Γελοίο και αναξιόπιστο άτομο.
- Πήγα στο Υπουργείο να ρωτήσω τι χαρτιά χρειάζονται και έπεσα σε έναν φοβερό κλαπαρχίδη, ένα-ένα μου τά 'λεγε και με έκανε να πάω και νά 'ρθω πέντε φορές. Όλο κάτι είχε ξεχάσει να μου πει!
Γελοίο και αναξιόπιστο άτομο.
- Πήγα στο Υπουργείο να ρωτήσω τι χαρτιά χρειάζονται και έπεσα σε έναν φοβερό κλαπαρχίδη, ένα-ένα μου τά 'λεγε και με έκανε να πάω και νά 'ρθω πέντε φορές. Όλο κάτι είχε ξεχάσει να μου πει!
Got a better definition? Add it!
Όρος που βασικά χρησιμοποιείται για άτομα άξεστα που δεν ξέρουν να φερθούν και συμπεριφέρονται παρόμοια με το συμπαθές θηλαστικό.
Αυτός ο πιθηκάνθρωπος ο Νίκος, πάλι την πέταξε τη χοντράδα του. Ας τον επιστρέψει κάποιος στο τσίρκο... Τώρα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.
- Μ' αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!
Συνώνυμα: μισή μερίδα, μισοριξιά
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικός όρος από κατοίκους της Πρωτεύουσας για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα και την ομοιότητα της συμπεριφοράς των Θεσσαλονικέων με τους Βουλγάρους.
Οι Βούλγαροι πάλι γυαλιά καρφιά τα κάνανε μόνο και μόνο επειδή είδαν αθηναϊκές πινακίδες. (sic)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.
Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που αρχικά παραπέμπει στο γνωστό ψάρι-αντίγραφο ξιφία (σε μινιατούρα) -ο οποίος όμως συνυποδηλωτικά χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο. Έχει λαϊκή προέλευση και είναι συνώνυμο του «μανίτσα».
-Άννα μου, ζαργάνα μου, θέλεις να σε πάω στου Φλόκα για παγωτάκι;;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν πρόκειται φυσικά για το πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας, αλλά για ακόμα έναν λαϊκό όρο που χρησιμοποιείται κατά την εκδήλωση ενδιαφέροντος ενός άνδρα σε μια γυναίκα. Συνώνυμο του «μανίτσα» και του «ζαργάνα».
Πού θέλει η γοργόνα μου να την πάω απόψε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση η οποία ενδείκνυται σε περιπτώσεις περιγραφής απίστευτης ασχήμιας.
Τι σου αρέσει στη Μαρία την άσχημη;; Σαν κινούμενη χλέπα είναι...!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που χρησιμοποιείται όταν κάποιος αναλαμβάνει την πληροφόρηση του κόσμου για οποιοδήποτε θέμα και χωρίς καμία παρακίνηση. Είναι τα αρχικά γράμματα της λέξης ρουφ-ιάνος/-α.
- Είπες στον ρουφ τον Νώντα για το δάνειο;;; Μέτρα σε πόσες μέρες θα το ξέρει όλο το χωριό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.
(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified