Further tags

προσφώνηση για κάτι που είναι πολύ χαριτωμένο.

Αχ, τι ωραίο το σκυλάκι σας! Πιρπιλάκι μου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ μαλάκας.

Καλά ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μαλάκας, είναι καταμαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ομοφυλόφιλος ή gay. Χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηρίσει αρνητικά αυτά τα άτομα.

Πω μαλάκα, τι λουγρκί είναι αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published

"Ζαφείρη" αποκαλούμε τα άτομα που είναι παλαβιάρικα. Επίσης, χρησιμοποιείται και σαν προσφώνηση όταν θες να φωνάξεις κάποιον και δεν θυμάσαι το όνομα του.

Ιστορικά: Ο Ζαφείρης ήταν υπαρκτό πρόσωπο σε μια τσόντα με ένα γιατρό και κορίτσια του βόλεϊ.

1) Εεεε Ζαφείρη χαλάρωσε λίγο! 2) Ψιτ, Ζαφείρη να σου πω...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη τῆς κομμουνιστικῆς ἀργκὸ ποὺ σημαίνει ἄνθρωπο τοῦ κομματικοῦ μηχανισμοῦ, συνήθως ἔμμισθο (ἐπαγγελματικὸ στέλεχος). Τὴ χρησιμοποιοῦσαν μειωτικὰ οὶ τῆς λεγὸμενης ἀνανεωτικῆς ἀριστερᾶς γιὰ τὰ ἐπαγγελματικὰ στελέχη τοῦ ΚΚΕ, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων συγκρούσεων γιὰ τὸν τίτλο τοῦ κόμματος μετὰ τὴν μεταπολίτευση.

Ἐπίσης χρησιμοποιήθηκε μὲ τὴν ἴδια ἀπαξιωτικὴ ἔννοια καὶ κατὰ τὶς ἐσωτερικὲς συγκρούσεις στὸ χῶρο τῆς ἀνανεωτικῆς ἀριστερᾶς γιὰ νὰ χαρακτηρίσει ἐσωκομματικοὺς ἀντιπάλους.

Τἐλος σύμφωνα μὲ τὸ Βικιλεξικὸ:

"απαράτσικ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

1.(σπάνιο) κάποιος ο οποίος είναι μέρος ενός οργανισμού ή μιας δομής εξουσίας, ουσιαστικά ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ευρύτερα γραφειοκράτης οποιουδήποτε οργανισμού

2.(σπάνιο) (μειωτικά) ο διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδικά στην κομμουνιστική γραφειοκρατία".

Ἐτυμολογία (ἀπὸ τὸ Βικιλεξικὸ): "απαράτσικ < ρωσική, аппаратчик < аппарат + -чик < λατινική apparatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος apparo < ad + paro"

-Τὸν ξέρεις τὸν Χ;

- Ἄν τὸν ξέρω λέει; Μεγάλο άπαρατσίκι! Ἔχει ρὶξει ξύλο στὴν Τασκένδη αὐτὸς!

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που γκρινιάζει και παραπονιέται, που έχει παράλογες απαιτήσεις εξαιτίας της αγαμίας.

-Έλα νωρίς το πρωί να φτιάξουμε την παραγγελία της αγαμίδου, γιατί θα μας πρήξει τα αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό/Αυτός/Αυτή που σε ξυπνάει το πρωί. Συνήθως πρόκειται για το ζωάκι σου που πεινάει.

-Ανέβηκε το καλημερόνι στο κρεββάτι, το 'χει κόψει η λόρδα φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφήμερη σλανγκιά σε χρήση τη χρονική περίοδο πριν και μετά τις εκλογές του 1946, δηλαδή ακριβώς στην κόψη του ξεσπάσματος του Εμφυλίου. Με τη λέξη χαρακτηρίζονταν οι ξένοι (πλην ΕΣΣΔ που δεν συμμετείχε) παρατηρητές για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών.

Το προσωνύμιο οφείλεται στο περιβραχιόνιο που έφεραν οι εν λόγω λεβέντες, το οποίο παρίστανε μια κουκουβάγια, πανάρχαιο σύμβολο της σοφίας.

Η οριστική, όμως, απόφαση για αποχή αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν. Γιατί, ενώ υπήρχε δυνατότητα πάλης τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφέθηκαν εντελώς ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι οι εκλογομάγειροι ξένοι παρατηρητές, που αποκαλούνταν ειρωνικά «κουκουβάγιες», να εμφανίσουν την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με το απαράδεκτο ποσοστό 9,3%.

εδώ

     Για το αδιάβλητο των εκλογών ο ΟΗΕ αποφάσισε να στείλει 1.200 περίπου παρατηρητές (οι Ρώσοι αρνήθηκαν να συμμετέχουν), αυτοί έφεραν περιβραχιόνια με μια κουκουβάγια και την επιγραφή AMFOGE (Συμμαχική Αποστολή για την παρατήρηση των Ελληνικών Εκλογών), ο λαός τους ονόμασε οι «**Κουκουβάγιες**»

εκεί

The Insignia

A sleeve patch was authorized for wear by members of the three of AMFOGE contingents. According to one of the Mission's senior officers, there was hesitation on the part of the Army to authorize a shoulder sleeve insigne (SSI) for a unit that would exist for so brief a period. But given the importance and the international flavor of AMFOGE's mission, it is probable that the Army found itself pressured to approve an insigne by elements of the US Government.

The basic SSI depicts an owl (a symbol of wisdom) embroidered in blue on a central white field with a red border. Embroidered in white in the red border vertically flanking the owl are the words PAPATHPHTHS and EKLOGWN, which translate "observer of elections." Above the basic SSI, each contingent wore its own white on red tab: AMEPIKH (America), AGGLIA (Britain), and GALLIA (France). Those acting as interpreters wore a brassard bearing the SSI and a DIEPMHNEYS tab. Additionally, special ID cards were issued.

παραπέρα

Έβλεπα την "βοήθεια" των Άγγλων, τους χίτες, τις ψευτοεκλογές με κουκουβάγιες και το ψευτοδημοψήφισμα και στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό μου Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Αμερικάνοι, λογής λογής ξετσίπωτοι "προστάτες" που έμπαιναν ως την κρεβατοκάμαρά μας [...]

Εγώ, ο Μανώλης Αξιώτης...Η περιπετειώδης ζωή του ήρωα των "Ματωμένων Χωμάτων".

Εκδ. Μπαλτά, 2016

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

προσδιορισμός προσώπου του όποιου μας διαφεύγει το όνομα εκείνη τη στιγμή

ρε ήρθε ο φίλος σου χθές,πώς τον λένε μωρέεε, ο φρούκου

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, που δεν δείχνει ενδιαφέρον, ζήλο, προσήλωση η επιμέλεια στα έργα του, που κάνει πρόχειρη ανολοκλήρωτη δουλειά, σαν αγγαρεία, τεμπέλικα, βαρετά, στο γόνατο, στο πόδι, με ζημιές και κακοτεχνίες. Η σβάρνα είναι γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες για να ισιώνει το χώμα σε χωράφι και να σπάει σβόλους γης. Το ρήμα σβαρνίζω σημαίνει ότι σέρνω κάποιο αντικείμενο απρόσεκτα, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή η προφύλαξη, αδιαφορώντας για τυχόν ζημία που μπορεί να υποστεί η να προκαλέσει.

  1. Στοιχείο λίστας

-Ωχ, σε ποιον πήγες και ανέθεσες αυτή τη δουλειά?! Είναι μεγάλος σβαρνιάρης. Στο τέλος θα αναγκαστείς να την κάνεις εσύ ο ίδιος.

  1. Στοιχείο λίστας

ο εργοδηγός στον εργάτη:- Αν συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι σβαρνιάρικα θα πας στο σπίτι σου.

Got a better definition? Add it!

Published