Further tags

Λέξη ιταλικής προελεύσεως, που προέρχεται από τα λατινικά, και πολύ απλά σημαίνει «εκατομμύριο».

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την απροσδιόριστη ποσότητα, το αμέτρητο πλήθος ανθρώπων ή εντόμων.

  1. Απόσπασμα από αναγνωστικό του δημοτικού, δεκαετίας '80:
    «Μαζευτήκανε μιλιούνια, στο περβόλι τα ζουζούνια...».

  2. Πω πω φίλε, δεν ξαναπάω για μπάνιο στις Κουκουναριές: πληρώνεις χρυσή την ομπρέλα και μιλιούνια ο κόσμος...

  3. Εντυπωσιάστηκα από το Πεκίνο: τεράστια πόλη και μιλιούνια τα Κινεζόνια, να τρέχουν πέρα δώθε... Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.

  1. - Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!

  2. - Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ο ευνούχος - από το τούρκικο hadim.

Πιο χαλαρά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ανίκανο, αυτόν που έχει αδυναμία στύσης. Ακόμη πιο χαλαρά, τον ανέραστο, τον αδιάφορο για τα ερωτικά. Η λέξη λέγεται και για τον μικροτσούτσουνο - η χρήση αυτή είναι λάθος, βασικά, αλλά έχει μια πλάκα.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη είναι κυρίως Βορειοελλαδίτικη. Προφέρεται δε ως χα-dd-ουμ-s. Δεν είναι ακριβώς βρισιά - θυμάμαι να τη λέει τη λέξη και η γιαγιά μου - αλλά είναι φοβερά απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Όχι τόσο γιατί ο χαντούμης δεν μπορεί να πηδήξει, όσο γιατί δεν μπορεί να κάνει παιδιά.

Μεταφορικά, χαντούμης είναι και αυτός που δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά, ειδικά μια δουλειά που θέλει αρχίδια και τσαμπουκά. Έτσι, σημαίνει και αυτόν που κωλώνει, τον δειλό και, κατ' επέκταση, τον θρασύδειλο και ύπουλο άνθρωπο που επειδή δεν μπορεί να σου τη βγει στα ίσια θα σου τη φέρει από πίσω.

Για τα αντώνυμα δες και τα λήμματα βαρβάτος και βαρβατίλα

  1. - Τάρανδο τον έχει κάνει τον κυρ Παναγιώτη η Φροσάρα ... τσίπα δεν έχει μείνει πια στον κόσμο ...
    - Καλέ, τι λες τώρα ... αφού χαντούμης ειν' αυτός, όλη η γειτονιά το ξέρει ... τι θες να κάνει η γυναίκα ... έχει τις ανάγκες της κι αυτή ...

  2. ... κλείνω τη συνεισφορά μου στον προκείμενο κριτικό έρανο, ελέγχοντας δύο (σκόπιμες;) παρερμηνείες του Σροτ σε κρίσιμα θέματα του ιλιαδικού έπους. Η μία έχει να κάνει με τη δήλωσή του ότι απουσιάζει παντελώς το ερωτικό θέμα στην ομηρική Ιλιάδα, επειδή ο ποιητής της υπήρξε δήθεν χαντούμης. Η άλλη προβάλλει τον αυθαίρετο ισχυρισμό ότι στο ιλιαδικό έπος διακρίνεται δήθεν η στρατιωτική αταξία στο στρατόπεδο των Αχαιών από την ευταξία των αντιπάλων τους, που εκπροσωπούν την ασσυριακή πειθαρχία. (από άρθρο του Δ. Ν. Μαρωνίτη στο ΒΗΜΑ, 20/01/08)

  3. Γώ σε λέγω πού είμαι χαντούμ ς, και συ με ρωτάς πόσα παιδιά έχω. (Παροιμία από τις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης)

  4. Εκτός από χανούμης είσαι και χαντούμης. (Καταλυτικό επιχείρημα με στόχο φίλαθλο της ΑΕΚ από το http://erythrolefkometerizi.blogspot.com)

  5. -Καλά, είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ ήταν χαντούμης και είδες πώς του βγήκανε τ΄απωθημένα ... αυτούς να φοβάσαι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βίκυ ή Βικούλα είναι η wikipedia, η μεγάλη ηλεκτρονική διαδραστική εγκυκλοπαίδεια, σλανγκιστί. (Βικιπαίδεια, ελληνιστί (;))

Eκφράσεις: «Να ρωτήσουμε την Βικούλα».
«Η Βικούλα είσαι;», κατά το Μα ποιος είσαι, η ΔΟΜΗ;

Μένιος: Ρε συ Γιώργο, η Λάουρα μου είπε ότι τον έχω μικρό! Με έχει κομπλεξάρει τελείως!
Γιώργος: Πόσο τον έχεις;
Μένιος: Τον μέτρησα κι είναι 13 εκατοστά. Πόσο είναι ρε συ το κανονικό;
Γιώργος: Θα ρωτήσουμε την Βικούλα! Αυτή ξέρει από τέτοια θέματα! Για να βρούμε το άρθρο «medium penis length».
Μένιος: Bravo Giorgos!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σο προέρχεται από το αγγλικό «so» που θα πει διάφορα πράγματα όπως «έτσι», «συνεπώς», «οπότε», «τόσο» και διάφορα άλλα (είναι μαζεμένα τα πάντα, όλα εδώ, μην λέω πράματα που τα 'παν άλλοι πριν από μένα)..

So – συντριπτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα συνώνυμα (έτσι, συνεπώς, επομένως, οπότε, τόσο): έχει μόνο δυο γράμματα.

Σοσυντριπτικότερο πλεονέκτημα σε σχέση με το So: έχει επίσης μόνο δυο γράμματα, αλλά επιπλέον δεν χρειάζεται να γυρίσεις το πληκτρολόγιο στα αγγλικά. Αυτή γενικά είναι μια επίπονη και βαρετή διαδικασία, όπου πρέπει να πατάς ταυτόχρονα alt και shift (ή ακόμα χειρότερα να κάνεις κλικ με το ποντίκι στο EL για να γίνει EN) και πέρα και δώθε, είπαμε να το συντομεύσουμε, όχι να το γαμήσουμε και να ψοφήσει. Συνεπώς, (Σο) πρόκειται για περίπτωση όπως αυτή που αναφέρεται εδώ: «...προκύπτει από την παράλειψη αλλαγής του πληκτρολογίου από ελληνικό σε αγγλικό κατά την αναγραφή...».

Έτσι λοιπόν, (Σο) γράφοντας μόνο δύο απλά γραμματάκια, έχει επιτευχθεί, με τον λιγότερο δυνατό κόπο και χωρίς διασπάθιση πόρων, ο στόχος της επικοινωνίας που είναι και το ζητούμενο.

Όπερ έδει δείξαι.

Σλαγκασίστ: Mes, poniroskylo, Χανκ


Το λήμμα προτάθηκε στο ΔΠ από τον Χάνκυ ως εξής: «Μεσιά ή κοψομεσιά ή κομψομεσιά; Σημαίνει έτσι, έτσι; Αμερικανιά; Χαριτωμενιά; Ας μπει κι αυτό!» Προσωπικά συμφωνώ με όλα. Εν ολίγοις η πρόταση θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει ορισμό, αλλά είπα και τις μεσιές μου και σας έδειξα την πραγματική αλήθεια.

Σαν να λέμε «συνεπώς» - από εδώ.
Μπλα μπλα μπλα (επιχειρήματα)… Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα

Σαν να λέμε «οπότε» - από εδώ.
Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σαν να λέμε «έτσι λοιπόν»: από εδώ
Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, … είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή έκφραση που αποκτά νόημα μόνο ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος: φυλάω ή κρατάω τσίλιες. Σημαίνει ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση, προσέχω και παρατηρώ, ώστε να μην γίνουμε αντιληπτοί από όργανα της τάξης, τη στιγμή που ο συνεργός μου κάνει κάτι παράνομο ή απαγορευμένο.

Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.

  1. Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:
    Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».

  2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
    «...με τη σειρά μου θα τον πιω
    τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»

  3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
    Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γκέλα, λέξη τουρκικής προελεύσεως [τουρκ. gele] είναι η αναπήδηση, το γνωστό γκελ, που χρησιμοποιείται και στα Νέα Ελληνικά. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναπήδηση της μπάλας σε κάποια επιφάνεια. Μεταφορικά περιγράφει την αποτυχία, όταν δηλ. κάτι δεν έχει την επιθυμητή εξέλιξη. Συχνή έκφραση ταβλαδόρων, που περιγράφει το κακό αποτέλεσμα της ρίψης ζαριών. Κυρίως χρησιμοποείται στην αθλητική φρασεολογία, περιγράφοντας την κακή απόδοση μίας ομάδας.

  1. Τίτλος αθλητικού άρθρου: «Γκέλα» του Ιωνικού στην Α' Γυναικών

  2. Έτερο αθλητικό άρθρο: Τριπλή γκέλα των πρωτοπόρων
    Ήταν η πρώτη φορά φέτος στο πρωτάθλημα της Α’ Κατηγορίας, που κανείς από τους τρεις πρωτοπόρους δεν κατάφερε να κερδίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψυγείο του αυτοκινήτου (radiator). Το λένε εις την Τζίμπρον. Τη μίζα τη λένε στάρτερ (starter). Καλά, μη σας πω κι ότι το τιμόνι το ΄χουνε δεξιά, όπως England. Αυτό το ξέρετε!!!

Θέλετε και παράδειγμα ρε; Αυτοκίνητο έχετε, τα ξέρετε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πιθανότατα βενετικής προελεύσεως, με λατινική όμως ρίζα [λατ. gubernum, «κυβέρνηση»] περιγράφει την κρατική εξουσία, την πολιτεία που διατηρεί το μονοπώλιο άσκησης νόμιμης βίας, στα όρια της συντεταγμένης πολιτείας.

Συνήθως χρησιμοποιείται με ειρωνική ή αρνητική χροιά και αναφορά στην εκάστοτε κυβέρνηση.

  1. Άρθρο εφημερίδας: Η Eurobank «βγάζει δόντια» στο... γκουβέρνο
    Ίσως μία από τις πιο... «γαργαλιστικές» των τελευταίων ετών, με αυτά που λέει αρκούντως… διπλωματικά, ήταν η συνέντευξη του εικονιζόμενου κ. Νίκου Καραμούζη στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής. Απαντώντας στις ερωτήσεις των συναδέλφων, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Εurobank… «έσφαξε άγρια, αλλά με το βαμβάκι».

  2. Είναι έξαλλοι, επειδή πιστεύουν, και σωστά, ότι αυτοί έφτιαξαν το γκουβέρνο, αυτοί το στήριξαν, από Μικρασία έως Ουκρανία, και το γκουβέρνο που αποτελείται από τους ίδιους, τους πούλησε. Δεν κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει γκουβέρνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν μόνον κομπραδόροι που γουστάρουν την κατάστασή τους. Μιά κερασιά, φορτωμένη τριάντα κιλά κεράσι γιά φίλημα, ακόμη κι άν ο μεγαλύτερος αγύρτης το πουλήσει είκοσι ευρώ το κιλό, παράγει όσο ένα λεπτό δουλειάς ενός ημιπολυτελούς άνκορμαν. Αλλού είναι τα λεφτά, τελεσιδίκως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified