Further tags

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγουδιστό σλόγκαν διαφήμισης των '80ς, που έκτοτε σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον εντατικό πεοθηλασμό. Πρβλ. τα αγγλικά s/he sucks dick like a hoover, s/he sucks dick like Edgar Hoover.

- Τον έχεις δει τον Λούλη τώρα τελευταία;
- Τι;
- Την δίνει την σκουπευκαιρία στην σκούπα Philips, μου φαίνεται...

Edgar Hoover. (από Dirty Talking, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Α.Τ.Μ.

Αφενός είναι το Automated Teller Machine, δηλαδή το ηλεκτρονικό μηχάνημα στις τράπεζες που βγάζει κασέρι και επιτρέπει και άλλες τραπεζικές συναλλαγές.

Αφεδύο είναι αρκτικόλεξο από τον μαγικό κόσμο της τσόντας για το Ass To Mouth. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το πίπα-κώλο κι αυτό είναι το κώλο-πίπα. Όπως περιγράφει γλαφυρά ο slangprof στον σχετικό ορισμό, το κώλο-πίπα (ή Α.Τ.Μ.) έχει μια σπάνια προστυχιά και βρωμιά, γυναίκα που το κάνει "είναι να την πας νύφη στη μάνα σου", σύμφωνα με τον Προφέσορα, καθώς οι καφροσέξουαλ εραστές, που αρέσκονται στα παρόμοια, φαίνεται ότι ηδονjίζονται στη σκέψη ότι κερνάνε στην/ον ερωμένη/ο μεζέ από τον ίδιον αυτής/ού πρωκτό δίκην τσιμπούμεραγκ. (Για τους περισσότερους βέβαια κάτι τέτοιο παραμένει απλώς υγρό όνειρο κατά τη διάρκεια αριστερού ποντικώματος).

Το πίπα-κώλο βεβαίως εδώ και καιρό χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος κυριολεκτικά γαμιέται πολύ άσχημα, την πατάει γερά. Το Α.Τ.Μ. ως κώλο-πίπα είναι ακόμη χειρότερο. Δεν είχε περάσει μαζικώς στην αργκό, παρά ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό κυρίως στους μύστες του πορνό που το χρησιμοποιούσαν ως σεξουαλική κωδική ονομασία. Πλέον έχει δώσει λαβή για πολλά λολοπαίγνια μετά τα πρόσφατα capital controls, γύρω από τη διενέργεια του ελληνικού δημοψηφίσματος 2015, οπότε οι Έλληνες συνωστίζονται στα ΑΤΜ για να βγάλουν χρήματα, όσο υπάρχουν, μέχρι κάποιο μικρό όριο, λ.χ. 60 Ευρώ ή και λιγότερα. η κατάσταση αυτή βιώνεται από πολλούς ως άγρια τσόντα, με αποτέλεσμα πολλά λολοπαίγνια και υπονοούμενα τ. wink wink nudge nudge, τα οποία με τη σειρά τους κάνουν περισσότερο γνωστό το αγγλικάνικο αρκτικόλεξο ΑΤΜ (Ass To Mouth). Υπάρχουν βεβαίως και πολλοί ψυχανάλατοι συσχετισμοί μεταξύ πρωκτού και χρημάτων, σχετικοί με το πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης, οπότε ήρθε κι έδεσε.

  1. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που ενημερώνονται για τα ΑΤΜ από το Μέγκα. Κι αυτοί που προτιμούν το Porn Hub. (Από το Facebook).
  2. Ινσέψιο: Άργος. Παντρεμένη έλεγε ότι πήγαινε στο ΑΤΜ ενώ το γλένταγε με τον εραστή.
  3. Στο ΑΤΜ που συναντιόμαστε και βλεπόμαστε, μια μέρα θα γίνουν πολλά.

Το ΑΤΜ είναι το νέο ασανσέρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυστήρια έκφραση που παίρνει διαφορετικές σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα και την κατάσταση.

  1. Ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση. Διότι, τσολιάς στο υποβρύχιο; Βασικά, ούτε να σταθεί όρθιος μπορεί.

  2. Προέκταση, και συγχρόνως ανατροπή, της σημασίας του τσολιά που θα βρείτε εδώ. Δηλαδή, κοπέλα που έχει μεν ευθυτενή και καλλίγραμη κορμοστασιά, αλλά που δεν είναι 1.80 μ - αντιθέτως, είναι ένα κι ένα μίλκο προφανώς για να χωράει εύκολα στο υποβρύχιο. Δες επίσης: πινεζοπούτανο, κοντοπούτανο.

  3. Και λεβέντισσα και εξπέρ στις καταδύσεις. Δηλαδή, στα τσιμπούκια πρώτη και καλύτερη. Το ύψος εδώ δεν έχει σημασία. Μπορεί να λεχθεί και για άνδρες οι οποίοι την ξεφλουδίζουν την μπανάνα.

  1. - Καλά, γιατρός άνθρωπος και σού 'δωσαν ειδικότητα αποθηκάριος;
    - Μην την ψάχνεις. Πάλι καλά που δεν με στείλαν τσολιά στα υποβρύχια.

  2. - Ένα σαράντα με σηκωμένα χέρια η Μαιρούλα, αλλά εδώ πατάει και κει βρίσκεται ... κι από βυζί δεν με χαλάει ... τσολιάς στα υποβρύχια ...

  3. - Καλά ρε μαλάκα, τι τσιμπούκια κάνει η δικιά σου ... με ξεζούμισε ...
    - Καλά, δεν το ξέρεις ... αυτή έχει υπηρετήσει τσολιάς στα υποβρύχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό για άρρενες εφήβους. Χρησιμοποιείται για να φοβερίσει τους πρωτάρηδες και να τους δυσχεράνει την επίδοση στο άθλημα. Δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στην σχέση τους με τον έρωτα και δη τον στοματικόν και το γυναικείο φύλο, γενικότερα.

Αποτελεί ένα από τα πιο σκληρά γκρανγκινιόλ σεξ σποτς. Δεν βλέπεται. Αν δεν τον θέλετε, κυρία μου, αν σας ενοχλεί, ξαμολήστε το! Χωρίς αναστολές!

Αντί να ρίχνουν «αντι-διεγερτικά» στο γάλα των στρατευμένων, θα μπορούσαν οι σιτιστές να το παίζουν στο κψμ.

Ο Γιώργος γυρίζει από τη σκοπιά, 2ο νούμερο, κομμάτια, και ξαπλώνει στο κάτω κρεβάτι, ενώ στο πάνω κοιμάται ο συνάδελφός του, Κώστας. Εκεί που ο Γιώργος πάει να χαλαρώσει και εκκρίνει τις πρώτες ενδορφίνες, ξαφνικά νοιώθει να κουνιέται το κρεβάτι και να ακούει ένα κρίτσι-κρίτσι.
«Κώστα;» λέει.
«Έλα.» απαντάει ο Κώστας.
«Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η Όλγα τρέμει», λέει ο Γιώργος.
«Ααααα, πανάθεμά σε!» πετάγεται ο Κώστας και τρέχει κατευθείαν για τις τουαλέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified