Further tags

Η κοπέλα που είναι η ίδια έγκαυλος ή που προκαλεί καύλαν εις τους άλλους. Ανήκει στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, πλην ουχί αποκλειστικώς.

  1. ελα τώρα καυλοκοπέλα μου, αφού όλοι ξέρουμε ότι ο Λαγουδάκης σου έχει δώσει το άντερο στο χέρι πόσες φορές. Αφέσου... (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Ἦτο οπωσδήποτε κρῖμα νὰ χάσω καὶ ἐγὼ καὶ ἡ ὑπηρέτρια μία ἐπιπλέον ἀπόλαυση, καὶ νὰ μὴ χαρῶ ἐγὼ μία ἐπὶ πλέον δόσι μουνοχύματος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἦτο μπόλικη ὅσο καὶ εὔγευστη καὶ ὡραία... Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ «αποτελειώσω» τὴν καυλοκοπέλλα, κάνοντάς την νὰ χύσηι, πρᾶγμα ποὺ ἤμουν βέβαιος ἀπὸ τὴν κατάστασίν τοῦ μουνιοῦ της ὅτι θὰ συνέβαινε πολὺ γρήγορα ἂν τῆς τὸ χάιδευα ἔστω καὶ λίγο... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 142).

Υπηρέτρια καυλοκοπέλλα (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.

Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.

  1. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωμοπούτανο ...» έλεγε μέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εμέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόμενον εις τό στόμα τής Έθελ παχύ σπέρμα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυμού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ημπορούσε, με ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ...

2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...

3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τις (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) μικρές φραπεδιάρες ψωλοτρομπάρισσες.

Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τα (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) κοριτσάκια που πρωταγωνιστούν στον «Μέγα Ανατολικό».

Βλ. επίσης: μουνίτσα, μουμούνα, μουνάγγελος, ψωλάγγελος, καυλάγγελος, αγγελοπούτα et al.

  1. Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω.
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος Ι, σ. 108).

  2. Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Καυλόψωλε!... Άααααχ!... Άαααα!... Άαααα!... Ώωωωω!... Άααααχ!... - Ώωωωωχ!... Ώωωωωχ!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μούνα!... Μουνίτσα!... Γλυκομουμούνα!...
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 40)

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι τελείως μουχλιασμένος, μούχλας, βαρετός και ακίνητος.

- Του Γιώργου του είπατε να έρθει;
- Σιγά μην πούμε στο μουχλάδι, θα βαρεθούμε τη ζωή μας μαζί του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλούσιος και, κυρίως, πελούσια η πλούσια. Φανταζόμαστε μια πλουσιέξ τ. Τζέλα Δελαφράγκα με τον χαρακτηριστικό επιτονισμό της να βάζει μια εσωτερική αύξηση πριν από το υγρό γλοιώδες λάμδα και κάπως έτσι προκύπτει (δυστυχώς θέλει ηχητικό μήδι για να γίνει κατανοητό).

Ηταν τουλάχιστον κανένας πελούσιος ο μακαρίτης ή θα σας βάλουν στο τέλος να πληρώσετε το λογαριασμό; (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκπέμπω, παίζω ή, απλούστερα, είμαι στα fm σημαίνει ότι το βάρος μου κυμαίνεται από 87,5 έως 108 κιλά, όσο δηλαδή και τα MHz της συχνότητας σε αυτήν τη ραδιοφωνική μπάντα.

Αστεϊσμός για να τοποθετήσει κάποιος τον εαυτό του εντός (ή εκτός) ενός υποτιθέμενου ορίου βάρους.

- Τι δίαιτα και μαλακίες, μια χαρά είσαι!
- Ναι, μια χαρά αλλά χτυπήσαμε κατοστάρα.
- Όσο εκπέμπεις στα fm δεν έχεις ανάγκη. Φάε σκουμπρί, γαμάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του «Παίρνει Πίπα Όρθια».

Χρησιμοποιείται ως συνθηματικό μεταξύ ανδρών συνήθως κατά την περιγραφή ή την θέαση ενός κοντού στο ύψος γκομενακίου, τόσο κοντού ώστε να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της έκφρασης. Προφέρεται «Πι-Πι-Ο» και είναι γένους ουδετέρου.

- Ρε μόρτη την θυμάσαι καθόλου τη Στέλλα που είχαμε δει τις προάλλες;
- Ποια Στέλλα λες δικέ μου; Το ΠΠΟ;
- Α να γεια σου! Αυτή!
- Πώς να μη θυμάμαι...

Στο μπαρ:
- Κώτσο, βλέπε γκομενάκι σωστό, τρεις η ώρα από σένα.
- Τελέρε; Αυτή είναι ΠΠΟ!
- Κλάιν ρε! Μην κολλάς.

O Shaquille O Neal με την στρατηγικού ύψους γιαβουκλού του. (από Khan, 28/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified