Further tags

Απάντηση σε απίθανο και ανέφικτο ισχυρισμό κάποιου πρωταθλητή φιδέμπορα. Ισοδύναμο του -...και μετά ξύπνησες!

Στην περίπτωση του ξυπνήματος, θίγεται χωρίς περιστροφές η δυσπιστία του δέκτη ως προς το εκστομιζόμενο τρανό ψέμα (βλ. παπατζιλίκι, παπάτζα, αρχιδιλίκι, αρχιδιά), δλδ. -...φίλε μου αυτά που λες συμβαίνουν μόνο στα όνειρά σου.

Στο αυτό καθεαυτό λήμμα, όμως, έχουμε την απαραίτητη καυστική ειρωνεία που προκαλεί τα τελευταία ψήγματα νοημοσύνης του παπατζή. Συνδυάζεται ή και αντικαθίσταται πολλές φορές από διάφορες απαντήσεις, ακροβατούσες στα όρια της ειρωνείας, που δηλώνουν έκπληξη και απρόσμενο ενδιαφέρον για λεπτομέρειες:

-Έλα ρε!!...και για πες, για πες κι άλλα...

Κατά περιπτώσεις πέφτει και συναγερμός για να ακούσουν κι άλλοι την παπάτζα:

-Έλα μαλάκα να ακουσεις τι έκανε πάλι ο ανθυποτεράστιος ο Μάκης!

Περιττό βεβαίως να ειπωθεί ότι, μετά τα παραπάνω, αν το ηθικό του φιδέμπορα ανέβει στο θεό (και δεν μπορεί να κατέβει), και περάσουμε σε ανατριχιαστικά ανέφικτες λεπτομέρειες, στο τέλος πέφτει φάπα.

  1. (Συζήτηση σε πάρκινγκ νοτίων αττικών προαστίων, σημείο συνάντησης αυτοκινητιστικών κλαμπ)
    - Με πόσο μπαίνεις πέταλο με το κόρσα, φίλε;
    - 120 τουλάστιχον!
    - Ναι καλά, τι ώρα;

  2. (συζήτηση μεταξύ γυμνασιοπαίδων, μετά από ώρα υπνοπαιδείας με γαλλικά)
    - Μαλάκες, ο Τόνι* λέει ότι γάμησε αυτό το καλοκαίρι!
    - Μπουρδέλο;;
    - Όχι ρε, μια γκόμενα στις διακοπές, μέσα σε μια βάρκα!
    - Καλά, à quelle heure;;

*νικ εποχής, εκ του τραβεστόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκδοση του «δεν φαντάζεσαι» μπάκσλας «ούτε που φαντάζεσαι», δεν έχει σχέση με το «με ληστέψανε κι απ' τα αρντάν δεν πήρα χαμπάρι».

Δηλώνει κάτι το απίστευτο, με την καλή έννοια. Έκφρασις άκλιτη, μπαίνει στο τέλος πρότασης, εκτός και ακολουθείται από ατάκες άνευ νοήματος, όπως στο παράδειγμα.

- Είχε μια μουνοθύελλα στη Ραδινού χτες, ρε, δεν παίρνjεις χαμπάρι σου λέω ρε μινάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και με την προσθήκη του «ντάλα μεσημέρι».

Χρησιμοποιείται ως εξής:

  1. Για να υποδηλώσει κοπιαστική έως εξαντλητική χειρωνακτική (και όχι μόνο) εργασία (παράδειγμα 1).

  2. Ως σεξουαλικό υπονοούμενο για το άγριο και αχαλίνωτο σεξ (παράδειγμα 2).

  1. - Μάστορα, αύριο έχουμε μπετά στην οικοδομή;
    - Ναι ρε. Βάρα μανέλα από το πρωί.

  2. - Κολλητέ, νομίζω ότι το παρακάνατε με τη Λουκία εχθές. Στο ρετιρέ ακουγόσασταν.
    - Τι να σου λέω. Τα είδα όλα. Βάρα μανέλα ντάλα μεσημέρι. Κλατάρισα. Λουμπάγκο έχω πάθει.

(από dimitriosl, 19/03/10)Μανέλα (από poniroskylo, 21/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρά την χρήση του κτητικού «μου», σε καμία περίπτωση αυτός που το λέει δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιωτική του πουτάνα, ή ότι είναι προαγωγός, αφού, ως γνωστόν οι πουτάνες είναι κοινά αγαθά.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έντονο συναίσθημα αγανάκτησης, νεύρων, δυσφορίας, αδικίας λόγω διαφόρων λόγων.

Χρησιμοποιείται και ως «γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ» προσδίδοντας μεγαλύτερη έμφαση στην αγανάκτηση και όχι στο γαμήσι της πουτάνας.

Συναφή / συνώνυμα: γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ, γαμώ την καταδίκη μου.

  1. Στο γήπεδο
    - Κοίτα το μαλάκα τι έχασε.
    - Ναι ρε. Διώξτε το ρε το παλτό, γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ.

  2. Στη δουλειά
    - Ρε Θανάση, τι έκανες, γαμώ την πουτάνα μου; Έσβησες το αρχείο;
    - Χέσε με. Το έχω backup.

  3. Φανάρι Φραντζή και Συγγρού.
    - Ρε μαλάκα τροχονόμε, εμείς θα περάσουμε ποτέ, γαμώ την πουτάνα μου; Σύνταξη θα πάρουμε εδώ ρε; Ξύπναααααααα !!!!

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην χριστιανοσλάνγκ, είναι το εκκλησιαστικόν αγαμίδιον που έχει μανία με το να φορέσει μίτρα (=το αυτοκρατορικό και από την άλωση της Πόλης πατριαρχικό και μετά επισκοπικό στέμμα), δηλαδή με το να γίνει μητροπωλήτης (= αυτός που θα πούλαγε και την μητέρα του για να ανέβει στον μητροπολιτικό θρόνο). Το μπανεύκολο και περισσότερο γραπτό αυτό λολοπαίγνιο σχεδόν δικαιώνεται από το γεγονός ότι ο τοιούτος μιτρομανής έχει ενίοτε διατελέσει πρωκτοσύγκελλος του προηγουμένου μητροπολίτη, και εν συνεχεία μπορεί να ανταλλάσσει την στέρηση της μήτρας για την απόλαυση της μίτρας.

- Τι γίνεται με τον Βαρσανούφιο; Έχει πάρει στο κατόπι όλους τους δεσποτάδες για να εκλεγεί στην χηρεύουσα μητρόπολη Πετεινίτσης και πάσης Ψωρογιωργαίνης.
- Εμ, αφού είναι μιτρομανής ο άνθρωπος! Τι να κάνει; Πόσο μπορείς να πηγαίνεις κόντρα στην φύση σου...

(Σ.ς.: Διαδικτυακή χρήση του όρου βρήκα εδώ, αλλά δεν θα ήθελα να την αναπαράγω, καθώς αφορά σε μη ζώντα. Η σάτιρα και δη με υπονοούμενα καλόν είναι να αφορά σε ζώντες).

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το πέρασμα χαλκά στα βοοειδή στην Ελληνική επαρχία, με σκοπό το δέσιμό τους.

Ο όρος χαλκάς στη μύτη χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η κατάσταση που βρίσκεται κάποιος όταν κάποιος άλλος τον έχει κάνει έρμαιο στις ορέξεις/επιθυμίες του. Στις μέρες μας, πάντως, τείνει να καταργηθεί η έκφραση, καθώς η χρήση χαλκά(δων) στη μύτη, όπως και σε άλλα σημεία του σώματος δεν θεωρείται υπερβολική.

Βλ. και βάζω στο βρακί μου

- Ρε Γιάννη, τον Πάνο τον βλέπεις καθόλου;
- Μπα, αυτός εξαφανίστηκε. Του έχει περάσει το Μαράκι χαλκά στη μύτη και τον σέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγαμία είναι όρος που περιγράφει την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει κάποιος, του οποίου τα γεννητικά όργανα, λόγω μή σεξουαλικής χρήσης, έχουν περισσότερη σκόνη από τα παρατημένα και ακατοίκητα ερείπια.

Σχετικό: αγαμοσύνη αλλά δίχως την τάση ιεροποίησης της καταστάσεως.

- Ρε Κώστα πως πάει; Όλα καλά;
- Καλά ας τα λέμε.
- Γαμείς καθόλου ρε;
- Δράμα. Μετά τη Μαρία δε μου έχει κάτσει γκόμενα.
- Τι λές ρε; 2 χρόνια; Τέτοια αγαμία ούτε ιερομόναχος.

(από notheitis, 06/06/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βροχέζος, ο [ουσ.] < βροχερός + χέζω

Αναφέρεται στον ενοχλητικά βροχερό καιρό. Μπορεί να είναι εκνευριστικό ψιχάλισμα που κρατάει μέρες ή μουσώνας των τροπικών που δύναται να σε πνίξει στα πέντε λεπτά που κρατάει.

Λίγο πιό έντονο σαν έκφραση από το «κατρουλόκαιρος».

Πιθανόν να αποτελεί την ελληνική μετάφραση του αγγλικού «shitty/crappy weather».

- Βροχέζος ο καιρός σήμερα.
- Ναι ρε συ, πολύ εκνευριστικό το συνεχές πιτσίλισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified