Selected tags

Further tags

Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.

Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.

  1. Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)

  2. Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)

  3. Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον πέντε μεγάλες κατηγορίες από σκοτώστρες:

1.
Σκοτώστρα Κορίνθου Πατρών! Διόδια STOP! Δεν πληρώνουμε!

2.
Η ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ…ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΠΟΜΠΟΛΑ

3.
Η καθημερινή Έδεσσα: Μετέτρεψαν πάρκο σε παιδική σκοτώστρα

4.
Στάση ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ στην καρδιά της Αθήνας

5..
Ένας ακόμη νέος άνθρωπος έχασε τη ζωή του οδηγώντας μια «σκοτώστρα» όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τις μοτοσικλέτες, πολλοί, κυρίως γονείς.

6.
Τα φιξάκια είναι λίγο σκοτώστρες στην αρχή, αλλά σου γίνονται πάθος

7.
- Η Tata Motors παρουσίασε την Πέμπτη το φθηνότερο αυτοκίνητο του κόσμου αξίας κάτι λιγότερο από 1.700 ευρώ.
- Πραγματικη σκοτωστρα. Των Flinstones αυτοκινητο πιο ασφαλες ειναι απο δαυτο.

8.
Γιαγιά - <σκοτώστρα> Μιλάμε τώρα ότι αυτή θα πρέπει να είχε βγάλει το δίπλωμα το ...1920.

9.
- Πάμε ρε μια βόλτα με την αμαξάρα μου να δείς τί πήρα.
(Ο φίλος ξέρει τι σκοτώστρα οδηγός είναι ο άλλος και αρνείται ευγενικά)
- Άσε ρε κι έχω μια δουλειά σε μισή ώρα.
- Μισή ώρα; Σε μισή ώρα πάμε Θεσσαλανίκη και ξαναρχόμαστε. Μια βολτίτσα εδώ κοντά σου λέω.

10.
Με τόση σήψη έχει γεμίσει ο τόπος έντομα και κάτι κουνούπια-τίγρεις, να με το συμπάθιο, ολόκληρη μετάγγιση σου κάνουν στο λεπτό. Μια σκοτώστρα θα την χρειαστώ φέτος. Όχι τις απλές. Εκείνες τις εισαγόμενες, τις ηλεκτροφόρες, που σου κάνουν το έντομο-μετάλλαγμα στραγάλι στο λεπτό να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ΙΧ αυτοκίνητο.

Στο χωριό μου στην Αρκαδία (αλλά θαρρώ πως ισχύει για ολάκερη την αθάνατη ελληνική επαρχία) η «κούρσα» αναφέρεται στο ΙΧ αυτοκίνητο αντιπαραθετικά με τα «αγρότικα» αγγλιστί pick-up cars (ή ντάτσουν για κάποιους αθηναίους). Επίσης συναντάται και η «κλούβα» που είναι το κλειστό βανάκι.

Νομίζω ότι παλαιότερα η κατοχή κούρσας προσέδιδε ένα κοινωνικό στάτους στο κάτοχό της κάθως περιέγραφε ένα μέσο αναψυχής και διασκέδασης.

Εεεεεε καμάρ'!!! Ωραίο κουρσάκι! Το κατέβασες απ' Άθηνα; Fabia πήρες γαμώ το ξε...; Για τη δημοσιά (δημόσιος δρόμος) καλό είναι, αλλά στα χώματα θα βρίσκει η μούρη του κάτω καμαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κύλινδρος και η κεφαλή του σε αερόψυκτους δίχρονους κινητήρες μοτό, που θύμιζε κουκουνάρι με τις μεγάλες ψύκτρες.

Βλέπεις ολόκληρη κουκουνάρα λες κι είναι δυόμισι, κι από μέσα πενηνταράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχοποίητο ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, που δηλώνει μια ανωμαλία στον δρόμο ικανή να προκαλέσει αναπήδηση του αυτοκινήτου.

Σαν γκντούπατις μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σαμαράκι, ένα εξόγκωμα ή μια λακούβα του δρόμου που θέτει σε δοκιμασία τα αμορτισέρ και προκαλεί αναπήδηση των επιβατών στις θέσεις τους, αφού βέβαια ακουστεί πρώτα ο χαρακτηριστικός ήχος της πρόσκρουσης των μπροστινών τροχών (γκντουπ) στην εν λόγω ανωμαλία.

Κόψε ταχύτητα, έχεις ένα γκντούπατις μπροστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την προφανούς ετυμολογίας κακιά λέξη την είχα ακούσει (και χρησιμοποιήσει, αλλά μην το πείτε κανενού) μερικές φορές στα ογδοενενήνταζ και παναπεί με τσίτα τα γκάζια, μαλλιοκούβαρα. Μη γκάνετε το γκόπο, δε γουγλίζεται ούτε την έχω βρει πουθενά αλλού. Οπότε την καταθέτω έτσι για να υφάρχει, κι όποιος ξέρει τίποτις, εδώ από κάτου είναι τα σχόλια.

- Μεγάλε το είδες το καινούργιο μου εργαλείο; Ένα κοπάδι αλόγατα κάτω απ' το καπό, διακοσαρίζει για πλάκα ρε συ, εχτές κατέβαινα από Καρέα γαμητός, φάγανε τη σκόνη μου όλοι.
- Μπράβο αγορίνα μου, μπράβο. Κοίτα μη φάνε και τα κόλλυβά σου....Και δε μου λες, εκεί που το πήρες, σου κάνανε και τη σπάτουλα δώρο;
- Ποια σπάτουλα;
- Τη σπάτουλα για να σε ξύσουνε απ' την άσφαλτο έτσι και στουκάρεις πουθενά με το κωλοπειραγμένο το κουβαδάκι σου βρε μαλακισμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πιο κλασικούς -όβιους, πρόκειται βέβαια για αυτόν που έχει τέτοιο πάθος με τις μηχανές, ώστε κυριολεκτικά διάγει όλον τον βίο του πάνω τους.

  1. Ο πρώην «Μηχανόβιος» και νυν Μοναχός πατήρ Σωφρόνιος ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη, μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές. (Εδώ).

  2. Αστυνομικός - «μηχανόβιος» έκλεβε εξατμίσεις από μοτοσικλέτες. Χειροπέδες σε συνάδελφό τους πέρασαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. Στην περιοχή της Λάρισας, καθώς, ο 27χρονος αστυφύλακας συνελήφθη για κλοπή δύο εξατμίσεων από μοτοσικλέτα. (Εδώ).

  3. Τι μπορεί να συμβεί αν συναντήσει ένας μηχανόβιος ένα κριάρι; (Εδώ)

  4. Σε αλλαγές στον ορισμό της λέξης «μηχανόβιος» προχωρά το γνωστό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μετά από παράπονα μοτοσικλετών που βρήκαν τον ορισμό ανακριβή και προσβλητικό! [...]
    Μέχρι πρότινος στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ο μηχανόβιος οριζόταν ως: «Ο μοτοσικλετιστής, ειδικά εκείνος που είναι μέλος μιας συμμορίας: ένας μηχανόβιος με μακριά μαλλιά και βρώμικα denims». [...]
    Αντιθέτως, η έρευνα της βρετανικής ασφαλιστικής, περιέγραφε τον μέσο μοντέρνο μοτοσικλετιστή ως ένα άτομο «πιθανώς άνω των 35 ετών, που ανήκει στη μεσαία τάξη, εργάζεται για μια εταιρία πληροφορικής ή τηλεπικοινωνιών και κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί Honda». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πλέον, μόνο ένας στους δέκα μοτοσικλετιστές έχουν μακριά μαλλιά. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πάνω από δυο μεγάλες κατηγορίες φλαταδούρας.

Το λεπόν:

Φλαταδούρα τση γης και τση θάλασσας, ισάδι

Φλαταδούρα τση ανατομίας και του πνεύματος

Φλαταδούρα ως τεχνικό χαρακτηριστικό

  • Το επίπεδο παπούτσι, το αντί-γκαυλοτάκουνο.
  • Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις επίπεδες τηλεοράσεις από τους ελάστιχους εναπομείναντες μερακλήδες νοσταλγούς των αναλογικών CRT.

Φλαταδούρα τ. κολλήσαμε στα γίδια και τα γίδια

  • Η έλλειψη μεταβλητότητας στο ταμπλό του χρηματιστηρίου.
  • Η έλλειψη διακύμανσης σε ένα διάγραμμα που απεικονίζει δεδόμενα.

Εκ του αγγλικάνικου *flat *(συγγενεύει ετυμολογικά με το πλατύς) και του γαμοσλανγκοτέτοιου ***–δούρα*** (βλ. σκαταδούρα, φρεσκαδούρα, κ.ταλ.).

Σ.ς.: ο ανά οθόνης ορισμός οφείλει τα μάλα στην ανάρτηση τση Ζαζούλας στα Lexilogia. Ασίστ από Δ.Π.: δεινόσταυρος.

1.
Ωραία πλάνα αλλά δεν νομίζω οτι το μηχανάκι το έχει πολύ με το χώμα. Σε φλαταδούρα ακόμα και harley πάει

2.
Φλαταδούρα μεν , αλλά ....τούμπα στο τέλος

3.
Ορμώμενος από αυτό που είπες οτι τα ψαλίδια έπρεπε να μπουν στη φλαταδούρα, θες να πεις οτι τα ψαλίδια βρίσκονται σε κλίση 2,5% :shock: ... Ναι, τα ψαλίδια είναι στη κατηφόρα της γέφυρας του Κηφισού προς το Ρουφ
(συζήτηση σιδηροδρομανθρώπων)

4.
Το πέρασμα απέναντι στη Νάξο αποκτά ενδιαφέρον, αφού η φλαταδούρα της μπονάτσας δίνει τη θέση της στα κακοτράχαλα κοφτά κύματα του μαΐστρου.

5.
Τι να κάνω; Κότσο, ημίψηλο τακούνι (ούτε φλαταδούρα ούτε στιλέτο) και ντε πιες συνολάκια; :smoking:

6.
Ένα εξαιρετικά γλυκό παιδί που είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί με τόσο τούμπανο φυσικά προσόντα που θα έκαναν μέχρι και την Salma Hayek να αισθανθεί φλαταδούρα μπροστά της.

7.
Άκουσα να με λένε “φλαταδούρα” από το αγγλικό “flat”, ότι δηλαδή τα κάνω όλα επίπεδα”, είπε και προσθεσε: “Εγώ τους κρατάω τους αρνητικούς τίτλους γιατί δεν θέλω να πετάω στα σύννεφα”
(Ζέτα Μακρυπούλια)

8.
Σας έλειψαν οι CRT τηλεοράσεις; Μήπως ώρες-ώρες ξυπνάει ο hipster που κρύβετε μέσα σας και ομολογεί πόσο πολύ σιχαίνεστε τη «φλαταδούρα» που έχετε στο σαλόνι σας; Κάπου εκεί στη μακρινή Κορέα, η LG σας κλείνει το μάτι και βροντοφωνάζει πως οι CRT υπάρχουν ακόμη

9.
Φλαταδούρα η συνεδρίαση σήμερα, στο συν μηδέν κόμμα μηδέν ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ''οπίσθιος'' εξοπλισμός μιας γυναίκας (κοινώς, η κωλάρα.)

Επίσης, ώς έκφραση, «με διπλό διαφορικό», τονίζει την αντοχή και την άνεση, γενικά τις υψηλές επιδόσεις της στο κρεβάτι.

Και στις δύο περιπτώσεις υποδηλώνεται ο παραλληλισμός γυναίκας και οχήματος.

1.Το διπλό διαφορικό της Κίμ Καρντάσιαν.

2. Το σέρβις της δεν παίζεται. Συμμετοχή, όρεξη, ένταση, τραβάει στην ανηφόρα, διπλό διαφορικό κλπ. Κομπλέ.

To χρησιμοποιούσε κι ο Χάρρυ Κλυνν στα έιτιζ (από Khan, 11/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τουρμποδάνειο. Σύνθετη λέξη από τούρμπο και δάνειο. Καταναλωτικό δάνειο για βελτίωση ενος αυτοκινήτου.

Χτύπησα ένα τουρμποδάνειο κι έφτασα stage 2 to saxo μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified