Further tags

Ο γνωστός σε όλους μας πούλος με κατάληξη -ιτς , προφανώς σαν μια ιδιωματική λέξη με Σέρβικη κατάληξη. (Ίβκοβιτς, Μπρέγκοβιτς κ.ά.)

- Τον πούλοβιτς φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) ανάβω, εκπυρσοκροτώ, προκαλώ σπίθα ή μικρής κλίμακας έκρηξη.
β) λάμπω, ακτινοβολώ ή και ανακλώ τη λάμψη.

Μεταφορικά: έχω σπινθηροβόλο, διαπεραστικό βλέμμα.

Πιθανό να είναι ηχοποίητη λέξη (από το «τσακ» του τσακμακιού;) με καταγωγή από τη βόρεια Ελλάδα (ακουσμένη από τη γκατζιλάνδη) με πολλαπλές σημασίες.

Παγκοσμίως αναζητάται η ετυμολογική της προέλευση. καθώς συνδέεται νοηματικά με το τσακμάκι. αλλά το «τ» μετά το «κ» στο τσακτ- μπερδεύει και σπέρνει τη διχόνοια στους απανταχού σλανγκολόγους.

  1. Έγραψε κάποτε κάποιος : Τα όπλα είναι μηχανουργικά κατασκευάσματα (κομψοτεχνήματα) κι έτσι η ασφάλειά τους εξαρτάται από το χρήστη και μόνο. Αν λοιπόν δεν πατήσεις το γαργαληστήρι, ο πετεινός δεν τσακτάει το καψούλι… Εδώ.

  2. Kαλέ παιδιά στους ανεξάρτητους δώστε και κάνα χρωματάκι έτσι που να τσακτάει. Εδώ.

  3. …είδα τον θαλαμοφύλακα να βάνει τη διπλωμένη εφημερίδα ανάμεσα τα ποδοδάχτυλα του κοιμισμένου φαντάρου και με το τσάκτισμα του αναπτήρα να μεταβάλλεται σε «πυροφάνι», και το φαντάρο να ουρλιάζει… Εδώ.

  4. - Βαγγέλη το κοριτσάκι απέναντι έτσι όπως σε κοιτάει θα σε ματιάσει.
    - Ναι, την πήρα χάμπατις, τσακτάει όχι αστεία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αζνάρωτος. (Στα Λημνιά) Αζωνάρωτος, ο χωρίς ζώνη, αλλά και αυτός που βγήκαν τα πουκάμισά του απ’ το παντελόνι του, ο αμπλαούμπλας, ο κουζουλός, ο άγριος.

Και αξεζνάρωτος.

*Ήρτε αξεζνάρωτος για καυγά = Δηλ. με λυμένο το ζωνάρι για καυγά, έτοιμος.

*Αζνάρωτ’ και αβράκωτ’ = Δηλ. χωρίς προίκα.

*Αζνάρωτος Φακιώταρος = Αγροίκος τσοπάνης από την περιοχή Φακός.

*Αζνάρωτος Πορπόργιανος = Άγριος Πουρπουλιανός.

*Σαν αζνάρωτος γαμπρός = Καυλωμένος.

Ήρτε προυινιάτκα αζνάρωτος κι καυλωμένος για τζουμχούρ.

«Αζνάρωτ’ η βρακούδα σ’
στο μεγ’ντάν’ η μπεγλεμπούδα σ’
τα κδουνέλια πέρα δώθε
κι όσο σ’ερτ η γιόροξ μπώθε».

«Γαμπρός μας αξεζνάρωτος
και αξεβρακωτένιος
ο κώλος τ’ έναι μαλλιαρός
κι ο πούτσος του μπρουτζένιος».

(από Τσακ εις την μέσην, 05/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλύτερο και από το λεγόμενο καλό.

- Ρε παιδιά, τι λέει το χόρτο;
- Ουουουου... Καλιά απ' τ' αρνί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία, η παπαρολογία, η υπερβολή.

Κυπριακό ιδίωμα, εκ του λαφαζάνης που σημαίνει μπουρδολόγος.

- Το 2007, ο σεβαστός Harry Frankfurt του πανεπιστημίου Princeton εξέδωσε ένα εξαίρετο δοκίμιο-σύγγραμμα με τίτλο “On Bullshit”, το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους της πολιτικής φιλοσοφίας. Αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο σημειώνοντας ότι «ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας μας είναι ότι υπάρχουν παντού λαφαζανιές (bullshit)». O Frankfurt καταλήγει, καθοδόν προς την ανάπτυξη μιας «περί λαφαζανιάς» θεωρίας (σοβαρομιλώ).
(δαμαἰ)

- Η ιστορία της αξιολόγησης της Τουρκίας, το ορόσημο του Δεκέμβρη και οι κυρώσεις, που θα έπρεπε να της επιβληθούν και οι πολιτικές «λαφαζανιές» των ηγετών μας, συνθέτουν την νέα πολιτικο-διπλωματική καταστροφή, που υπέστη η Κύπρος εξαιτίας της ανεπαρκούς πολιτικής της Κυβέρνησης Χριστόφια.
(τζειαμαί)

-Τεράστιες τσιόφτες, λαφαζανιές και ηθοποιηλίκια περιλάμβανε η χτεσινή ανακοίνωση της επίσημης Ομόνοιας.
(τσαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλλονίτικη έκφραση η οποία αναφέρεται στην ισχυρή επιθυμία του ατόμου για να κάνει κάτι.

Αναφέρεται στον Άγιο Γεράσιμο, προστάτη του νησιού.

- Ωπ! Κοίτα το ξανθό! Ανέβαινες;
- ΩΩΩ! Σαν ζουρλός τ' Αγίου! Να με ρωτάς αν κατέβαινα!!!

(από dk636, 23/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ανθρώπους λίγο χαζούς, που δεν καταλαβαίνουν εύκολα, για βραδύνους, ανόητους.

Από το γδούπο, γδού-πας, όπως και το άνθρωπας, νέοπας και άλλα. Έδωσε το γδούπο λοιπόν ο Γούδουπας, έκανε τη γκάφα, την πάτησε.

Στην Κρήτη υπάρχει μια έκφραση: «Έδωσε την κουτουλιά και γύρισε».

Ξεκίνησε από Άλιμο να πάει στο Μπουρνάζι στην εφορία να καταθέσει, φτάνει στην εφορία, ανοίγει το φάκελο και δεν είχε βάλει τη φορολογική δήλωση μέσα. φτου!!!!!! όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.

Δηλαδή όταν κάποιος αδυνατεί να διεκπεραιώσει μια υπόθεση, το μυαλό του είναι σκόρπιο, δεν έχει προνοητικότητα, και όλα αυτά λόγω της κουταμάρας του, δεν μπορεί να διαχειριστή σωστά μια υπόθεση.

Χρησιμοποιείται και για μπουμπούνες μαθητές.

  1. - Τι έγινε ρε τσίτσο, πώς έγραψες πανελλήνιες;
    - Χάλια ρε γαμώτο, έβαλαν όλα αυτά που δεν είχα διαβάσει...
    - Άσε ρε Γούδουπα τις δικαιολογίες, είχες διαβάσει και καθόλου;

  2. - Τι γελάει έτσι αυτός ρε, σαν ηλίθιος.
    - Εμ, το γουδί το γουδοχέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια φράση που μοιάζει με βρισιά, κάτι σαν το κανάγιας, δεν είναι όμως, γιατί είναι φαγητό. «Παστό χοιρινό με αυγά». Άλλως και στραπατσάδα.

Τσίφης: Φοβερό παιδί ο κοκοφίκος!
Στρόνκος: Ναι... ναι, τον τρώει τον καγιανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified