Άνθρωπος που ανήκει στην κατηγορία αυτών που σε διορθώνουν συνεχώς για το παραμικρό λάθος.
-Αντέγραψε λίγο το τηλέφωνο σε παρακαλώ.
-«Αντίγραψε» είναι το σωστό.
-Τι μπαμπινιωτικός που είσαι ρε!
Άνθρωπος που ανήκει στην κατηγορία αυτών που σε διορθώνουν συνεχώς για το παραμικρό λάθος.
-Αντέγραψε λίγο το τηλέφωνο σε παρακαλώ.
-«Αντίγραψε» είναι το σωστό.
-Τι μπαμπινιωτικός που είσαι ρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.
-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων χαίτη. Η λέξη προέρχεται από τη γνωστή φυλή, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, της Μικράς Ασίας. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται απλά για ένα λογοπαίγνιο ή για εναν σαφή συσχετισμό, λόγω του «χαιτικού» κουρέματος των πολεμιστών.
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Αύτος που το κούρεμά του χαρακτηρίζεται απο το μακρύτερο των τριχών του σβέρκου. Πρόκειται για τον γνωστό κάγκουρα ή κάβουρα αφού κυρίως οι νέοι αυτού του στυλ έχουν αντίστοιχα κουρέματα. Είναι κυρίως προσβλητικός όρος.
Κοίτα αυτούς τους χετταίους που αράζουν με τα glx!
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.
-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.
Got a better definition? Add it!
Από το κολπατζής -γκολμπατζής (στα συναχωμένα)- μπατζής.
Είναι μια πιο cool εκδοχή του κολπατζής.
- Κοίτα τι κάνει ο μάγκας με το ποδήλατο!
- Πράγματι! Μαλάκα, είναι και πολύ μπατζής!
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη (παιδί + βουβάλι), χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει ιδιαίτερα εύσωμο και νεαρό άντρα.
- Ρε Μάκη σκέτος παιδοβούβαλος έγινες, πότε θα κόψεις τα κοψίδια;
- Άσε μας ρε γυναίκα.
- Αχ, έχασα τα καλύτερά μου χρόνια...
Got a better definition? Add it!
Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.
- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.
Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.
- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...
Βλ. και λαχαναγορίτης, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified