Further tags

Το μπάζο, η κάμπια.

Πουθενά δεν πάει το σάμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γαμάει και δέρνει.

Καλά ποιος είμαι; Ο γαμών και σπέρνων;

Δες και σπέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός τουρίστας.
Επεκτείνεται και περιλαμβάνει και σκανδιναβούς και άλλους βορειοευρωπαίους.
Απ' τό γνωστό γερμανικό όνομα Fritz.
Συνήθως φοράει σανδάλια με άσπρες κάλτσες μες στο καλοκαίρι.

- Βλέπω τους φρίτσουλες να βολτάρουν με τα σανδάλια και τις άσπρες κάλτσες και θέλω σακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει διακόσμηση σε μια ιστοσελίδα.

- Εισάγετε τη διεύθυνση του διακομιστή μηνυμάτων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φτωχός ξάδελφος του χλιδάτου. Ο χλιδάμπουρας έχει μεν φράγκα, τα οποία έχει αποκτήσει σχετικά πρόσφατα, αλλά το λαϊκό του παρελθόν είναι προφανές σε αντίθεση με τον χλιδάτο που είναι μια ζωή στη χλίδα.

Η καταληξη -άμπουρας παραπέμπει ακριβώς στη λαϊκή φύση του εν λόγω κυρίου, την οποία ο εκάστοτε περιγραφών κατανοεί πλήρως, αφού είναι και ο ίδιος παιδί του λαού.

Η εν γένει κατάσταση του χλιδάμπουρα ονομάζεται χλιδαμπουριά, αν και ο όρος δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά.

  1. - Ώπα Μερσέντα ο Νώντας. Και γκάμπριο κιόλας!
    - Πολύ χλιδάμπουρας ο δικός σου!

  2. - Χθες είμασταν Γονίδη, τραπέζι-κάλτσα κι ο Νώντας (σ.σ. ο με τη Μερσέντα) έκανε 1500 ευρώπουλα λογαριασμό μόνο απ' τα λουλούδια.
    - Μέσα στη χλιδαμπουριά τον βρίσκω.

Καθ. χλιδάμπουρ, κατά το αρχιδάμπουρ. Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αποτελεί τη δεύτερη παράγωγο της αρχικής ο γαμάω, η όποια αρχικώς εξελίχθηκε σε ο μάο γαμάω (σαφές λογοπαίγνιο που αναφέρεται στην δεσπόζουσα θέση του μεγάλου τιμονιέρη στην κομμουνιστική Κίνα) και τελικός σε ο γκραν γαμάω, όπου το πρώτο συνθετικό υποδηλώνει το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και το κύρος του γαμόντος.

Ο γκραν γαμάω είναι αυτός που κατέχει (ή νομίζει ότι κατέχει) ιδιαίτερη θέση εντός ενός ομοειδούς συνόλου. Οι παράγοντες που συνηγορούν στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό σχετίζονται με την οικονομική επιφάνεια, την άσκηση επιρροής, τη σωματική ρώμη και την εν γένει ηγετική θέση του εν λόγω υποκειμένου στο σύνολο.

Τι έγινε δηλαδή; Πήρε το Πορσικό ο Σάκης και την έχει δει γκραν γαμάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος τη τάξει, ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Η χρήση του πρώτου συνθετικού καπετάν είναι προφανής, είτε εννοεί τον καπετάνιο στη θάλασσα, είτε εννοεί τον καπετάνιο του βουνού (αντάρτη), αφού και στις δυο περιπτώσεις υποδηλώνει την ηγετική του θέση μέσα στο σύνολο. Το δεύτερο συνθετικό αρχίδας οφείλεται αφ' ενός στο γεγονός ότι κατά τεκμήριο οι καπεταναίοι (στεριανοί και θαλασσινοί) είναι άντρες και ωσεκτουτού έχουν κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ άλλων τους όρχεις, αφετέρου δε στην σεξιστική και φαλλοκρατική κρατούσα άποψη στην Ελλάδα ότι οι όρχεις είναι το πολυτιμότερο κομμάτι του σώματος.

Σημειώνεται ότι παρά την ύπαρξη αξιόλογων γυναικών σε ηγετικές θέσεις, η έκφραση καπετάνισσα μούνα ποτέ δεν υπήρξε δημοφιλής και αντ' αυτής χρησιμοποιείται ως γενική περιγραφή το καπεταν αρχίδας, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες.

- Πρώτη μέρα στη δουλειά ο τύπος και μας τα 'κανε τσουρέκια. Ποιος νομίζει ότι είναι, ο καπετάν αρχίδας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά στη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα για ανθρώπους που ουδεμία σχέση έχουν με την Ιατρική επιστήμη υποδηλώνει ότι ο εκάστοτε ομιλών έχει σε μεγάλη υπόληψη τον συνομιλητή του, αφού είναι γνωστό ότι οι ιατροί θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη και ασκούν ένα θεάρεστο και δύσκολο έργο.

Ενίοτε απαντάται και στη μορφή «στρατηγέ μου» ή «κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε». Η ανυπαρξία σχετικών εκφράσεων για άλλες δημοφιλείς επαγγελματικές ιδιότητες (πχ. «δικηγόρε μου», «αρχιτέκτονά μου») σε συνδυασμό με τις παραδοσιακά υψηλότερες βάσεις για εισαγωγή στα ΑΕΙ, καθιστούν την Ιατρική μητέρα όλων των επιστημών και το λειτούργημα του ιατρού σαφώς σημαντικότερο των υπολοίπων.

  1. - Ωπ, καλώς τον Νιόνιο. Τι κάνεις γιατρέ μου;
    - Μια χαρά γιατρέ μου, εσείς; (σ.σ. ανταποδίδεται η φιλοφρόνηση στο ίδιο επίπεδο)

  2. - Δεν λέω γιατρέ μου, καλά τα πήγαμε και σήμερα. Ξεπουλήσαμε.
    - Ναι στρατηγέ μου. Μια ακόμη τέτοια αρπαχτή και καθαρίσαμε.

Σχετικά: αρχηγός, μάστορας, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικής ποιότητας, το πανέμορφο, το σγουάου, το σούπερ.

Καλά μαλάκα, η γκόμενά σου είναι και πολύ τζιτζιλόνι !

(από jesus, 21/12/09)

Βλέπε και τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι άξεστος, χωρίς τρόπους και ίχνος εξυπνάδας.

Ο Κίτσος είναι μεγάλο όρνιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified