Ο πολύ ερωτευμένος, που αποτρελαίνεται από τον έρωτα του. Εξ ου και η φράση η κουζουλάδα του σεβντά.
- Ε τον κουζουλό. Τον εχτύπησε ο έρωτας κατακέφαλα και έχει αποτρελαθεί ο έρμος.
Ο πολύ ερωτευμένος, που αποτρελαίνεται από τον έρωτα του. Εξ ου και η φράση η κουζουλάδα του σεβντά.
- Ε τον κουζουλό. Τον εχτύπησε ο έρωτας κατακέφαλα και έχει αποτρελαθεί ο έρμος.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν ακολουθά τη λογική και, ορμώμενος απο το συναίσθημα καταφεύγει σε καιρούς σκλαβιάς σε ηρωικές πράξεις. Εξ ου και το κομμάτι του τραγουδιού που τραγουδήθηκε από τον Μουντάκη και άλλους: «Φρόνιμοι κι νοικοκυροί δε ζουν στον Ψηλορείτη, γιατί οι Κουζουλοί εκάμανε ελεύθερη την Κρήτη»
- Αν δεν είσαι κουζουλός και δεν βράζει το αίμα σου, δεν μπορείς να προσφέρεις υπηρεσίες στην πατρίδα, όταν η στυγνή λογική των αναλογιών σου απαγορεύει οποιαδήποτε δράση.
Got a better definition? Add it!
Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.
Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...
Got a better definition? Add it!
Ο άχρηστος αθλητής.
Ωχ, τον τραχανοπλαγιά, τον Νικοπολίδη θα έχει βασικό ο Ρεχάγκελ;...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.
Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...
Got a better definition? Add it!
Το παρτάλι, γενικώς, ο ανοργάνωτος είτε στη ζωή του είτε στον αθλητικό τομέα.
- Ούτε τι θα κάνει αύριο δεν ξέρει
- Μην ασχολείσαι ρε με τον σαλιαμπάλια.
Got a better definition? Add it!
Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.
- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...
Σχετικά: κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος κάνει λάθη και δικαιολογείται με άσχετες ή πολύ ασήμαντες δικαιολογίες.
- Πώς έπαιξες έτσι χθες ρε; Σαν ξυλοπόδαρος ήσουν.
- Ρε, δεν με βόλευε η μπάλα.
- Της στραβιάς της πούτσας, οι τρίχες την φταίνε.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον που τα θέλει όλα δικά του, κάποιον που θέλει και την πίτα γερή και τον σκύλο χορτάτο, κάποιον που θέλει και τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή και τον Ολυμπιακό στη Β Εθνική (ή το ανάποδο), κάποιον που σε τελική ανάλυση δεν ικανοποιείται με τίποτα.
- Κοίτα το μαλάκα, δεν φτάνει που κέρδισε το τζακποτ στο τζόκερ , παραπονιέται γιατί υπάρχει και άλλος νικητής. Εμ βρήκαμε μουνί εμ το θέλουμε και ξυρισμένο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.
- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified