Further tags

Συνώνυμο του κάγκουρα, του κιτσάτου. Χρησιμοποιείται για ανθρώπους που έχουν μείνει κολλημένοι στο στυλ «αμάνικη μπλούζα, ζελέ στο μαλλί-φράχτη και ιδιάζουσα αργκό στην έκφραση», εμπνευσμένη από την αντίστοιχη περιοχή στην οποία έχει πέραση το συγκεκριμένο στυλ.

Κοίτα το τρικολόρε μαλλί του. Σκέτο μπραχάμι σου λέω!

(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει το σπέρμα του ανθρώπου που δεν γνώρισε πατέρα.

Μεταφορικά, άρα και πιο ευρέως διαδεδομένα, σημαίνει τον ηλίθιο, τον ανεπιθύμητο.

Ήρθε πάλι αυτό το μουλόσπερμα ο Γιώργος; Ποιος τον κάλεσε;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα, με πολλά χρήματα που περηφανεύεται για αυτά, υποτιμώντας όλους τους άλλους. Ο όρος έχει μοναστηρακιώτικη προέλευση.

Η γκαζιέρα η Παπαδοπούλου πάλι κάνει επίδειξη το καινούργιο της αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που προτιμά ερωτικά τις γυναίκες, η λεσβία, η ομοφυλόφιλη.

Κοίτα τις τζιβιτζιλούδες που φιλιούνται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή και ο άντρας) που αρέσκονται σε «αθλήματα» όπως η πεολειχία (το γνωστό τσιμπούκι) και διαπρέπουν σε αυτά.

- Ο σκύλος μου είναι μεγάλη πουτσογλείφτρα. (???!!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.

- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...

Βλέπε και ψωλαρπάχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκες κατά κύριο λόγο -αλλά και άντρες- οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα θελκτικοί, το αντίθετο μάλιστα. Είναι όρος που χρησιμοποιείται είτε για πολύ άσχημα άτομα είτε για άτομα με ιδόρρυθμο στυλ και ντύσιμο. Πρβλ. μπάζο.

Η Σταυρούλα η Μ. είναι τρελό μπαζόλι. Ντύνεται σαν τυφλός χίπις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified