Further tags

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελαφρόμυαλη, η χαζή ξανθιά των ανεκδότων.

Ποιος την υπολογίζει νομίζεις το λαφρογιόρτι; Μόνο να κουκουνίζεταιp ξέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδιώκει να βρει ευκαιρία να εκμεταλλευθεί.

Ο τύπος κυκλοφορεί στην πιάτσα και αλλοίμονο στα κοριτσάκια τέτοιος αβανταδόρος που είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.

Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άντρας που διπλαρώνει γυναίκες, τις περιτριγυρίζει σε κάθε ευκαιρία, γίνεται εξόφθαλμα ενοχλητικός και φορτικός και δεν ξεκολλά απ' αυτές και ποτέ δεν καταφέρνει να κάνει σεξ μαζί τους. Η λέξη αποτελείται απο το ποτέ και το γαμήσι-- αυτός που ποτέ δεν γαμεί.
Ο ποτεγαμήσης έχει παραπλήσια έννοια με τον καληνυχτάκια.

- Κοίτα ρε τον Δημήτρη, πάλι στο μπούρ-μπούρ την έπιασε την Ελένη... Πάλι με το πουλί στο χέρι θα μείνει...!
- Άσε με ρε αυτόν τον βλάκα τον ποτεγαμήση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καληνυχτάκιας κάνει τα πάντα για να κάνει σεξ ή να τα φτιάξει με μια γυναίκα, αλλά στο τέλος δεν καταφέρνει τίποτα. Με όπλο το ακριβό του αμάξι, το μόνο που καταφέρνει είναι να πηγαίνει βόλτες τις γυναίκες ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρει να κάνει σεξ, αλλά στο τέλος το μόνο που καταφέρνει είναι εισπράττει καληνύχτες...

Ο καληνυχτάκιας είναι και εν δυνάμει ποτεγαμήσης.

- Πολύ καλά περάσαμε Δημήτρη στο μπαρ, σε ευχαριστώ πολύ, καληνύχτα...
- Καληνύχτα Μαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υποτελής, ο υποτακτικός. Ενίοτε και ο αυλοκόλακας.

Ο άντρας μου τώρα τελευταία την έχει δει πασάς. Αν νομίζει ότι θα κάνω το γιουσουφάκι του, είναι γελασμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.

Ρήμα: τακιμιάζω.

  1. Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.

  2. Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.

Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερσέμης, χαζός, καραγκιόζης.

Ο Γιώργος είναι πολύ σερσερής -δε νιώθει ούτε να παρκάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified