Further tags

Ποντιακή λέξη. Ο τυφλός. Συνήθως χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά τα μάτια του. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.

Η Μαρία τον δουλεύει και αυτός έχει κιορλεμίαση... Πρέπει να τον φέρουμε στα συγκαλά του, φίλος μας είναι, τον πονάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό ή μειωτικό του «καλαμαρά» εις την Τζυμπριακήν.

Να σημειωθεί ότι η κατάληξη -ούι αποτελεί εμβληματικό γαμοσλανγκοτέτοιο στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο.

- Τι περιμένουμε δηλαδή από τον απλό κοσμάκη να σκεφτεί; Πώς θα εκφραστεί ο αγανακτισμένος μεσήλικας φορτηγατζής που χάνει τη δουλειά του, επειδή ένα νεαρό «καλαμαρούι», αναζητώντας απεγνωσμένα μεροκάματο για να σταθεί στα πόδια του, να φάει, να κοιμηθεί κάπου, να μετακινηθεί, τελικά ανεβαίνει στο τιμόνι του φορτηγού με τα μισά λεφτά από τον ντόπιο και σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις, με την κουβέντα: «Ας αρχίσουμε και βλέπουμε»… (συγκλονιστικό άρθρο της Κυπριακής «Καθημερινής» για Ελλαδίτες οικονομικούς μετανάστες, δαμαί)

- Αν μας κατσει καλαμαρουι ακομα καλλιττερα 4. Εν μας ενοχλει τζιαι τοσο αν ειμαστε ουλλοι τουλαχιστον ολιγον γκευ. Τελος παντων..
(από Κυπριακό poushtoμπλόγκ, τζειαμαί)

- Ακομα θυμαμαι τισ μαθητριεσ να σκαρφαλωνουν στον τοιχο του στρατοπαιδου τησ ΕΛΔΥΚ για να δουνε κανα καλαμαρουι :D (τζειαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τοπικό ιδίωμα για τον όρχι, το αρχίδι.

Έρευνα στον γούγλη συνδέει την λέξη με περιοχές, όπως την Καρδίτσα και την γύρω επαρχία, την Άρτα και γύρω επαρχία, καθώς και την Κοζάνη. Στο πρώτο από τα παραπάνω λίνκια φαίνεται ότι η αρχική σημασία είναι σβόλος. Αλλού ως αρχική σημασία δίνεται το σπόρι, λ.χ. «Τα εκζέματα θεραπεύονταν με τα κουρδουμπούλια (σπόρια), που βγάζουν πάνω πάνω τα μπουρδένια. Τα σπόρια από αυτά τα έφτιαχναν σκόνη και αλοιφή με λίπα η λάδι» (εδώ), πρβλ. και εδώ. Τέλος, υπάρχει τοποθεσία Κουρδουμπούλι στη Φιγάλεια της Ηλείας με σπουδαίο αρχαίο ναό. Πιθανόν η λέξη να συνδέεται εδώ με την σημασία χαμηλός λόφος.

Ενιγουέι, η λέξη έχει εμπνεύσει πολύ την Φρικηπαίδεια και εμφανίζεται σε αρκετά άρθρα της.

  1. Τσίμπα και ένα κουρδουμπούλι τώρα! (Εδώ).

  2. Αυτά τα χαμπάρια ταχιά πάλι , αίντι καλή ειβδομάδα κι να χαίρεστι τα κουρδουμπούλια σας. (Μπλογκς Κοζάνης).

  3. Υπάρχει μια μοναδική περίπτωση χρήστη κουρδουμπουλίων και σπαραγγοφλίγκαρου, που δεν ανήκει ούτε στα Βριλ, ούτε στους πρώην γκόμενους του Λέγκολας. Είναι ο Τσακ Νόρις, ο οποίος μάλιστα είναι το μοναδικό εν ζωή ον που έχει 3 κουρδουμπούλια. Κάποτε είχε 4, αλλά από το πολύ βάρος και επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει, αφαίρεσε το 1α. Αυτο το 1α κουρδουμπούλι έγινε ο Εφιάλτης που αργότερα πρόδωσε τους Σπαρτιάτες. (Φρικηπαίδεια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λές όταν κάτι δεν έχει λογική. Δεν έχει σκελετό. Δεν ξέρεις από που αρχίζει (και αν αρχίζει) και που τελειώνει.

Ή όταν κάτι δεν έχει καθόλου βάση. Όταν κάτι δεν «στέκει». Όταν είναι ανυπόστατο.

- Ο Γιάννης λέει πως κατέστρεψε το βίντεο με τα.... ξέρεις...
- Αυτό που λέει δεν έχει ούτε μύτη ούτε κώλο. Γιατί το βιντεάκι δεν έπεσε ποτέ στα χέρια του. Εγώ το έχω! :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι «βρικόλακας». Η λέξη είναι ποντιακή, και σημαίνει μεταφορικά «ξενύχτης». Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και κάποιον που έχουν κοκκινίσει τα μάτια του για διάφορους λόγους.

Η λέξη πιθανόν να είναι τούρκικη.

Ο τεμέτερον παιδάς άμον το χοτλάχ έρθεν οψές...

Δες ακόμη: σερίφης, χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Χωριάτικη» προφορά του τίποτα (λ.χ. σε ιδιώματα που χαρακτηρίζονται για τις αποκοπές και κωφώσεις τους όπως τα Βλάχικα), η οποία χρησιμοποιείται και ως χαριτωμενιά. Λέγεται και τέπτες.

Στο Δ.Π. υπό Γκάτζμαν.

  1. Ψάχνοντας στο forum βρήκα μια αναφορά σε αυτόν παλιότερα αλλά τιπτες άλλο... (Εδώ).

  2. ούτε με τη χάρη του jehoshua καθισαν σωστά τελικά οι φωτο......ε ρε τιπτες δεν κάνει η χριστοπιστία σας εν χριστώ αδελφάκια...... (Εδώ).

  3. Αν σ'στειλν τιπτες ιμειλ με τιτλ γκρικ τσιζζ οφερ, μην τ'ανοιξξς.Ειναι γιος π'μετατρεπ το πληχτρολοη στα βλαχκα και το ρμααδι διν κανν τιπτες!! Λαρσα βαηρους λεγτε!!!! (artinoi.gr).

  4. Αν γινονταν βεβαια οπως εγιναν στην Αγγλια, δεν θα ειχαν τυχη παρα μονο με τους Αραβες και τους Ασιατες (μακαρι να ερθουν και τετοιοι βεβαια να αφησουν και τιπτες!!). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Και τσουρνέβω.

Κλέβω. Συνήθως εννοείται πως η πράξη γίνεται με διακριτικό και επιδέξιο τρόπο και αναφέρεται σε αντικείμενα και όχι χρήματα.

- Ρε μαλάκα, έχω κουραστεί να το αναλύουμε κάθε τρεις και λίγο!
- Εγώ; Τι έκανα πάλι;
- Άσε τα αυτά που ξέρεις, σε είδα όταν γύριζα από το μπάνιο που άφησες γρήγορα-γρήγορα το πακέτο με τα τσιγάρα μου για να μη το προσέξω. Καλά, δεν νιώθεις την παραμικρή ντροπή, να τσουρνεύεις πράγματα από τους γνωστούς σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.

Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified