Selected tags

Further tags

Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.

- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παραδοσιακά παπούτσια All Star της Converse (πλέον Nike) από τη στιγμή που έγιναν μόδα. Παλιά τα φόραγαν οι ροκάδες, οι πάνκηδες, οι σκεϊτάδες, ακόμη και οι μεταλάδες. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόδα, φοριέται σε όλα τα καλά και αλτέρνατιβ κλαμπ και τα βρίσκεις σε διάφορα χρώματα και σχέδια σε όλα τα μοδάτα μαγαζιά με ρούχα και παπούτσια που ψωνίζουν οι χατζηγιάννηδες. Αποτελεί απαραίτητο πατούμενο, για το γυναικείο φύλο, μαζί με τις μπαρέτες.

- Πήγα και πήρα καινούρια σταράκια σήμερα. Ένα ζευγάρι χαμηλό μοβ και ένα μποτάκι πράσινο. Θα σκάσει από το κακό της η Κατερίνα που το 'παιζε κάποια με αυτά που πήρε από το Λονδίνο με τα λουλούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας, αλλά πιο κάγκουρας. Κάνει την εμφάνιση του τη νύχτα, κυρίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το κλασικό χαρακτηριστικό του γκιολέ είναι ότι συνοδεύεται από άλλους γκιολέδες, γεγονός που οδηγεί στην εκθετική αύξηση του αριθμού τους όπου και να βρίσκονται.

- Άσε φίλε, το μαγαζί ήταν τίγκα στους γκιολέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (παιδί + βουβάλι), χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει ιδιαίτερα εύσωμο και νεαρό άντρα.

- Ρε Μάκη σκέτος παιδοβούβαλος έγινες, πότε θα κόψεις τα κοψίδια; - Άσε μας ρε γυναίκα.
- Αχ, έχασα τα καλύτερά μου χρόνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που μπαίνει τρεις ΕΣΣΟ μετά τον φαντάρο, για τον οποίο είναι γιόκας, π.χ. αν ο ένας μπει με τη Γ' ΕΣΣΟ ο γιόκας είναι αυτός που θα μπει με την ΣΤ' ΕΣΣΟ.

Ήρθε ο γιόκας! Τώρα θα έχω ευθύνες, πρέπει να αγοράσω πάνες και μπιμπερά! Όποιος τον πειράξει θα τον φάω!

ΕΣΣΟ: Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρούουουλης, ο μικρός ψυχή τε και σώματι. Συνώνυμο του κοντός και του νάνος με την μεταφορική τους έννοια.

- Κοίτα τον μαλάκα, τον τιποτένιο, που πάει να στρώσει καυγά με τους σκουπιδιαραίους!!! Κιμά θα τον κάνουνε!!!
- Δες όμως και το μουνάκι δίπλα του πώς καμαρώνει...
- Ουστ ρε μπισμπιρίκο, γαμάς κιόλας ε;;;;

Όχι, ναι, όχι νάνος. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που μπορεί να λεχθεί σε μονιμά που το παίζει κεχαγιάς από τρελαμένο φαντάρο που συνήθως μετρά λίγες μέρες για να απολυθεί και είναι σε κατάσταση έκρηξης από την πίεση που αισθάνεται. Η βαλβίδα ασφαλείας του φαντάρου έχει ανοίξει και προκειμένου να τρελαθεί ή να προβάλλει βία, ξεστομίζει με αγέρωχο ύφος τη συγκεκριμένη ατάκα.

Ο μονιμάς νομίζει ότι ασκεί απολυταρχική εξουσία, αλλά όταν ακούσει τη συγκεκριμένη ατάκα γειώνεται. Τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως ο φαντάρος που 'χει μπροστά του σε λίγες μέρες θα τον γράψει μόνιμα στα αρχίδια του και πως θα τον στείλει μια και καλή στο χρονοντούλαπο. Τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως η δύναμή του είναι σε συνάρτηση με την εξουσία που ασκεί πάνω στο φαντάρο, η οποία βεβαίως έχει ημερομηνία λήξεως και τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως σε λίγο ο άλλος θα περάσει τη μάντρα και θα βγει στον πολιτισμό, ενώ αυτός θα συνεχίσει για πολλές ολυμπιάδες, μέσα από τη μάντρα να το παίζει τσοπανόσκυλο. Τότε συνειδητοποιεί ότι ο πολίτης απολαμβάνει πράγματα που αυτός θα αργήσει να τα δει.

Εξαφανίζεται απότομα το έδαφος κάτω από τα πόδια του και το σύστημα αντίληψης της πραγματικότητας σε dt ανατρέπεται και έτσι μπορεί να προβεί σε σπασμωδικές ενέργειες. Αλλά ό,τι και να κάνει τον καιρό του χάνει. Ο φαντάρος και λίγη φυλακή να πάρει δεν είναι τίποτα μπροστά στη στιγμιαία εκτόνωση και στη φούρκα που 'χει στείλει τον άλλο.

Μόνιμος λοχίας έχει βάλει στο μάτι φαντάρο (Βελόπουλος) που θέλει 5 μέρες να απολυθεί και όλο τον τρέχει.
Λοχίας: - Και εσύ Βελόπουλε, μόνος να καθαρίσεις τις τουαλέτες του λόχου και μετά μόνος να μαζέψεις όλες τις γόπες που κυκλοφορούν στο λόχο. Μη δω λέπι... Έτσι θα μάθεις να υπολογίζεις τις εξουσίες εδώ μέσα...ρε.
Βελόπουλος:
- Για πες μου ρε μεγάλε Ναπολέοντα του λόχου για να ψαρώσω, σε πόσες ολυμπιάδες απολύεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος - οξύμωρο σχήμα του Χρήστου Γιανναρά στην «Καθημερινή» για να περιγράψει τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. (Βλ. και τσίπρα, η). Σημαίνει έναν νέο άνθρωπο, ο οποίος όμως αναπαράγει φρασεολογία περασμένων γενεών. Το φαινόμενο είναι πολύ σύνηθες σε αριστερίστικους κύκλους, σε επαναστατημένα τζόβενα, αλλά και σε reborn αγριοχρίστιανους.

Η προέλευση του όρου είναι από την βυζαντινή εικονογραφία, όπου τα παιδάρια - νήπια, και κυρίως το Θείον Βρέφος, εικονίζονται με σοφία, γνώση και σοβαρή έως συνοφρυωμένη έκφραση γέροντος.

- Τα άκουσες τα επαναστατημένα τζόβενα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο Αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής; Ύφος και τσιτάτα λες κι είμαστε στον Μάη του '68... Για να μην πω στην εποχή του Στάλιν! Τι να πω; Παιδαριογέροντες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified