Further tags

Κατηγορία έφηβου αρσενικού του είδους homo sapiens που στα τέλη της δεκαετίας του 90 σύχναζε στην περιοχή της παραλίας του Βόλου. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά της ενδιαφέρουσας αυτής κοινωνικής τάξης ήταν τα εξής:

- Κούρεμα. Οι Ινδιάνοι ήταν συνήθως κοντοκουρεμμένοι εκτός απο μερικά τσουλούφια μήκους 10 εκ. και άνω τα οποία έπρεπε συχνά και σχετικά επιδεικτικά να τινάζουν στο πλάι του προσώπου τους ή να στηρίζουν πίσω απο το αυτί.

- Ένδυση. Το βασικό σύνολο ένδυσης του Ινδιάνου αποτελείται απο μπότα μάρκας Βέρμαχτ η Γκέτα Μάρτιν, τζιν παντελόνι με μάκρος πάνω από τον αστράγαλο (προαιρετικά το παντελόνι μπορεί να στενεύει προς τα κάτω), ζώνη με μεγάλη αγκράφα, άσπρο πουκάμισο που φοριέται μέσα από το παντελόνι και τα δύο ανώτερα κουμπιά ανοιχτά ώστε να φαινεται το μάυρο κολλητό φανελάκι στο εσωτερικό.

- Αξεσουάρ. Μερικά απο τα απαραίτητα διακριτικά χαρακτηριστικά των ινδιάνων ειναι ο μεταλλικός κρίκος/γάντζος περασμένος στο πίσω μέρος του παντελονιού συνδεδεμένος με μεταλική αλυσίδα κρεμασμένης στο πλάι του παντελονιού, στην άκρη της οποίας τοποθετούντα τα κλειδιά του δίκυκλου του Ινδιάνου (βλ. Τεχνικές Ζευγαρώματος). Το ίδιο το δίκυκλο επίσης αποτελεί απαραίτητο αξεσουάρ και συχνά χρησιμοποιείται ως μια εύκολη και γρήγορη ένδειξη ως προς την θέση ενός Ινδιάνου στην ιεραρχία της κοινότητάς τους (π.χ ένας Ινδιάνος με μηχανή 150cc και εξάτμιση τύπου Sebring τρυπημένη για επιπλέον θόρυβο και παρενόχληση των παρευρισκόμενων αποσπά περισσότερο σεβασμό από Ινδιάνο με αυτόματο παπάκι 50 κυβικών).

- Τεχνικές Ζευγαρώματος. Οι νεαροί Ινδιάνοι αφιέρωναν μεγάλο κομμάτι του χρόνου των καθημερινών δραστηριοτήτων τους στην αναζήτηση για πιθανό ταίρι. Οι τεχνικές ζευγαρώματος στο μεγαλύτερο κομμάτι τους συνήθως απαιτούσαν την χρήση του δικύκλου τους. Ο αρσενικός Ινδιάνος θα προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή κάποιου θηλυκού κάνοντας κάποιο κόλπο με τη μηχανή του (σούζα, κολιά, σκάσιμο εξάτμισης, μαρσάρισμα κ.α.). Αν το θηλυκό δεν ήταν σε θέση να παρατηρήσει τα κόλπα αυτά (για παράδειγμα αν βρίσκοταν στο εσωτερικό καφετέριας) ο νεαρός Ινδιάνος θα προσπαθούσε φραστικά να αναφερθεί στα προαναφερθέντα κόλπα (για παράδειγμα περιγράφοντας σε κάποιον φίλο του, με πολύ έντονο τόνο φωνής, τη σούζα που έκανε εχτες σε όλο το μήκος της οδού Χ). Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που ο νεαρός Ινδιάνος δε θα χρησιμοποιούσε τη μηχανή του με κάποιο τρόπο ως καταλυτικό μέσο για τη διεξαγωγή του ζευγαρώματος. Στις περιπτώσεις αυτές τον ρόλο της μηχανής ως μέσο έλξης της προσοχής του θηλυκού, θα μπορούσε να τον παίξει κάποιος τυχαίος μη-Ινδιάνος στον οποίον ο Ινδιάνος θα μπορούσε να επιτεθεί χρησιμοποιώντας τις μπότες και τους κρίκους του (βλ. Ένδυση και Αξεσουαρ) χρησιμοποιώντας κάποια συχνά ανεπαρκή πρόφαση («Τι κοιτάς ρε;» κ.ο.κ).

Τέλος, παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αντίστοιχες κατηγορίες εφήβων, τοπικές στην περιοχή της Αθήνας, γνωστές με τα ονόματα Κάγκουρες (ή Καγκουραίοι), Μπουρναζιώτες, Μενιδιάτες, καθώς και με την κατηγορία εφήβων γνωστή ως Νιντζάκια, που συναντάται κυρίως στην περιοχή της Πάτρας. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν μάλιστα ότι όλες αυτές οι φυλές έχουν κοινές ρίζες και δημιουργήθηκαν μέσω μεταναστεύσεως πληθυσμών και εξαιτίας αποκέντρωσεων. Άλλοι πάλι απλά πιστεύουν ότι δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους και ότι απλά αναπτυχθηκαν παράλληλα και ανεξάρτητα, υιοθετώντας τυχαία τα κοινά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν.

Οι Ινδιάνοι είναι πλέον Είδος Υπό Εξαφάνιση. Πολλοί πιστεύουν ότι οι προαναφερθείσες τεχνικές ζευγαρώματος αμφισβητίσημης αποτελεσματικότητας συντέλεσαν σ' αυτό. Παρόλ' αυτά δεν υπάρχει κάποιος επίσημος οργανισμός που να ασχολείται με τη συντήρηση του είδους τους. Ο απλός πολίτης δεν έχει χτυπηθεί δραματικά από την έλλειψη αυτής της ενδιαφέρουσας κοινωνικής τάξης για καλή του τύχη. Και αυτό γιατί όπως φαίνεται η φυλή των Ινδιάνων δεν εξαφανίστηκε τόσο, όσο μάλλον αντικαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια από εξίσου ενδιαφέρουσες φυλές (τρέντυ, ίμο κ.α.). Έτσι ακόμα και σήμερα μπορούμε να συχνάζουμε στην παραλία και τις καφετέριες του Βόλου (αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας) χωρίς να είναι εντελώς απίθανο να συναντήσουμε κάποιο από αυτά τα πολύχρωμα και διαφορετικά πλάσματα που τόσο ευχάριστα διακοσμούν την κοινωνία μας.

- Δεν κάθεσαι κάτω καλύτερα;... Τι σηκώθηκες πάνω και γελάς και φωνάζεις σαν Ινδιάνος στη μέση της καφετέριας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόρνη, ιερόδουλη (προέλευση: αραβικά).

- Άντε... σήκω να φύγεις. Περιμένω σαρμούτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπειρογνώμονας του κώλου.

- Μην ακούς τον Μήτσο. Είναι παπαρογνώμονας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει συνέχεια μπούρδες.

- Ο Μήτσος είναι μπουρδόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο άνθρωπος του Θεού, ένας μουσουλμάνος ασκητής ο οποίος έχει πάρει όρκο φτώχειας. Για να πετύχει την θρησκευτική έκσταση, ο δερβίσης περιστρέφεται χορεύοντας (βλ. φωτο 1).

Για λόγους άγνωστους και ανεξήγητους, ο όρος δερβίσης στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται μεταξύ ανδρών (στην κλητική πάντα) εναλλακτικά προς άλλες δημοφιλείς προσφωνήσεις όπως καρντάση, πρόεδρε, αρχηγέ, δικέ μου, ψηλέα, αδελφέ, φιλάρα κλπ.

Απ' όλες τις εναλλακτικές προσφωνήσεις το δερβίση κάνει λίγο πιο μάγκικο (βλ. φωτο 2), ξεφεύγοντας πολύ από την ορίτζιναλ εκδοχή της λέξης (βλ. φωτο 1 και 2 εναλλάξ μέχρι να γίνει ξεκάθαρο).

- Έλα πασά μου, τι χαμπάρια; Δεν σε είδα στην Τούμπα την Κυριακή.
- Έλα ρε δερβίση... ήμουν Χαλκιδική με το μωρό και μου τα ζάλισε να φύγουμε λέει βράδυ για να μην έχει κίνηση, και πάει το ματσάκι. Πάμε για καμιά φραπεδιά να τα πούμε ρε δικέ μου;

(από acg, 01/05/08)(από acg, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη loser = χαμένος, ηττημένος.

Αυτός που έχει κάνει την ήττα τρόπο ζωής. Ο καθ' έξιν χαμένος. Αυτός που είναι βέβαιο προκαταβολικά ότι θα τα παίξει την κρίσιμη στιγμή. Αυτός που όπως και να πέσει το φύλλο θα βρει τρόπο να χάσει.

Κοινή έκφραση στην Αμερική, στην Ελλάδα ήρθε στην δεκαετία του '90 επάνω στην έξαρση της αλαζονείας των γιάπις οι οποίοι προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό συλλήβδην - βασικά, σε όλους όσους δεν ήταν γιάπις. Έκτοτε διεδόθη.

Η αγγλική λέξη γράφεται με ένα -ο-, όχι με δύο.

  1. - Έτσι που λες με τον Ηλία ... του τό 'φαγε το γκομενάκι ένας φλωρούμπας με μια μπέμπα ...
    - Ναι, κι αυτός τι έκανε, δηλαδή; Τίποτα, ως συνήθως ... καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του ... αφού ρε στάχω πει ... καλό παιδί ο Ηλίας αλλά λούζερ γεννημένος.

  2. Είμαι τόσο loser που δεν κατάφερα ούτε αυτό να δηλώσω επισήμως, πάει να πει. Γάμησέ τα. Αλλά ευτυχώς υπάρχει το ίντερνετ. Κάτι σαν τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Οπότε, οφείλω σε όλους εσάς τους επιτυχημένους εκεί έξω, all you winners out there, ένα μεγάλο «ευχαριστώ», διότι μου δίδετε την ευκαιρία να το πράξω σήμερα, από τούτο δω το βήμα. Κυρίες και κύριοι, αυτό το ευλογ έπρεπε να λέγεται λουζερ δοτ ευλογoσποτ. Αλλά, εισέτι μίαν, απέτυχα οικτρά. Κάποιος, λιγότερο λουζερ, με πρόλαβε… (από blog)

  3. Δυστυχώς ο Γιωργάκης Παπανδρέου παρέμεινε «Γιωργάκης» και μετά το τέλος των εκλογών, ενώ θα μπορούσε με την παραίτησή του από την αρχηγία και την ανάληψη της ευθύνης για την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, να φανεί επιτέλους άντρας. Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν έπεισε ότι ήταν άξιος για πρωθυπουργός και τώρα δείχνει σα να μη συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του. Αδυνατεί να καταλάβει ότι μετά από τρεις συνεχείς εκλογικές αποτυχίες (το 2004, στις Ευρωεκλογές και το 2007), δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να είναι αρχηγός, γιατί έχει καταντήσει αυτό που λένε πολύ πετυχημένα οι Αμερικανοί, "loser". (από blog)

Μότορχεντ - Λούζερ (απο μπούτλεγκ) (από vikar, 18/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μεγάλο και μόνιμο θύμα. Αυτός που μια ζωή πιάνεται κορόιδο και οι άλλοι τον εκμεταλλεύονται. Πολλοί το ξέρουν ότι είναι ριγμένοι και, για κάποιον λόγο, το υπομένουν. Άλλοι την πατάνε κατ' εξακολούθηση προσπαθώντας να κάνουν τον έξυπνο.

Σχετικά λήμματα: «μασάει η κατσίκα ταραμά», loser

Βεβαίως και του τα φάγανε... Τί ήθελε να μπλέξει μ' αυτούς; Και καλά δεν ήξερε... γιατί δεν ρώταγε; Αλλά, ο άνθρωπος είναι μεγάλος θύμας... μια ζωή κάνει τον μάγκα και μια ζωή τρώει παπάρες.

Ναι, αλλά... (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, καλό παιδί - αλλά και κομμάτι σπασαρχίδης και λίγο μαλακάκος.

Είναι ο τύπος ο καλοπροαίρετος ο οποίος, όμως, γίνεται αφάνταστα κουραστικός. Θέλει να κάνει μία τουλάχιστον καλή πράξη την ημέρα και προσφέρεται φορτικά να βοηθήσει χωρίς να του το ζητήσει κανείς. Έχει ηθικές αρχές παλαιάς κοπής και φροντίζει να το ξέρουν όλοι. Και σε φάσεις που όλοι είναι χύμα στο κύμα, αυτός επιμένει να φτιάχνει χωρίστρα -μεταφορικά και συχνά και κυριολεκτικά. Στο σχολείο ήταν πιθανότατα απουσιολόγος.

Καπάκι σ' όλα αυτά, συνήθως είναι και loser και πιάνεται σχετικά εύκολα κορόιδο. Διότι μπορεί να ξέρει να δένει σαράντα δύο είδη κόμπων αλλά στα καθημερινά μασάει, π.χ. σε ό,τι έχει σχέση με λεφτά. Στα χαρτιά είναι ο κλασικός αιμοδότης, ενώ και στα γκομενικά είναι θύμας: η πρώτη καπάτσα γκόμενα που θα του τύχει τον έχει βάλει στο βρακί της με τη μία.

Σημειωτέον ότι ο προσκοπισμός καλωσορίζει μικρούς και μεγάλους.

- Κωστάκη, τι έγινε; Τα πήρατε πίσω τα ενοίκια που σας είχε κρατήσει η κυρία Χατζηκωλάρα; - Μπα, δεν τα δίνει ... μάλλον δικαστικώς θα το πάμε τώρα το θέμα. Ευτυχώς, προσφέρθηκε ο ξάδερφος της Φιφής να βοηθήσει ... πολύ καλό παιδί ...
- Όοοχιιι, μή αυτόν ... είναι πρώτος χασοδίκης ... τελείως πρόσκοπος ... Έσο έτοιμος για μαλακία ... θα βάλει η Χατζηκωλάρα κάναν ατσίδα δικηγόρο και θα το τυλίξει το προσκοπάκι σε μια κόλα χαρτί και θα βγείτε να χρωστάτε κι από πάνω ...

(από poniroskylo, 01/05/08)(από poniroskylo, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου αλλά και κατάστασης.

Το πρόσωπο, ο επονομαζόμενος και τσαμπουκαλής ή τσαμπουκαλεμένος (ως επιθετικός προσδιορισμός) είναι ευέξαπτος και ψάχνει ευκαιρία για καυγά συνεχώς. Ο τσαμπουκάς ο σωστός και όχι ο τζάμπα μάγκας χώνεται παντού και πάντα, ανεξαρτήτως της πιθανότητας του να τις φάει.

Τσαμπουκάς είναι επίσης και η κατάσταση κατά την οποία διάφοροι τύποι (προσοχή: τσαμπουκάδες και μη) πλακώνονται στις μάπες. Συνήθως η έκφραση χρησιμοποιείται όταν στον καυγά παίζουν κουμπούρια ή σουγιάδες και άλλα παρόμοια εργαλεία.

Το σχετικό ρήμα είναι το τσαμπουκαλεύομαι.

  1. - Ρε δε γαμιέσαι, αρχίδι, μην κατέβω κάτω και σ' αρχίσω στις γρήγορες...
    - Είσαι τσαμπουκάς ρε φιλαράκι; Κοίτα μη γυρίσει ο τσαμπουκάς σε τσιμπουκά ρε γαμιόλη πρωί πρωί και σου γαμήσω κανά σόι, νταξ;

  2. ...βγαίνοντας λοπόν από το γήπεδο, περίμεναν τα μουνάκια απ' έξω να μας την πουν κι έγινε ένας τσαμπουκάς, γάμησέ τα. Μέχρι να πλακώσουν οι ΜΑΤατζήδες, τους γαμήσαμε στις μάπες. Βγήκαν και κάτι σουγιάδες και κάτι μπουκάλια, ξέρεις... τα γνωστά. Την άλλη Κυριακή όμως θα τους περιμένουμε τους πουσταράδες από νωρίς.

  3. - Πολύ τσαμπουκαλεμένη γκόμενα η Φιφή ρε δικέ μου. Τί της είπα; Τη ρώτησα αν της αρέσουν οι πίπες και μού 'ριξε το τασάκι στο κεφάλι ρε η μαλακισμένη. Καμπούρα την είπα;
    - Ναι ρε μεγάλε, όμως κι εσύ χοντρό τό 'κοψες...

  4. - Γιατί τσαμπουκαλεύεσαι αφού δεν σου βγαίνει ρε θείο;
    - Θείο να πεις τον θείο σου, μειράκιο.
    - Ε, τελικά θα την φας τη σφαλιάρα σου για να στρώσεις.

(από patsis, 18/03/12)

Δες και σπάω / κόβω τον τσαμπουκά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιτσιρίκα που τρελαίνεται για ψωλές. Στοιχίζει μόνο μερικά ποτά στα μπαράκια. Πήδημα στο αυτοκίνητο.

- Ρε συ, που έχει χαθεί αυτός ο Μήτσος;
- Έχει μπλέξει με μια ψωλέτα και γυρνάει από μπαράκι σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified