Further tags

  1. Είδος ψαριού
  2. Τύπος, μοδάτος, καλοντυμένος (ενώ δεν το συνηθίζει), μαγκάκος κι όλα τα συναφή που χαρακτηρίζουν έναν τσίφτη.
  1. - Ρε, κοίτα τον Χ πώς έσκασε! - Πςςςς, γύλος, γύλος!

  2. - Πήγα και την έπεσα στην Κορίνα, μάλλον την έχω! - Φσσς, αφού 'σαι γύλος!

Γύλος, γλίτσα, αλλά ωραία χρώματα πετρελαιοκηλίδας (από Galadriel, 02/02/09)Ο Αυλωνίτης ως Γύλος, στη "Σωφερίνα" (από GATZMAN, 02/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.

Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που είναι μπατίρης και χρωστάει παντού.

- Ρε σύ, ο Μάκης μου ζήτησε δανεικά 1000 ευρώ, να του τα δώσω;
- Ούτε που να το σκέφτεσαι, πρόκειται γιά πολυ μεγάλο μπατάκι που χρωστάει σ'όποιον μιλάει ελληνικά στην Ελλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στις γυναικοπαρέες και δηλώνει τον άνδρα με μεγάλο μόριο.

- Είδα τον Τάκη στην παραλία να κάνει μπάνιο γυμνος και πιστεψέ με Μαίρη μου είναι μεγάλος πιτσαράς!

Είναι και το βασικό λολοπαίγνιο στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου "Delivery", όπου πρωταγωνιστεί πιτσαράς με μεγάλο μόριο. (από Khan, 12/02/14)(από Khan, 29/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικότατη έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες στους τεκέδες για άτομα που θεωρούσαν ψευτόμαγκες και ψευτονταήδες.

- Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποίος συνοδεύει γυναίκες που του αρέσουν αλλά δεν κάνει σεξ μαζί τους και περιορίζεται στο μπαλαμούτι, συνήθως γιατι δεν του κάθονται.

- Αν δεν μου καθίσει κι απόψε η Ιουλία, δεν ξαναβγαίνω μαζί της... Βαρέθηκα να κάνω τόσον καιρό τον αγκαλίτσα!

Δεν ξέρουν τι θέλουν γι\' αυτό δεν του κάθονται. (από Galadriel, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι στα Κρητικά.

- Ζεμίσαν πάλι τζέηδες τα Σφατσιά Μιχαλιό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από μειωμένη αντίληψη των όσων συμβαίνουν γύρω του.

- Α ρε πουθενάδες όλοι σας! Μισή ώρα σας φώναζα και κανείς σας δεν με πήρε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρωμόστομα, αυτός που βρίζει πολύ.

- Βρε το μαλάκα, τον αρχιδόπουστα, το κωλοπαίδι, γαμώ το μουνί που τον ξέρναγε και το σπίτι του ολόκληρο του ξεκώλη, του καριόλη, του γαμημένου...
- Ώπα ρε, κλείσ'τη χαβούζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός με το μεγάλο παχύ μουστάκι.

- Πήγαινε στοn γέρο απέναντι και πες του να μας ανοίξει την πόρτα.
- Αυτόν με το καπέλο ή τον άλλον που είναι σαν φώκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified