Further tags

Πολύ βασική έκφραση, που έχει ατελώς καταγραφεί στα καθ' ημάς ως δώσε πόνο!, δηλ. ως φιξαρισμένη προστακτική.

Δίνω πόνο σημαίνει ξεδίνω, ανακουφίζομαι, πετάω απο πάνω μου αυτά που με βαραίνουν / τα ντέρτια μου / τους καημούς μου, ξεχαρμανιάζω, ξενταλκαδιάζω.

Ο πόνος δίνεται, δηλ. διοχετεύεται σε ένα εξωτερικό αντικείμενο / χώρο / κατάσταση: τσιγάρο, ποτό, γήπεδο (για φανατίλες οπαδιστές), πίστα ή δρόμο (για καυλόγκαζους μηχανόβιους ή αυτοκινητάκηδες) και έτσι φεύγει από πάνω μου και αποφορτίζομαι. Και κάπως έτσι, μέσω της αποφόρτισης, το δίνω πόνο κατέληξε μέσες άκρες να σημαίνει γουστάρω, φχαριστιέμαι, ηδονίjομαι, περνάω καλά.

Για να δώσεις όμως πόνο, πρέπει και να έχεις. Εδώ πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για την τάση του Έλληνα να κλαίγεται και να εμφανίζει τον εαυτό του ως θύμα της άδικης κενωνίας / των κυκλωμάτων που τον έφαγαν / της χ καριόλας που τον παράτησε. Η γνωστή αυτολύπηση με ναρκισσιστικά στοιχεία.

- Καλά ρε μαλάκα, καπνίζεις 4 πακέτα τσιγάρα τη μέρα; Τι καταλαβαίνεις ήθελα να 'ξερα...
- Δίνω πόνο ρε φίλε... Αλλά τι να νιώσεις εσύ, όλα τα προβλήματά σου λυμένα τα 'χεις...

(από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κορκοδειλιάζω.

Μονολεκτικά η έκφραση γίνομαι κροκόδειλος, ή και κορκόδειλας.

Το προσθέτω με την επισήμανση ότι, εκτός από το γίνομαι αλοιφή, κόκαλο, κουνουπίδι, γκολ, κουρούμπελο, σκνίπα, λιάρδα κλπ, σημαίνει και ότι έχω φάει τόσο πολύ που δεν μπορώ να σηκωθώ από το τραπέζι ούτε καν για τσιγάρο. Περιμένω υπομονετικά τον πιο χαρμάνη μαζεύοντας όλες μου τις δυνάμεις, ώστε την κατάλληλη στιγμή να φωνάξω: «και τα δικά μου». Χαρακτηριστική κατάληξη γιορτινού τραπεζιού.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε περιπτώσεις υπνηλίας χωρίς να έχει προηγηθεί κραιπάλη, π.χ. από συσσωρευμένη κούραση.

Προέρχεται από την παρατήρηση του συμπαθούς ερπετού σε ζωολογικούς κήπους, τσίρκα και άλλα ευαγή ιδρύματα να κάθεται με τις ώρες στην ίδια θέση ακούνητο και με το στόμα μισάνοιχτο και αναρωτιόμαστε αν είναι ζωντανό ή βαλσαμωμένο.

- Πήγατε για τρέξιμο εχθές με τον Μάκη;
- Ποιο τρέξιμο. Παρήγγειλε ούζα και μεζέδες, μας βάρεσε και ο ήλιος… άσ' τα, κορκοδειλιάσαμε. Πάω να την ξαναπέσω.

(από salina, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει επιθέσεις από σκυλιά.

Όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, σημαίνει επιτίθεμαι συνήθως με άγαρμπο και πρωτόγονο τρόπο.

Πω, μαλάκα, κοίτα τη γκόμενα εκεί απέναντι στο μπαρ. Δεν αντέχω άλλο, θα μουντάρωωωωωω.

Sulley Muntari (από allivegp, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η πόρτα του εκδοτικού οίκου Βεστφάλεν έκλεισε, και ο Φριτζ Σλανγκ σκέφτηκε ότι βρίσκεται μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας του.

Ποτέ δεν φαντάστηκε, ότι ένα λάθος στο βιογραφικό σημείωμα, θα τον έφερνε μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας του. Πριν δέκα χρόνια, όταν συμπλήρωσε την αίτηση για τη θέση εργασίας (μεταφραστή), είχε παραλείψει να διευκρινίσει ότι το αντικείμενο ειδίκευσής του (εκτός από εικοσιτρείς άλλες γλώσσες) ήταν η αρχαία Ελληνική, και όχι η νέα Ελληνική γλώσσα. Βέβαια γνώριζε ελληνικά, αλλά μόνο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, όχι το ζωντανό κομμάτι της καθομιλουμένης ελληνικής.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Τώρα, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να μεταφράσει την «Λιλιάδα», ένα επικό μετασεξουαλικό ελληνικό έργο. Το αφεντικό του, είχε επενδύσει όλο το μέλλον του εκδοτικού οίκου στην πανευρωπαϊκή αποκλειστικότητα αυτού του αριστουργήματος. Η μετάφραση του Φριτζ Σλανγκ, θα ήταν το άνοιγμα του έργου σε όλη την Ευρωπαϊκή ηλεκτρονική αγορά.

Περνώντας από τον γυάλινο θόλο της Ράϊχσταγκ, κλώτσησε ένα άδειο κουτάκι μπύρας που προφανώς κάποιος λάζος πέταξε. Λες και η Ελλάδα τον κατέτρεχε...

Η ΛΥΣΗ

Γύρισε στο γοτθικού τύπου σπίτι του, έβαλε τις παντόφλες του, και άναψε το [ψαροκόκαλο] μπαουχάους φωτιστικό, πάνω από τον υπολογιστή. Κοίταξε την φωτογραφία του πατρικού του σπιτιού στο χιονισμένο Βούπερταλ, έβγαλε απρόθυμα από την τσάντα του ένα αντίτυπο της Λιλιάδας, και ξεκίνησε να διαβάζει:

...Ήταν ντάλα απόγευμα όταν το Λίλιαν αποφάσισε να προσφέρει έναν φραπέ στον Πέρη, για να τον ηρεμήσει, αφού πάντα ξύπναγε με κατουρόκαυλες. Μετά θα έλεγε όλη την αλήθεια. Άλλωστε κάθε υγιής σχέση στηρίζεται σε ένα κάρο φίδια. Από όλες τις οπές του βασανισμένου από το σεξ κορμιού της, έρεαν κομματάκια φλόκια ενθύμια της χθεσινής νύχτας. Άραγε ο αγαθομούνηςΠέρης, θα την συγχωρούσε; Αν του έλεγε, ότι κατάφερε να κρατήσει την σούφρα της ανέπαφη, παρότι όλα τα λέιζερ ήταν πάνω της...

Δεν έβγαζε νόημα με τίποτα... Τι είναι τα φλόκια και οι κατουρόκαυλες; Άνοιξε τον Μπαμπινιώτη, άνοιξε τον Ελευθερουδάκη, τίποτα... Μετά σκέφτηκε να γουγλάρει όλους τους όρους από την πρώτη παράγραφο που δεν ήξερε. Και ως δια μαγείας πέφτει πάνω στο σλανγκρ, και τότε καταλαβαίνει το μεγαλείο του έργου, αφού πλέον κάθε γραμμή του μετασεξουαλικού έπους γίνεται κατανοητή.

- Σώθηκα!!!, αναφώνησε. Με το σλανγκρ, η μετάφραση της Λιλιάδας στα Γερμανικά είναι παιχνιδάκι!

Ευτυχισμένος, αλλά και καβλωμένος από τις πρώτες κιόλας γραμμές του έργου, αποφάσισε να πάρει την Αντρέα και να μεταφράζει το έπος ρίχνοντας κι ένα γρήγορο στην διψασμένη για σπέρμα φροϋλάϊν του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Keep slanging... Ο Φριτζ Σλανγκ (ο Γερμανός μεταφραστής) θα σας ευγνωμονεί...

εμπνευστής : ιρονικ
χρίσμα : χαν

.....ή ο ξένος μεταφραστής, όπως λέω εγώ.....

....χεχε, ενδιαφέρουσα άποψη περί των 2 γραφών, μου αρέ. Μόνο που ο ξένος μεταφραστής θα χάσει το μπούσουλα!...

...ας θέσω για άλλη μια βολά το αγαπημένο μου επιχείρημα: μπες πχ στη θέση ενός ξένου, ενός γερμανού ξερωγώ, ο οποίος μεταφράζει ένα ελληνικό μυθιστόρημα και συναντά την έκφραση «μπαρούτ κεφτές» μέσα σε διάλογο του κειμένου....
(ιρονικ)

...δλδ, ο γερμανός μεταφραστής αποτελεί το raison d' etre της σλανγκ.....
πλάκα κάνω...
........εγώ ότι ήταν να πω το είπα....
Τώρα ο Φον Σλάνγκεν (ο Γερμανός μεταφραστής, και φαν του σάϊ) θα ξέρει τι να περιμένει, σε περίπτωση που πάει κατα 'κει....
Και μα τον Τουτάτη ας βγω ψεύτης!....
(εγώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρσίρες: Ασυναρτησίες, ανοησίες, παλαβομάρες, τρέλες, μαλακίες, μπαρούφες, όταν αυτές διατυπώνονται στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Δεν συνηθίζεται για χαρακτηρισμό πράξεων, δηλαδή παρόλο που κάποιος μπορεί να λέει μαρσίρες είναι δύσκολο να τις κάνει.

Αρβανίτικη κουβέντα που έχει παρεισφρύσει στην καθομιλουμένη ελληνική, ειδικά σε περιοχές που αποτελούν ή γειτνιάζουν με αρβανιτοχώρια. Προφέρεται συνήθως ως μαρschίρες και το ύφος είναι περιφρονητικό τ. τι μαρσίρες μας λες πάλι ρε μαλάκα.

Συνηθίζεται στον προφορικό λόγο και όχι στον γραπτό (παράδειγμα 1), όπως αρκετές αρβανιτολέξεις – οι αρβανίτες δεν έχουν γραπτή παράδοση, παίζει να παίζει ρόλο. Στον ενικό δεν συναντάται συχνά, εξ ου και επιλέχθηκε αυτή τη μορφή του λήμματος.

Προσπάθεια ετυμολόγησης μέσω γούγλε έδωσε το Ιταλικό marcire που θα πει σήψη, αναρρωτιέμαι αν έχει σχέση τ. άσ' τα σάπια.

Η κολλητή που την πάτησε: *An-Lu είπε «Ωχ-Ωχ-Ωχ! Πολύ ούφο ο δάσκαλός σου βρε κωκώ! Απέδειξε περίτρανα πως δεν υπάρχουν πονηρές λέξεις, μόνο πονηρά μυαλά!!!!! ΥΓ Και που να έγραφες “μαρσίρες”!!!!!»
*x-psilikatzoy είπε «[...] An-lu, τί είναι μαρσίρες
* An-Lu είπε «Οι τρέλλες στα αρβανίτικα! Την είχε γράψει σε έκθεση κολλητή μου φίλη, νομίζοντας την για ελληνική λέξη».

-Βρε παιδιά δεν ήταν σωστό να τον μπουγελώσετε τον άνθρωπο, καθηγητής είναι, έπρεπε τώρα να τον παραφυλάτε και να του πετάξετε τη σακούλα; Α, όλα κι όλα αν με ρωτήσει ο λυκειάρχης εγώ θα πω αλήθεια, είστε απαράδεκτοι... (μπλα μπλα)
-Ψτ, Κώστα, τι μουρμουράει ο Λάκης τόση ώρα, ακούς εσύ που είσαι δίπλα;
-Τις γνωστές μαρσίρες λέει... Τσίου Λάκη, σούπω, αν μας δώσεις τη γάμησες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που χρησιμοποιείται συχνά από αστειάτορες σε βρωμιάρες μέρες. Προέρχεται από διαφημιστικό των μακαρονιών Misco στην ένδοξη εϊτίλα, όπου ένας Ιταλός ευχόταν με ιταλική προφορά Migliori auguri από Misco, κρόνια πολλά. Όλα τα λεφτά ήταν το κρόνια πολλά. Το auguri (= ευχές) ερμηνεύθηκε ως αγγούρι (=φαλλικό σύμβολο) και κυκλοφόρησε η εκδοχή Μιλιόρι αγγούρι από πίσω κρόνια πολλά.

Έκτοτε χρησιμοποιείται σαν ευχή όταν τα χειρότερα έρχονται, και ευχόμαστε καλώς να μας μπει, λ.χ. ο δονητής καλή ώρα. Επίσης, σε φάσεις τύπου πώς σου φάνηκε;, όπου ο ευχόμενος εκφράζει σαδισμό για κάτι που κατάφερε εις βάρος σου. Την θέση της Μίσκο παίρνουν διάφοροι ανάλογα με τα συμφραζόμενα (συνήθως ο γαμιάς αποστολέας των ευχών που λοιδορεί τον γαμούμενο παραλήπτη της ευχής).

  1. Ι μιλιόρι αγγούρι από περαίωση, κρόνια πολλά! (Πάμε λουκέτο).

  2. ΜΙΛΙΟΡΙ ΑΓΓΟΥΡΙ (Μά μεγάλο αγγουρι)ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ .Χρόνια Πολλά. Καί ενα φιλάκι από κοντά οπως εκανε ο μάγειρας (εδώ)

Και του κρόνου! (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πέσιμο που ως κατάληξη έχει την πτώση με τον κώλο απο γλίστρημα ή απο ζαλάδα, βλ. σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα.

Άσε, ρίχνει ενα σουτ ο Μήτσος, με παίρνει στο κεφάλι, μου ήρθε ο ουρανός κολοκύθα και τουρλοκωλιάστηκα χάμου.

από το «τουρλώνω» και «κώλος»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified