ με τα χίλια» - Το ενδιαφέρον που φέρεται να έχει εκφράσει η ΑΕΚ για τον Θανάση Κανούλα έχει ενθουσιάσει τον νεαρό μέσο.

Εδώ ταχύτητα: Καλπάζει με... τα χίλια το AIDS στη χώρα μας

Εδώ βεβαιότητα και ταχύτητα και τα πάντα όλα: Λίλα με τα χίλια (μήδι 1).

Λίλα με τα χίλια σύμφωνα με τα τριφύλλια τους - Παράδειγμα 3 (από Galadriel, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση προερχόμενη εκ του Pop/R&B ακούσματος «Αν μου φτάναν τα λεφτά» του Stan (Στράτου Αντιπαριώτη).

Η ιστορία έχει ως εξής:
- Νεαρός κοζάρει ξανθό νέτο στη σχολή.
- Νέτο κολλημένο με γκόμενο, ο νεαρός έχει φάει φλας με την πάρτη της. Πιστεύει ότι το να ρίξει τέτοιο θεόμουνο έχει τις ίδιες πιθανότητες με το να του κάτσει το Λόττο.
- Νέτο βλέπει τον γκόμενό της να φασώνεται με άλλη, τον παρατάει κι αρχίζει να τρέχει.
- Ο νεαρός ξαφνικά πέφτει πάνω στο νέτο, αυτή του χαμογελάει και το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.

Η φράση χρησιμοποιείται για περιπτώσεις γκόμενας η οποία αποτελεί υπόδειγμα τέλειας γυναίκας, σε εμφάνιση, σε χαμόγελο, σε χαρακτήρα και γενικά ακριβώς σε ότι γουστάρει ο ενδιαφερόμενος. Απλά όπως συμβαίνει πάντα, έχει γαμηθεί ο Δίας και έχει προλάβει άλλος πριν από εμάς. Γι' αυτό και το να σου κάτσει τέτοια γκόμενα και να την πετύχεις σε ελεύθερη φάση, είναι πιο δύσκολο κι απ' το να σου κάτσει το Λόττο.

- Αυτή η Μαίρη που κάθεται πίσω γαλαρία τι λέει; Απίστευτος μούναρος και δείχνει πολύ καλό κορίτσι, ε;
- Είναι δεύτερο εξάμηνο και...μη χαίρεσαι. Έχει γκόμενο απ' το Λύκειο.
- Όχι ρε φίλε, ε αυτές άμα τις βρεις πρέπει να τις γαμάς από μικρές. Μακάρι να 'χα βρει το Λόττο.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η νταρντάνα (βλ. λήμμα για ετυμολογία), δηλαδή η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, (μάλλον σέξι, αν και τα γούστα ποικίλλουν), σύμφωνα άλλωστε με την γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -μούνα / -μουνο, που χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να περιγράψει γυναικότυπους σωματικούς και χαρακτηριολογικούς.

  1. Στην πρωτη φωτο εχουμε μια νταρντανομουνα μελαχρινη. Παιδια η τύπισσα ανετα επαιζε το ρολο της Αφεντρας. Αν και λιγο γεματουλα και με λιγο μεγαλο κωλο ειχε ενα εντελως τσαμπουκαλαμενο βλεμμα και attitude. Αφηστε που ειχε και ενα μαυρο ματι που σκοτωνε και ηταν ντυμενη στα μαυρα. (Εδώ).

  2. ειχα περασει τις προαλες ενα πρωι ψαχνοντας μια εταιρεια ανταλλακτικων και τσεκαρα πρωινη μια νταρντανομουνα βραζιλιανα ..οποτε ειπα σημερα να κοψω κινηση.. (Εδώ).

  3. Η νταρντανομουνα εχει ιδιαιτερη αδυναμια στα γουνινα, κροκοδειλε, λεοπαρδαλε, ζεπρε, τιγρε, ή αλλο animal print και συνδυασμους των πιο πανω. (Εδώ).

  4. Για τον Mad King που του αρεσουν τα νταρντανομουνα... Καλο πινελο φιλε (Εδώ).

(από Khan, 12/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified