Further tags

Από το βουλευτής, οπού μετά από αποκοπή του -υ- η λέξη πλέον αποκτά διφορούμενη έννοια: από τη μια όλοι καταλαβαίνουν ότι μιλάμε για έναν από τους 300 και από την άλλη εννοείται ότι το συγκεκριμένο άτομο «βολεύει» και κόσμο.

- Ρε φίλε... πώς θα γίνει να πιάσω δουλειά στο υπουργείο μεταφορών; - Θες να μιλήσω στον μπατζανάκη της ξαδέρφης μου; Είναι βολευτής ... κάτι θα κάνει και για σένα...

(από GATZMAN, 17/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόρτικος τρόπος να πεις το «δικηγόρος». Συνιστάται να μασάς και τσίχλα όταν το λες.

Δεν λέω τίποτα... θα μιλήσετε με το δικαιόρο μου (δήλωση γνωστού σκυλά της εθνικής Αθηνών - Λαμίας μετά από σύλληψη για κατοχή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβιτόρα που κάνει τα ρεπό των άλλων.

- Πώς πήγε το καλοκαίρι;
- Καααλά. Αθήνα έμεινα.
- Πήξιμο!
- Μπα, καλά ήταν, γνώρισα όλες τις ρεπατζούδες στα στέκια, είδα επιτέλους καναν καινούργιο κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας με εμφάνιση, βλέμμα και κινήσεις που παραπέμπουν σε πορνοστάρ χαμηλού ή υψηλού μπάτζετ πορνοταίνιας (κοινώς τσόντας).

Κατά την θέαση ενός τέτοιου αντικειμένου καθαρά σεξουαλικού πόθου, ένας άνδρας αναφωνώντας «τσόντα!» με χαμηλή (και ενίοτε βραχνή φωνή), και λαμβάνοντας ως απάντηση από έναν άλλον άνδρα κάτι του στιλ «σ'σκις!», ξαλαφρώνει κάπως από τα ερωτικά σήματα του εγκεφάλου του που έχουν χτυπήσει κόκκινα και που πρόκειται να μείνουν ανεκπλήρωτα (ή να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για το σπίτι). Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν μοιραστείς τον «ενθουσιασμό» σου με άλλους άντρες, σε παίρνει το παράπονο... Το ενδεχόμενο πάλι να σου κάτσει αυτή η γκόμενα ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, ειδικά αν δεν έχεις και κατιτίς ακριβό για να τραβήξεις την προσοχή της...

- Μαλάκα κοίτα πώς κουνιέται η μουνάρα!
- Πώωω... Μιλάμε για πολύ τσόντα!
- Καύλα!!
(Και συνεχίζεται ο διάλογος με παρεμφερείς χαρακτηρισμούς, μέχρι να ξεπεραστεί κάπως το σοκ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O δύσκολος, ο προβληματικός και κακότροπος, στις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους . Λέξη τουρκικής προελεύσεως, cenabet (προέρχεται από τα αραβικά).

Ό,τι και να σου πει το κωλοπαίδι ο Κυριάκος, κάνε το παγώνι. Είναι τζαναμπέτης απ' τους λίγους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η συμπεριφορά και η διάθεσή κάποιου έχει επηρεαστεί εμφανώς λόγω πραγματικής ή επινοημένης πίεσης / καταναγκασμού.

Ένα αεροπλάνο πέφτει στη ζούγκλα και σώζονται 25 άτομα. Τους βρίσκει μια φυλή και τους πηγαίνουν στο φύλαρχο.

- Βρήκαμε αυτούς. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε τα λιοντάρια.
- Είναι και μια γιαγιά 80 χρονών. Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Τι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;

Τα λιοντάρια όμως έφαγαν μόνο 6 από αυτούς και χόρτασαν. Τους υπόλοιπους τους ξαναγυρίζουν στον φύλαρχο.

- Μείνανε 19. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε οι λεοπαρδάλεις.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Πάλι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;

Και οι λεοπαρδάλεις όμως έφαγαν μόνο 6 και οι άλλοι ξαναγύρισαν στον φύλαρχο που είχε αρχίσει να σπάζεται που του τα πρήζανε συνέχεια.

- Μείναν 13 αρχηγέ. Δεν έχουμε άλλα ζώα να ταΐσουμε. Τι να τους κάνουμε αυτούς;
- Ε, αυτούς πάρτε τους και πηδάτε τους. Δώστε τους να καταλάβουν, ξεπατώστε τους, αλλά μη μου τους ξαναφέρετε εδώ.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;

Τότε πετάγεται η γιαγιά.

- Ε, πια εσύ με τις ερωτήσεις. Τι ζόρι τραβάς με μένα; Μάνα σου είμαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη «χαμαιλέων» που μπορεί να έχει πολλές έννοιες... όπως φλώρος, μαλάκας... κλπ κλπ... Η έννοια της είναι, κατά κάποιον τρόπο, αφηρημένη...

  1. - Είδες τι αυτοκίνητο πήρε ο ΤΑΔΕ;!;!;
    - Άντε ρε... αφού η παλιο-πλέμπα,δεν ξέρει να οδηγεί...

  2. - Ψιτ, κοπέλα να σε πάω μια βόλτα με τη μηχανή μου;!;
    - Α, να χαθείς βλάκα...
    - Σιγά μωρή πλέμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified