Further tags

Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.

  1. Υποκριτες και προδότες πολιτικοί μαζί με ταυραμπαδες γενειοφόρους κρατούν με προσωπική έπαρση και διαβολικά βλέμματα μεταξύ τους την εικόνα της Παναγίας!!! Αυτοί που αιώνες τώρα γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς τους με βάση το.....ψέμα τους,εις βάρος των ανθρώπων που με τον μόχθο τους προσπαθούν να χτίσουν κοινωνία με .....ιδανικά. (Φέισμπουκ).
  2. τα μοναστήρια στην Πόλη, τα γεμάτα από ταυραμπάδες που τα έξυναν ψέλνοντας αντί να πολεμούν στα τείχη. (Φόρουμ).
  3. μακρά από τσ'. εκκλησές και τσι. ταυραμπάδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.

Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγεται στην αργκό των ταξιτζήδων η επιλογή στην κρυφή και μυστική ρύθμιση ενός παράνομα πειραγμένου ταξίμετρου όπου αρχίζει και χρεώνει υπέρμετρα το κόμιστρο. Η ρύθμιση επιλέγεται στη ζούλα με πλήκτρο ή επιλογέα από παραβατικούς ταξιτζήδες σε επιβάτες κυρίως τουρίστες, επαρχιώτες, ξένους η άλλους που δεν γνωρίζουν καλά διαδρομές και χρεώσεις, με σκοπό την αποκόμιση παράνομου κέρδους.

σχόλια μεταξύ ταξιτζήδων : του 'βαλε τον χότζα και τον έγδαρε, τον καημένο τον τουρίστα.

Got a better definition? Add it!

Published